Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε κατόπιν συστηματικής εμβάθυνσης στις σημαντικότερες διατάξεις των φορολογικών νόμων και του τροποποιημένου Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.Συστήνω την αποθήκευση και προσκόμιση της μελέτης σε δικηγόρο, αμέσως μόλις κινδυνεύσει η περιουσία των πολιτών από χρέη προς το δημόσιο.
Ύψιστο πατριωτικό καθήκον η άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων στα νομίμως λειτουργούντα διοικητικά δικαστήρια, για την προάσπιση του ελληνικού «σπιτιού» από τη ληστρική φορολόγηση και τις παράνομες διαδικασίες βεβαίωσης και είσπραξης φόρων.Η μελέτη που ακολουθεί αποτελεί επίσης χρήσιμο βοήθημα για δικηγόρους.
Καθιστά ευχερέστερη την προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, με άσκηση προσφυγών και ανακοπών κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων, ατομικών ειδοποιήσεων, κατασχετηρίων εκθέσεων κλπ.
Έχω την βαθιά πεποίθηση ότι, τυχόν πλεονάσματα δημιουργούνται αποκλειστικά στη βάση παράνομων φορολογικών διαδικασιών, που αφενός θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, αφετέρου οδηγούν στον αποκλεισμό ουσιαστικά του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη. Πρόκειται για διαδικασίες που μέλλεται να αποδομηθούν στα νομίμως λειτουργούντα διοικητικά δικαστήρια.
Οι παράνομες διαδικασίες βεβαίωσης και είσπραξης (των παράνομων επίσης) φόρων που αναλύονται στο κείμενο που ακολουθεί, αποδεικνύουν περίτρανα ότι, η εγχώρια πολιτική τάξη έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στη λιτότητα μέσω της ληστρικής φορολόγησης – αντί στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως συνέβη στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που σταδιακά αποδεσμεύονται από τα προγράμματα επιτήρησης και δημοσιονομικής προσαρμογής. Πρόκειται για την απροθυμία της εγχώριας πολιτικής τάξης να εφαρμόσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, όπως και την απροθυμία της να εφαρμόσει μέτρα για την απελευθέρωση της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών. Επίσης, την προθυμία της για την προστασία ενός στενού κύκλου προσώπων, που πλούτισαν παρανόμως σε βάρος των δημοσιονομικών της Χώρας και των πολιτών της.
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
ΓΙΑ ΜΗ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Θέμα: Διαδικασίες και μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας των ελλήνων φορολογουμένων, που αντίκεινται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.
Κεφάλαια
Άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων
Συνέπειες από την αδυναμία των φορολογουμένων να προσφύγουν στα αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα Διοικητικά Δικαστήρια λόγω υπερβολικά υψηλών δικαστικών δαπανημάτων, που για τα αναπροσαρμοσμένα μόνο παράβολα ισοδυναμεί με το 1/7 του (μικτού) κατώτατου μισθού του νεοδιοριζόμενου δημοσίου υπαλλήλου, με το 1/5 του (μικτού) μισθού του ανειδίκευτου εργάτη και με το 1/5 της κατώτατης (μικτής) σύνταξης. Διαδικασία διοικητικής κατάσχεσης στα χέρια της Τράπεζας (ως τρίτου) που συντελείται με μόνη την επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στην Τράπεζα, «μή κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην»
Άσκηση προσφυγής στα αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα Διοικητικά Δικαστήρια. Αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πράξης, για το ποσοστό του πενήντα (μόνο) τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, που δεν έχει ακομη βεβαιωθεί
Η πρόβλεψη της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 σύμφωνα με την οποία ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι άλλως η ασκηθείσα έφεση είναι απαράδεκτη
Ανακοπή κατά του νόμιμου τίτλου εκτελέσεως
Πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής (άρθρο 57 του Νόμου 4174/2013)
Το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, με το οποίο, α) το έγκλημα της φοροδιαφυγής καθορίστηκε ως έγκλημα διαρκές και β) καθορίζονται διαφορετικά πλαίσια ποινής
Πρόβλεψη Bonus για τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ως ποσοστό επί των εισπράξεων που υπερβαίνουν τον ετήσιο στόχο
Η Χ που είναι διαζευγμένη με ένα ανήλικο τέκνο και εργάζεται με σύμβαση έργου με μπλοκάκι, αντιμετωπίζεται φορολογικά ως ελεύθερος επαγγελματίας (με αυτασφάλιση) ενώ στην πραγματικότητα υποκρύπτεται εξαρτημένη σχέση εργασίας. Η Χ είναι κυριολεκτικά πάμφτωχη. Έχει καθαρό ετήσιο πραγματικό εισόδημα 4.000 ευρώ + 150 ευρώ το μήνα διατροφή + 460 ευρώ ετήσιο επίδομα βοηθείας. Επίσης, έχει στην κυριότητά της ένα σπίτι 90 τ.μ σε λαϊκό προάστιο των Αθηνών (από γονική παροχή πριν από 30 χρόνια) και ένα ταπεινό ΙΧΕ 1.300 κ.ε, μοντέλο του 2008 που το πληρώνει κάθε μήνα με δόσεις. Η Χ φορολογείται στη βάση των τεκμήριων διαβίωσης για συνολικό εισόδημα ύψους 12.100 ευρώ, επειδή τα πραγματικά εισοδήματα που δηλώνει είναι χαμηλότερα από το άθροισμα των τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και των αντίστοιχων διαβίωσής της! Έτσι, θα κληθεί να πληρώσει υπέρογκο φόρο με βάση το τεκμαρτό και όχι το δηλωθέν εισόδημά της!
Περαιτέρω, αφενός χάνει το αφορολόγητο όριο των 5.000 ευρώ και των πρόσθετων αφορολόγητων ορίων για το προστατευόμενο τέκνο της, αφετέρου, χάνει (και) όλες τις εκπτώσεις φόρου εισοδήματος, αφού δεν θα ισχύει πλέον καμία από τις ρυθμίσεις που προβλέπουν την έκπτωση από τον φόρο εισοδήματος ποσοστού μέχρι 10% από τις ετήσιες δαπάνες, όπως οι δαπάνες για ενοίκια, δίδακτρα φροντιστηρίων, ασφάλιστρα ζωής, τόκους στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας, ιατρικές επισκέψεις, ιατρικές εξετάσεις, νοσήλια, δωρεές χρηματικών ποσών και διατροφή λόγω διαζυγίου.
Ως αυτοαπασχολούμενη, δηλαδή φορολογούμενη που ασκεί ατομικώς ελεύθερο επάγγελμα, θα κληθεί να καταβάλει εξοντωτικούς φόρους με συντελεστή 26% από το πρώτο ευρώ των καθαρών φορολογητέων εισοδημάτων της, διότι τα καθαρά φορολογητέα εισοδήματά της τυγχάνουν χαμηλότερα από το άθροισμα των τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και των αντίστοιχων διαβίωσής της. Η τελική επιβάρυνση επί των καθαρών εισοδημάτων της θα φτάσει το 40,3%, καθώς οι συγκεκριμένη φορολογούμενη θα επιβαρυνθεί και με προκαταβολή φόρου 55% έναντι του επόμενου οικονομικού έτους, η οποία προσαυξάνει τον κύριο φόρο (26%x1,55=40,3%). Ακόμη και αν στην υποθετική περίπτωση δηλώσει ζημίες (λόγω της οικονομικής κρίσης), θα υποχρεωθεί να εμφανίσει τα τεκμαρτά καθαρά κέρδη με βάση τις αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης (τα τεκμήρια διαβίωσης) για το σπίτι που έχει στην κυριότητά της (από γονική παροχή στο οποίο διαμένει με το ανήλικο τέκνο της) και για το Ι.Χ.Ε των 1.300 κ. που πληρώνει με δόσεις! Συνεπώς επί των ανύπαρκτων αυτών κερδών, θα φορολογηθεί με 26% (από το πρώτο ευρώ), πρόσθετα δε, με προκαταβολή φόρου 55%, που θα ανεβάσει την τελική επιβάρυνση στο 40,3%!
Με βάση το σύνολο του τεκμαρτού εισοδήματος της Χ, ύψους 12.100 ευρώ, ο φόρος θα υπολογιστεί με συντελεστή 26% από το πρώτο ευρώ του ετήσιου τεκμαρτού εισοδήματος των 12.100 ευρώ, ήτοι ΣΥΝΟΛΟ: 12.100 Χ 26% = 3.146 ευρώ! Αν μάλιστα υπολογιστεί και η προκαταβολή φόρου 55%, ο φόρος θα υπολογιστεί με συντελεστή 40,3% από το πρώτο ευρώ του ετήσιου τεκμαρτού εισοδήματος των 12.100 ευρώ, ήτοι ΣΥΝΟΛΟ: 12.100 Χ 40,3% = 4.876,3 ευρώ!!!
Κατά τις προϊσχύουσες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), ο οφειλέτης του Δημοσίουείχε την δυνατότητα να προσβάλει την πράξη καταλογισμού με το ένδικο βοήθημα που του χορηγούσε ο νομοθέτης, δηλαδή είτε με προσφυγή είτε με αίτηση ακυρώσεως και ταυτοχρόνως να ζητήσει από τα Διοικητικά Δικαστήρια, ήτοι τα αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα δικαστήρια, την αναστολή εκτελέσεως αυτής.
Μετά την ψήφιση και θέση σε εφαρμογή της λεγόμενης «μνημονιακής νομοθεσίας» η Χ έχει τις εξής «επιλογές»:
Άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων
Με το άρθρο 70Β Κ.Φ.Ε (όπως προστέθηκε με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Α.5. της παραγράφου Α. του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 και ισχύει για πράξεις που εκδίδονται από 1.8.2013), προβλέφθηκε ένδικο βοήθημα, που υποτίθεται ότι επιτρέπει τον έλεγχο του νομίμου τίτλουκατά το νόμο και την ουσία. Με την νέα αυτή διαδικασία, η οποία (όπως αναλύεται παρακάτω) οδηγεί στον αποκλεισμό ουσιαστικά του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό τον πυρήνα του δικαιώματος σε έννομη προστασία και στερώντας τον πολίτη από τον φυσικό του Δικαστή, από την 1η Αυγούστου 2013, ο φορολογούμενος που αμφισβητεί την καταλογιστική πράξη φόρου, δασμού, προστίμου κτλ, που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη φορολογική αρχή, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (με την ΠΟΛ υπ’ αριθμ. 1002/31-12-2013 μετονομάστηκε σε «Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών»). Σημειωτέων ότι, η προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά της πράξης προσδιορισμού φόρου που εξέδωσε η φορολογική αρχή είναι απαράδεκτη (ν. 4152/2013 υποπαράγραφος Α.5. αρ. 8, ΠΟΛ 1002/31-12-2013).
Η αίτηση υποβάλλεται στην Εφορία, στο Τελωνείο ή στην φορολογική αρχή (ΣΔΟΕ) που εξέδωσε την πράξη και αναφέρει τους λόγους στους οποίους ο φορολογούμενος βασίζει το αίτημά του (ν. 4152/2013 υποπαράγραφος Α.5. αρ. 1, ΠΟΛ 1002/31-12-2013). Με την άσκηση ωστόσο της ενδικοφανής προσφυγής, βεβαιώνεται άμεσα από τη φορολογική αρχή και καταβάλλεται ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης (ν. 4152/2013 υποπαράγραφος Α.5. αρ. 3, ΠΟΛ 1002/31-12-2013). Περαιτέρω, με την ίδια ως άνω διάταξη εισήχθη πρωτοφανής στα παγκόσμια νομικά χρονικά πρόβλεψη, που για την αναστολή της πληρωμής του ως άνω πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, αντί της δυνατότητας προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια, προβλέπεται η δυνατότητα προσφυγής στην… Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (!!!) η οποια δύναται να αναστείλει την πληρωμή του εν λόγω ποσοστού μόνο στην περίπτωση κατά την οποία κρίνεται ότι αυτό θα είχε ως συνέπεια την ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο (ν. 4152/2013 υποπαράγραφος Α.5. αρ. 4, ΠΟΛ 1002/31-12-2013). Συνεπώς με το εν λόγω ένδικο (δήθεν) βοήθημα, η Χ έχει τη δυνατότητα να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή (που κατατίθεται στη Δ.Ο.Υ που εξέδωσε την πράξη επιβολής φόρου ύψους 4.876,3 ευρώ) αναφέροντας σε αυτή τους λόγους στους οποίους βασίζει το αίτημά της.
Τυχόν άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής της Χ αναστέλλει την καταβολή ποσοστού 50%του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης (2.438,15 ευρώ), υπό την προϋπόθεση ότι η Χ έχει ήδη καταβάλει το υπόλοιπο ποσοστό 50% (2.438,15 ευρώ), εκτός αν η Χ υποβάλει γι΄ αυτό και γίνει αποδεκτό από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών αίτημα αναστολής… Η αναστολή (εφόσον γίνει δεκτή) ισχύει μέχρι την κοινοποίηση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής, άλλως μέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοσή της (60 ημέρες από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής). Με την υποβολή της αιτήσεως αναστολής και μέχρι την έκδοση απόφασης επ΄ αυτής, άλλως μέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοσή της (20 ημέρες), η υποχρέωση καταβολής του αμφισβητούμενου ποσού των 2.438,15 ευρώ αναστέλλεται [άρθρο 2 ΠΟΛ 1002/31-12-2013 και άρθρο 63 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή) του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α 170/26.7.2013)].
Έστω ότι η Χ προσφεύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και α) με αίτησή της (ενδικοφανή προσφυγή) προσβάλλει την πράξη επιβολής φόρου ύψους 4.876,3 ευρώ και β) με αίτησή της στην οποία προβάλει νομικούς ή/και πραγματικούς ισχυρισμούς, ζητά από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών την αναστολή υποχρέωσης καταβολής του υπόλοιπου ποσοστού 50% του αμφισβητούμενου φόρου (αναστολή δηλ καταβολής ποσού 2.438,15 ευρώ από σύνολο 4.876,3 ευρώ).
Για την «εκδίκαση» των ανωτέρω (δυο) αιτήσεων, εισηγητές ορίζονται υπάλληλοι της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών που δεν διαθέτουν νομικές γνώσεις! Ομοίως και για την έκδοση «απόφασης» επ΄ αυτών! Τούτων δοθέντων, στο στάδιο αυτό της «δίκης», η παραγωγή δικαιοδοτικού έργου ανατίθεταιαποκλειστικά στον… προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (!), ο οποίος εκδίδει «απόφαση» μετά από εισήγηση του ορισθέντος ή των ορισθέντων υπαλλήλων (άρθρο 5 παρ. 1 ΠΟΛ 1002/31-12-2013)! Κατά τα λοιπά, η «απόφαση» οφείλει –σύμφωνα με το γράμμα του νόμου- να είναι αιτιολογημένη επαρκώς, επί των νομικών και πραγματικών ισχυρισμών τόσο επί της ενδικοφανούς προσφυγής, όσο και επί της αιτήσεως αναστολής…
Εξάλλου, από καμία διάταξη δεν προκύπτει η επιστημονική ιδιότητα των μελών που συγκροτούν την Υπηρεσία Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών. Η ακριβής ιδιότητα αυτών δεν προκύπτει ούτε από την ΠΟΛ 1002/31-12-2013, ούτε από το άρθρο 70Β Κ.Β.Σ (αντίθετα η ιδιότητα των υπαλλήλων που συγκροτούν τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, προβλέπεται με σαφήνεια από το προηγούμενο 70 Α άρθρο Κ.Β.Σ). Στοιχεία για την ιδιότητα ορισμένων εκ των υπαλλήλων που στελεχώνουν τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, προκύπτουν μόνο, για την επιτροπή του άρθρου 4 παρ. 5 ΠΟΛ 1002/31-12-2013 (επιτροπή ακροάσεων) στην οποια συμμετέχουν υπάλληλοι που ορίζονται από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας («ο υπάλληλος που χειρίζεται την υπόθεση»και «ο προϊστάμενος του αρμοδίου Τμήματος»). Από τη λεκτική ωστόσο διατύπωση «υπάλληλος που χειρίζεται την υπόθεση» προκύπτει με σαφήνεια ότι, τα πρόσωπα στα οποια έχει ανατεθεί η παραγωγή δικαιοδοτικού έργου επί των νομικών και πραγματικών ισχυρισμών που προβάλλονται με την ενδικοφανή προσφυγή και την αίτηση αναστολής της Χ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ – ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΝΟΜΙΚΟΙ!!! Πρόκειται (δυστυχώς) για απλούς υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών, άλλως (στην καλύτερη περιπτωση), για τους υπαλλήλους της παραγράφου 4 του άρθρου 70 Α Κ.Φ.Ε. (όπως αντικαταστάθηκε με την υποπαράγραφο Α.5 αρ. 1.6 αρ. 3.β.β) ήτοι υπαλλήλους «κατηγορίας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (ΠΕ) του Υπουργείου Οικονομικών ή με δεκαετή τουλάχιστον εμπειρία σε φορολογικούς ελέγχους», οι οποίοι στερούνται παντελώς ειδικών γνώσεων της Νομικής Επιστήμης, με αποτέλεσμα οι συνέπειες που επισύρει η παράβαση αυτή να είναι υπέρμετρες, σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση της Χ στα αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα Διοικητικά Δικαστήρια.
Το γεγονός ωστόσο αυτό, της εμπλοκής δηλαδή αποκλειστικά διοικητικών υπαλλήλων στο στάδιο παραγωγής δικαιοδοτικού έργου επί της αιτήσεως για την αναστολή της υποχρέωσης καταβολής του 50% του αμφισβητούμενου φόρου, δημιουργεί αναφορικά με την εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας, προβληματισμό και ανασφάλεια. Ο προβληματισμός και η ανασφάλεια των φορολογούμενων για την περιουσία τους εντείνεται ακόμη περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη το εξής κρίσιμης σημασίας ζήτημα: αν για τις χιλιάδες των προσφυγών καιαιτήσεων αναστολών με τις οποίες προβάλλονται νομικοί ή/και πραγματικοί ισχυρισμοί, έχουν οι απλοί υπάλληλοι του ΥΠΟΙΚ την ικανότητα να παράξουν επιστημονικά άρτιο δικαιοδοτικό έργο… Αν δηλαδή στη βάση περίπλοκων νομικών ζητημάτων που αφορούν την περιουσία των φορολογουμένων και αναφέρονται στο διοικητικό και δικαστικό έλεγχο και στις εκδιδόμενες υπό των υπηρεσιών του κράτους και νομικών προσώπων διοικητικές πράξεις που διέπονται από το Διοικητικό Δίκαιο, με το οποίο καταπιάνονται επαγγελματίες του δικαίου όπως οι διοικητικοί δικαστές και οι δικηγόροι, για ζητήματα τα οποια άγονται ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων που αποτελούν ειδικό κλάδο της Δικαιοσύνης που είναι επιφορτισμένος με τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων και παραλείψεων της διοίκησης, έχουν οι απλοί υπάλληλοι την ικανότητα να παράξουν επιστημονικά άρτιο δικαιοδοτικό έργο. Ο παραπάνω προβληματισμός γίνεται ανυπόφορος, αν συσχετιστεί με την πρόβλεψη των διατάξεων των παρ 4 και 5, με τις οποίεςεισάγεται ανεπίτρεπτο τεκμήριο «γνώσης» του απορριπτικού περιεχομένου της απόφασης, που λαμβάνει χώρα από τη ΜΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ της απόφασης (!!!) εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (20 ημέρες για την απόφαση επί της αίτησης αναστολής και 60 ημέρες για την απόφαση επί της προσφυγής).
[ Σημειωτέων ότι, σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις της πρόεδρου της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, οι εκκρεμείς υποθέσεις στα Διοικητικά Δικαστήρια ανέρχονται στις 399.000! Εξ αυτών οι 98.000 είναι φορολογικές και τελωνειακές. Μόνο στο Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας, οι εκκρεμείς φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις ανέρχονται στις 11.500 και προσδιορίζονται για να συζητηθούν μετά από 2,5 χρόνια, ενώ οι υπόλοιπες αγωγές προσδιορίζονται να δικαστούν μετά από πέντε χρόνια. Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι, η νεοσυσταθείσα Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών, ούτε τη δυνατότητα έχει, ούτε (ιδίως) την επιστημονική επάρκεια διαθέτουν τα πρόσωπα που την στελεχώνουν, ώστε να διασφαλίζεται η υψηλή ποιότητα του δικαιοδοτικού έργου και η παροχή αποτελεσματικής προστασίας επί αντιστοίχου όγκου προσφυγών και αιτήσεων αναστολών, για φορολογικές, τελωνιακές και γενικά διάφορες με χρηματικό αντικείμενο… Τούτη όμως η παραδοχή, συνεπάγεται ότι, οι διαδικασίες που προβλέπονται ενώπιον της Επιτροπής Επίλυσης Διαφορών, αντίκεινται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς επίσης και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία ].
Δεδομένου συνεπώς ότι τα πρόσωπα που στελεχώνουν τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών στερούνται νομικών γνώσεων να κρίνουν τους νομικούς ή/και πραγματικούς ισχυρισμούς που προβάλλονται με τα δικόγραφα της ενδικοφανούς προσφυγής και της αίτησης αναστολής που έχει συντάξει επαγγελματίας του δικαίου δικηγόρος (πόσο μάλλον να αιτιολογήσουν την απόφαση που θα εκδοθεί με σαφή, ειδική και πλήρη αιτιολογία), δυο τινά μπορεί να συμβούν: Είτε οι ανωτέρω αιτήσεις να απορριφθούν με «αποφάσεις» που θα εκδώσει η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και οι οποίες θα είναι μη επαρκώς αιτιολογημένες, με ελλιπή, ανεπαρκή, εσφαλμένη και παρά τον νόμο εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων και νομικών ισχυρισμών της υποθέσεως της Χ, είτε να μην εκδοθούν (καθόλου) αποφάσεις, εντός, α) είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης αναστολής (ν. 4152/2013 υποπαράγραφος Α.5. αρ. 4, ΠΟΛ 1002/31-12-2013) και β) εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής (ν. 4152/2013 υποπαράγραφος Α.5. αρ. 5, ΠΟΛ 1002/31-12-2013), που είναι και το πιθανότερο, οπότε η αίτηση αναστολής και η ενδικοφανής προσφυγή της Χθεωρείται ότι έχουν απορριφθεί (παρ. 4 και 5 του άρθρου 70Β ΚΒΣ) !!!! [Αντί δηλαδή στο σημείο αυτό να ενισχύεται η υποχρέωση της Διοίκησης να λαμβάνει μέριμνα για τη λήψη γνώσης των δυσμενών διοικητικών πράξεων από το φορολογούμενο με βέβαιο και ασφαλή τρόπο, οι ανωτέρω διατάξεις εισάγουν ανεπίτρεπτο τεκμήριο «γνώσης»του απορριπτικού περιεχομένου της απόφασης, που λαμβάνει υποτίθεται χώρα από την ΜΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ της απόφασης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (20 ημέρες για την απόφαση επί της αίτησης αναστολής και 60 ημέρες από την απόφαση επί προσφυγής)!!!]
Προκύπτει από αυτά ότι, ο έλεγχος του νομίμου τίτλου με το «ένδικο βοήθημα» της ενδικοφανούς προσφυγής είναι αποτελεσματικός, διότι η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δεν συνιστά όργανο που εκπληρώνει τις τεθείσες από άρθρου 6 της ΕΣΔΑ θεμελιώδεις εγγυήσεις. Ειδικότερα, δεν διασφαλίζει την ανεξαρτησία απέναντι στην εκτελεστική εξουσία και τους διαδίκους, ούτε τηνπληρότητα της δικαιοδοσίας, αφού υπόκειται στον έλεγχο Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και, μέσω αυτής, σε εκείνον του υπουργού Οικονομικών. Επίσης, στελεχώνεται από πρόσωπα τα οποία ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ (ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΝΟΜΙΚΟΙ) (!!!), αλλά υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών, με αποτέλεσμα να αναιρείται η ελεύθερη πρόσβαση του οφειλέτη σε αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα Δικαστήρια.
Με την απόρριψη ωστόσο (σιωπηρή ή μη) της αίτησης αναστολής, ανακύπτει η υποχρέωση της Χγια την καταβολή του 50% του αμφισβητούμενου ποσού (2.438,15 ευρώ) [“Με την υποβολή της αιτήσεως αναστολής και μέχρι την έκδοση απόφασης επ΄ αυτής, άλλως μέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοσή της (20 ημέρες), η υποχρέωση καταβολής του αμφισβητούμενου ποσού αναστέλλεται”]. Επίσης, με την απόρριψη της αίτησης αναστολής το ποσό αυτό βεβαιώνεται, και πλέον θεωρείται ληξιπρόθεσμη προς το δημόσιο οφειλή. Τέλος, η απόρριψη της αίτησης αναστολής, συνεπάγεται ότι, αν το ποσό αυτό του 50% της οφειλής δεν καταβληθεί άμεσα, η ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή ΔΕΝ αναστέλλει το υπόλοιπο 50% της αμφισβητούμενης οφειλής…!!! Το ίδιο ισχύει και για την δικαστική αναστολή. Συνεπώς αν η αίτηση της Χ για την αναστολή της υποχρέωσης καταβολής του αμφισβητούμενου ποσού του υπόλοιπου 50% του αμφισβητούμενου φόρου απερρίφθη από την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και η Χ δεν κατέβαλε το εν λόγω ποσό, συνεπάγεται ότι ΔΕΝ αναστέλλεται (και) η καταβολή του άλλου μισού (ποσοστού 50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης. Τα παραπάνω προκύπτουν από τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Α.5. αρ. 3 ν. 4152/2013 [“με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής βεβαιώνεται άμεσααπό τη φορολογική αρχή και καταβάλλεται ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης”], του άρθρου 2 ΠΟΛ 1002/31-12-2013 [“η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλει την καταβολή του 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ήδη καταβληθεί το υπόλοιπο ποσοστό 50%, εκτός αν υποβληθεί γι΄ αυτό και γίνει αποδεκτό αίτημα αναστολής”], του άρθρου 69 παρ. 2 ΚΔΔ [“ειδικές διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό αναστολή των πράξεων τούτων, διατηρούνται σε ισχύ”] και του άρθρου 204 παρ 4 [“Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί”]. Τα παραπάνω προκύπτουν και από το άρθρο 63 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή) του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας [ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α 170/26.7.2013)].
Έτσι, από τη διατήρηση σε ισχύ των ειδικών ως άνω διατάξεων της υποπαραγράφου Α.5. αρ. 3 ν. 4152/2013, του άρθρου 2 ΠΟΛ 1002/31-12-2013 και του άρθρο 63 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή) του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), προκύπτει ότι τα άρθρα 69 παρ. 2 και 204 παρ 4 ΚΔΔ αποκλείουν τη δικαστική αναστολή του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, άλλως ότι θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό (50%) αναστολή της πράξεως, ως εξής: α) δυνατότητα δικαστικής ανατολής για το ποσοστό του πενήντα (μόνο) τοις εκατό (50%) της πράξης, αν η αίτηση της Χ προς τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών για την αναστολή της υποχρέωσης καταβολής του αμφισβητούμενου ποσού του υπόλοιπου 50% του αμφισβητούμενου φόρου απερρίφθη και η Χ κατέβαλε το εν λόγω ποσό, β) δυνατότητα δικαστικής αναστολής για το ποσοστό του πενήντα (μόνο) τοις εκατό (50%) της πράξης, αν η Χ με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής στην αρμόδια Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών κατέβαλε ήδη το 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης το οποίο βεβαιώθηκε άμεσα από τη φορολογική αρχή, παραιτούμενη από το δικαίωμα να ασκήσει ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών αίτηση αναστολής της υποχρέωσης καταβολής του εν λόγω ποσού και γ) η δικαστική αναστολή αποκλείεται (για ολόκληρο το ποσό), αν η αίτηση της Χ προς τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών για την αναστολή της υποχρέωσης καταβολής του αμφισβητούμενου ποσού του υπόλοιπου 50% του αμφισβητούμενου φόρου που βεβαιώθηκε απερρίφθη και η Χ ΔΕΝ κατέβαλε το εν λόγω ποσό, οπότε ΔΕΝ ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΤΑΙ (και) η καταβολή του άλλου μισού (ποσοστού 50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης [υποπαράγραφος Α.5. αρ. 3 ν. 4152/2013, άρθρο 2 ΠΟΛ 1002/31-12-2013 , άρθρο 63 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή) του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) και άρθρα 69 παρ. 2 και 204 παρ 4 ΚΔΔ].
Περαιτέρω, το Ε.Δ.Δ.Α. έχει δεχθεί ότι, προς διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν την ανάθεση σε διοικητικούς οργανισμούς της μέριμνας επίλυσης των διαφορών υπό την προϋπόθεση ότι οι αποφάσεις των οργανισμών αυτών υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο [ΕΔΔΑ της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Ozturk κατά Γερμανίας, série A, n° 73, της 30ής Σεπτεμβρίου 2004, Pramov κατά Βουλγαρίας, n° 42986]. Στο ίδιο πνεύμα, το Conseil d’Etat είχε ήδη κρίνει ότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της ιεραρχικής προσφυγής δεν παραβιάζει τις προδιαγραφές των άρθρων 6-1 και 13 της ΕΣΔΑ εφόσον η διαδικασία αυτή δεν στερεί τον προσφεύγοντα από το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον του διοικητικού δικαστή υπό τις συνθήκες του κοινού δικαίου, κατόπιν της απόρριψης της διοικητικής προσφυγής [CE 3 mai 2002, Clinique médicale de pneumonοlogie Sainte-Anne, Lebon σ. 166].
Τούτων δοθέντων, η άσκηση προσφυγής στα αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα Διοικητικά Δικαστήρια και η δυνατότητα που ο Κ.Δ.Δ. παρέχει σε εκείνον που άσκησε την προσφυγή, με αίτησή του να ζητήσει από το δικαστήριο να ανασταλεί, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής,ΔΕΝ αποτελεί στην προκειμένη περίπτωση ούτε αποτελεσματικό, ούτε διαθέσιμο στη θεωρία και την πράξη ένδικο μέσο, ικανό να παράσχει στη Χ επανόρθωση ως προς τις αιτιάσεις της, ούτε παρουσιάζει εύλογες πιθανότητες ευδοκίμησης. Τούτο διότι η άσκηση εν προκειμένω προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια, ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ την αναστολή του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης στην περιπτωση γ’, ενώ στις περιπτώσεις α’ και β’ θεσπίζει την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό (50%) αναστολή της πράξεως τούτης [υποπαράγραφος Α.5. αρ. 3 ν. 4152/2013, άρθρο 2 ΠΟΛ 1002/31-12-2013, άρθρο 63 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή) του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) και άρθρα 69 παρ. 2 και 204 παρ 4 ΚΔΔ].
Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι, αν απορριφθεί από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών η αίτηση για την αναστολή υποχρέωσης καταβολής του 50% του αμφισβητούμενου φόρου, οι συνέπειες που επισύρουν οι διατάξεις της υποπαραγράφου Α.5. ν 4152/2013, του άρθρου 2 ΠΟΛ 1002/31-12-2013, του άρθρου 63 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή) του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) και των άρθρων 69 παρ. 2 και 204 παρ 4 ΚΔΔ είναι – κατά το δικονομικό αυτό σκέλος της δυνατότητας αναστολής του 50% του φόρου– υπέρμετρες, σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση της Χ στα αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα Διοικητικά Δικαστήρια. Η ελεύθερη πρόσβαση στα νομίμως λειτουργούντα Δικαστήρια αναιρείται πλήρως, αν με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής στην αρμόδια Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δεν καταβλήθηκε το 50% του αμφισβητούμενου ποσού, ενώ κατά το… ήμισυ αναιρείται, αν με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής έχει ήδη καταβληθεί το 50% τουαμφισβητούμενου ποσού.
[Σημειωτέων ότι, με την έκδοση (σιωπηρή ή μη) απορριπτικής απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών επί της αίτησης αναστολής της υποχρέωσης καταβολής του 50% του αμφισβητούμενου φόρου, έχει εξαντληθεί η εσωτερική δικαστική οδός κατά το μέρος αυτό της δίκης (της αναστολής), υπό την έννοια της εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων που επιτρέπουν την πρόσβαση στα νομίμως λειτουργούντα Δικαστήρια, όπως αυτά (ένδικα μέσα) ερμηνεύονται ευρέως. Η αγωγή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ για νομοθέτηση κατά παράβαση υπερκείμενων κανόνων δικαίου δεν αποτελεί, εν προκειμένω, αποτελεσματική προσφυγή κατά το άρθρο 35 ΕΣΔΑ, ώστε να απαιτείται η προηγούμενη άσκησή της ως προϋπόθεση παραδεκτού της προσφυγής ενώπιόν του. Και τούτο, διότι ο νομολογιακός έλεγχος της συνταγματικότητας ή συμφωνίας νόμου προς την ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο των σχετικών με την αστική ευθύνη του Δημοσίου διαφορών, είναι αφενός περιορισμένος στην πράξη, αφετέρου παρεμπίπτων (“incidental”), καθόσον ο έλεγχος του νόμου προς το Σύνταγμα ή την ΕΣΔΑ χωρεί μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για να θεμελιωθεί η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου, αφήνοντας άθικτες τις άμεσες δυσμενείς έννομες συνέπειές του, οι οποίες εξακολουθούν να διατηρούνται όσο αυτός παραμένει σε ισχύ, εφόσον από τη δικαστική απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση δεν απορρέει και υποχρέωση του Κράτους να καταργήσει την κριθείσα ως αντίθετη προς το Σύνταγμα ή την ΕΣΔΑ νομοθεσία]
Αντίθετα, το δικαίωμα απευθείας προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια επιφυλάσσεσαι στους φορολογούμενους σε μία μόνο περίπτωση: αυτή του προληπτικού προσδιορισμού φόρου (!!!) που προβλέπεται στο άρθρο 35 του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας [ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α 170/26.7.2013)], σύμφωνα με το οποίο «Η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να εκδίδει πράξη προληπτικού προσδιορισμού φόρου μετά την έναρξη της φορολογικής περιόδου αλλά πριν την ημερομηνία υποβολής της αντίστοιχης φορολογικής δήλωσης, προκειμένου να διασφαλίσει την άμεση είσπραξη του φόρου, εφόσον υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι ο φορολογούμενος σκοπεύει να εγκαταλείψει τη χώρα, θέτοντας σε κίνδυνο την είσπραξη του φόρου, ιδίως μέσω της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε άλλο πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή, κατά παρέκκλισητου άρθρου 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή), ο φορολογούμενος δύναται να προσφύγει κατά της πράξης προληπτικού προσδιορισμού φόρου απευθείας ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου αμφισβητώντας τη συνδρομή των περιστάσεων που δικαιολογούν την έκδοση της πράξης προληπτικού προσδιορισμού φόρου».
[Αναφορικά με την άποψη ότι, στην περιπτωση ευδοκίμησης του κυρίου ενδίκου βοηθήματος, το Δημόσιο εγγυάται την επιστροφή του 50% του αμφισβητούμενου φόρου για το οποίο η αίτηση αναστολής της υποχρέωσης καταβολής απερρίφθη από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, και άρα το γεγονός ότι η άσκηση προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια, η οποια πράγματι, ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ την αναστολή του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, άλλωςθεσπίζει την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό (50%) αναστολή της πράξεως, δεν προσβάλλει τα θεμέλια της ελληνικής και ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης με το σκεπτικό ότι η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δεν συνιστά όργανο που εκπληρώνει τις τεθείσες από άρθρου 6 της ΕΣΔΑ θεμελιώδεις εγγυήσεις, λεκτέο ότι,
α) Το ελληνικό κράτος διανύει παρατεταμένη κατάσταση κατάρρευσης των δημοσιονομικών του και ως εκ τούτου είναι παντελώς αφερέγγυο. Σύμφωνα με το μακροοικονομικό σενάριο του ΟΟΣΑ, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας προβλέπεται να φτάσει στα 181,3% του ΑΕΠ το 2014, από 176,6% φέτος, ενώ η ελληνική οικονομία θα πρέπει να παρουσιάσει υψηλές επιδόσεις τα επόμενα χρόνια για να μπορέσει να καταστεί βιώσιμο ένα τέτοιο ποσοστό χρέους. Αν η ανάπτυξη δεν είναι η αναμενόμενη, τότε θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για περαιτέρω βοήθεια στην Ελλάδα ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Η έκθεση του ΟΟΣΑ προσδιορίζει ότι η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει χρηματοδοτικό κενό 10 δισ. ευρώ για την περίοδο 2014-2016 επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης.
β) χαρακτηριστικότερο όλων παράδειγμα αφερεγγυότητας του ελληνικού κράτους, είναι η περίπτωση των μικρο-ομολογιούχων – η πιο αδικημένη μάλλον ομάδα φυσικών προσώπων, που σε μια νύκτα είδαν τις οικονομίες τους να εξανεμίζονται, μετά από την απόφαση της κυβέρνησης να υπαγάγει και τα ομόλογα που κατείχαν στο περιβόητο PSI. Με το κούρεμα οι μικρο-ομολογιούχοι έχασαν το 53,5% της αποταμίευσης τους ενώ το υπόλοιπο 46,5% καλύφτηκε με νέα ομόλογα λήξης από το 2024 μέχρι το 2042. Μαζί με τα χρήματα τους, οι μικρο-ομολογιούχοι έχασαν και την εμπιστοσύνη τους στο ελληνικό κράτος, που έτρεξαν να το βοηθήσουν όταν τους ζητήθηκε και εμπιστεύτηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο, την περισσότερο εγγυημένη τοποθέτηση των οικονομιών τους.
Δεδομένου συνεπώς ότι, α) το ελληνικό δημόσιο δεν είναι αξιόχρεο και άρα δεν μπορεί να εγγυηθείτην επιστροφή του 50% του αμφισβητούμενου φόρου για το οποίο η αίτηση αναστολής της υποχρέωσης καταβολής απερρίφθη από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και β) η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δεν συνιστά όργανο που εκπληρώνει τις τεθείσες από άρθρου 6 της ΕΣΔΑ θεμελιώδεις εγγυήσεις, συνάγεται ότι, η διαδικασία που προβλέπεται ενώπιον αποκλειστικά τηςΔιεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών για την αναστολή της υποχρέωσης καταβολής του 50% του αμφισβητούμενου φόρου, είναι αντίθετη προς το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και στα άρθρα 17 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.].
Τέλος, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ήδη καταβληθεί από την Χ ποσοστό 50% του αμφισβητούμενου φόρου, παρέπεται ότι για το άλλο μισό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης που δεν έχει ακομη βεβαιωθεί, η εκτέλεση της πράξης αναστέλλεται κατά το μέρος αυτό, όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής στα αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα Διοικητικά Δικαστήρια (άρθρο 69 παρ. 2 ΚΔΔ). Η προθεσμία ορίζεται στις τριάντα (30) ημέρες (άρθρο 66 ΚΔΔ), την οποια αν η Χ αφήσει να παρέλθει άπρακτη (δεν ασκήσει δηλ προσφυγή στο αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της απορριπτικής απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής της), τότε (και) το υπόλοιπο αυτό ποσοστό του 50% του αμφισβητούμενου ποσού (2.438,15 ευρώ), βεβαιώνεται από τη φορολογική αρχή με την παρέλευση άπρακτης της εν λόγω προθεσμίας.
Συνέπειες από την αδυναμία της Χ να προσφύγει στα αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα Διοικητικά Δικαστήρια λόγω υπερβολικά υψηλών δικαστικών δαπανημάτων, που για τα αναπροσαρμοσμένα μόνο παράβολα ισοδυναμεί με το 1/4 του (μικτού) μισθού της (!), άλλως με το 1/7 του (μικτού) κατώτατου μισθού του νεοδιοριζόμενου δημοσίου υπαλλήλου, με το 1/5 του (μικτού) μισθού του ανειδίκευτου εργάτη και με το 1/5 της κατώτατης (μικτής) σύνταξης. Διαδικασία διοικητικής κατάσχεσης στα χέρια της Τράπεζας (ως τρίτου) που συντελείται με μόνη την επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στην Τράπεζα, «μή κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην»
Αν η αίτηση της Χ για την αναστολή της υποχρέωσης καταβολής του αμφισβητούμενου ποσού του υπόλοιπου 50% του αμφισβητούμενου φόρου απερρίφθη από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, για να ανασταλεί η καταβολή του άλλου μισού (ποσοστού 50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, πρέπει η Χ να καταβάλει το ποσό αυτό (2.438,15 ευρώ). Το ποσό αυτό (2.438,15 ευρώ), πρέπει η Χ να το καταβάλει (το αργότερο) με την παρέλευση 20 ημερών από την υποβολή της αίτησης αναστολής προς τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών. Έστω ότι η Χ καταβάλει τα 2.438,15 ευρώαμέσως μόλις λάβει γνώση της απορριπτικής απόφασης επί της αιτήσεως αναστολής που άσκησε (ή ορθότερα «αμέσως μόλις ΔΕΝ λάβει γνώση», δοθέντος ότι, η αίτηση αναστολής τεκμαίρεται ότι απορρίφθηκε αν εντός 20 ημερών από την υποβολή της δεν κοινοποιήθηκε στη Χ απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών!!!).
Περαιτέρω, έχοντας με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής βεβαιωθεί (και με την απόρριψη της αίτησης αναστολής καταβληθεί ήδη) το 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, αν η Χ δενασκήσει εντός 30 ημερών προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια, τότε (και) το υπόλοιπο ποσοστό του 50% του αμφισβητούμενου φόρου βεβαιώνεται, οπότεθεωρείται πλέονληξιπρόθεσμη προς το δημόσιο οφειλή.
Το ληξιπρόθεσμο (και απαιτητό) ωστόσο της οφειλής, ενεργοποιεί τις διατάξεις του ΚΕΔΕ που προβλέπουν τη διοικητική κατάσχεση στα χέρια της Τράπεζας (ως τρίτου) που συντελείται με ΜΟΝΗ την επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στην Τράπεζα, «μή κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην» (ΚΕΔΕ 30 §§ 1 και 3) !!! Ειδικότερα, στο άρθρο 9 του ν.δ. 356/1974 «Περί Κωδικός Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (Α` 90) ορίζεται ότι: «Τα προς είσπραξιν των δημοσίων εσόδων εφαρμοζόμενα αναγκαστικά μέτρα είναι τα εξής: 1. Κατάσχεσις κινητών, είτε εις χείρας του οφειλέτου, είτε κινητών και απαιτήσεων εν γένει αυτού εις χείρας τρίτου. 2. …» και στο άρθρο 30 ότι: «1. Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου δια κατασχετηρίου εγγράφου μη κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην, περιέχοντος δε: α) το όνομα, επώνυμον, όνομα πατρός του οφειλέτου, β) το ονοματεπώνυμον του τρίτου εις χείρας του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεσις, γ) το ποσόν δια το οποίον επιβάλλεται η κατάσχεσις, δ) πίνακα χρεών του οφειλέτου και ε) χρονολογίαν και υπογραφήν του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου. 2. Δια του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος όπως τα μεν υπ` αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα, κατάθεση εντός οκτώ ημερών εις το Δημόσιον Ταμείον … 3. Από της ημέρας κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου εις τον τρίτον δεν δύναται ούτος να αποδώση προς τον οφειλέτην του Δημοσίου τα κατασχεθέντα χρήματα ή πράγματα, ουδέ δύναται να συμψηφίση προς ανταπαντήσεις του μεταγενεστέρας της κατασχέσεως, της κατασχέσεως επιφερούσης τα αποτελέσματα αυτοδικαίως χωρούσης αναγκαστικής εκχωρήσεως …».
Σημειωτέων ότι, κατά την πολιτική δικονομία, αν προηγηθεί επίδοση στην Τράπεζα (ως τρίτο),τότε «η κατάσχεση είναι άκυρη», αν ΔΕΝ επακολουθήσει επίδοση και στον οφειλέτη μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση στην Τράπεζα. Η τήρηση αυτής της προθεσμίας είναι (κατά την πολιτική δικονομία) απαραίτητη, προκειμένου να δοθεί χρόνος στον καθ’ ού η εκτέλεση οφειλέτη να εναντιωθεί κατά της επισπευδόμενης εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης με την ανακοπή του άρθρου 933 και να ζητήσει παραλλήλως τη δικαστική αναστολή της διαδικασίας κατά το άρθρο 938 ΚΠολΔ.
Ύστερα από αυτές τις παρατηρήσεις γίνεται πια φανερό ότι, η εγκυρότητα της διοικητικής εκτέλεσης δίχως να έχει προηγηθεί ατομική ειδοποίηση της Χ ως οφειλέτη για την επικείμενη επίσπευση εναντίον της διοικητικής εκτέλεσης και ειδικότερα δίχως επίδοση (και) στην Χ του κατασχετηρίου εγγράφου για την κατάσχεση χρηματικής απαίτησης ποσού 2.438,15 ευρώ στα χέρια της Τράπεζας ως τρίτου (πρβλ. ΚΕΔΕ 30 §§ 1 και 3), προσβάλλει τα θεμέλια της ελληνικής και ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης, αφού είναι αντίθετη προς το άρθρο 20 § 2 Σ, το οποίο ανεπιφυλάκτως ορίζει ότι το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης ισχύει δεσμευτικά για το νομοθέτη, για τη διοίκηση και για τα δικαστήρια, και κάθε φορά που λαμβάνεται διοικητικό μέτρο, βλαπτικό για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του διοικουμένου. Επίσης, είναι αντίθετη προς το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και στα άρθρα 17 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.
Οι ανωτέρω αποκλίσεις του ΚΕΔΕ έναντι της κατάσχεσης κατά την πολιτική δικονομία, επαναδιατυπώνονται στο άρθρο 66 ν 4170/2013 με το οποίο προβλέφθηκε ότι προκειμένου ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, οι κοινοποιήσεις του κατασχετηρίου γίνονται με μόνη την κοινοποίηση του πιο πάνω παραστατικού προς τα πιστωτικά ιδρύματα και ενεργούνται μέσω μοναδικών διαμετακομιστικών κόμβων ηλεκτρονικής διασύνδεσης και επικοινωνίας (ηλεκτρονικό κατασχετήριο). [Οι αρμόδιοι υπάλληλοι των 65 εφοριών στις οποίες υπάρχει δικαστικό τμήμα προχωρούν σε ηλεκτρονικό αίτημα προς τις τράπεζες μέσω της ειδικής ηλεκτρονικής υπηρεσίας «Μητρώο καταθετών» για να πληροφορηθούν τα τραπεζικά υπόλοιπα του οφειλέτη!!! Οι τράπεζες απαντούν μέσα σε μερικές ημέρες για τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών του και στη συνέχεια η εφορία εκδίδει και θα αποστέλλει με ηλεκτρονικό τρόπο κατασχετήριο στην τράπεζα. Η τελευταία πρέπει εντός μερικών ημερών να αποδώσει τα χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό του δημοσίου. Μάλιστα, η όλη διαδικασία γίνεται χωρίς καμία ειδοποίηση του οφειλέτη. Σύμφωνα με αρμόδια στελέχη του υπουργείου Οικονομικών η όλη διαδικασία θα πρέπει να ολοκληρώνεται το πολύ σε 16 ημέρες. Δηλαδή από την επίδοση έως και την απόδοση των ποσών στο δημόσιο ταμείο. Στόχος του υπουργείου Οικονομικών είναι να εισπραχθούν φέτος από τη δεξαμενή των ληξιπρόθεσμων χρεών τουλάχιστον 2,2 δισ. ευρώ. Τα συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη των φορολογούμενων προς το δημόσιο ανέρχονται σε περίπου 63 δισ. ευρώ.].
Η ληστρική διάθεση της αυθαίρετης κρατικής εξουσίας της καθ’ ημάς μνημονιακής βαλκανικής που αποπνέει η διάταξη του άρθρου 33 ΚΕΔΕ, κατά την οποία, όπως σημειώθηκε, προβλέπει την απαγόρευση της κοινοποίησης του κατασχετήριου εγγράφου στον ερήμην αποψιλούμενο από την περιουσία του οφειλέτη, έχει ως αποτέλεσμα η Χ να λαμβάνει γνώση της ολοκλήρωσης της ηλεκτρονικής διαδικασίας κατάσχεσης των υπολοίπων των τραπεζικών λογαριασμών της τελευταία (!!!), σε χρόνο δηλαδή ανύποπτο, μόλις επιχειρήσει την πραγματοποίηση συναλλαγής μέσω κάποιου ΑΤΜ, όποτε και θα αντιληφθεί ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού της είναι μηδενικό… Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι οι συνέπειες που επισύρει η διάταξη του άρθρου 33 ΚΕΔΕ είναι υπέρμετρες, σε σημείο τέτοιο, που το δημόσιο να έχει την ευχέρεια αποψίλωσης της περιουσίας της Χ ερήμην της, μέσω της πρόδηλης και κραυγαλέας αντισυνταγματικότητας διαδικασίας καταλογισμού φόρων σε βάρος της, με βάση τις αντικειμενικές δήθεν δαπάνες διαβίωσής της, για ένα σπίτι που έχει στην κυριότητά της από γονική παροχή και στο οποίο διαμένει με το ανήλικο τέκνο της, και για το Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο «ιδιοκτησίας της» 1.300 κ.ε που πληρώνει με δόσεις στην τράπεζα!!!
Η διαδικασία αυτή της αποψίλωσης της περιουσίας της Χ έως του ποσού των 4.876,3 ευρώ περατώνεται, εντός, α) 50 ημερών από την κοινοποίηση της αρχικής πράξεως, για το 50% του αμφισβητούμενου φόρου [30 ημέρες για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και αίτησης (ταυτόχρονα) αναστολής του 50% προς την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών + 20 ημέρες για την απόρριψη (σιωπηρή) της δεύτερης] και β) 120 ημερών από την κοινοποίηση της αρχικής πράξεως, για το υπόλοιπο 50% του αμφισβητούμενου φόρου [30 ημέρες για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής προς τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών για το υπόλοιπο 50% του φόρου + 60 ημέρες για την απόρριψη (σιωπηρή) αυτής + άπρακτη παρέλευση της 30ήμερης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια κατά της αποφάσεως της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών που απορρίπτει την ενδικοφανή προσφυγή]. Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι, η πρόδηλης και κραυγαλέας αντισυνταγματικότητας αυτή διαδικασία, προσβάλλει τα θεμέλια της ελληνικής και ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης, τόσο στο στάδιο α’, της αποψίλωσης δηλ της περιουσίας της Χ για το 50% του φόρου κατά τη διαδικασία ενώπιον (αποκλειστικά) της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, όσο και στο στάδιο β’, της αποψίλωσης δηλ της περιουσίας της Χ για το υπόλοιπο 50% του φόρου μέσω της διαδικασίας της ηλεκτρονικής κατάσχεσης των υπολοίπων των τραπεζικών της λογαριασμών της.
Άσκηση προσφυγής της Χ στα αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα Διοικητικά Δικαστήρια. Αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πράξης, κατά το ποσοστό του πενήντα (μόνο) τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, που δεν έχει ακομη βεβαιωθεί
Κατά της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, η Χ δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου και σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας να ζητήσει τον έλεγχο της πράξης του αμφισβητούμενου συνολικού φόρου 4.876,3 ευρώ κατά το νόμο και την ουσία. Υπενθυμίζεται ότι, στο στάδιο αυτό της δίκης, δύναται να ανασταλεί η εκτέλεση του ποσού των 2.438,15 ευρώ που δεν έχει βεβαιωθεί. Όχιόμως και του υπολοίπου 50% (2.438,15 ευρώ) που έχει ήδη βεβαιωθεί και καταβληθεί [δηλ του 50% του αμφισβητούμενου συνολικού ποσού των 4.876,3 ευρώ που βεβαιώθηκε και καταβλήθηκε στο προηγούμενο στάδιο της «δίκης» ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, στα πλαίσια της απόρριψης της αίτησης αναστολής με αίτημα την αναστολή της υποχρέωσης πληρωμής του 50% του φόρου – βλ. υποπαράγραφο Α.5. αρ. 3 ν. 4152/2013 και του άρθρου 2 ΠΟΛ 1002/31-12-2013 καιάρθρο 63 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή) του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), από τα οποία προκύπτει ότι, τα άρθρα 69 παρ. 2 και 204 παρ 4 ΚΔΔαποκλείουν τη δικαστική αναστολή του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, άλλως ότιθεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό (50%) αναστολή της πράξεως.].
{ Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι, για να ασκήσει η Χ παραδεκτά ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγή, το ύψος του παραβόλου το οποίο καλείται να καταβάλει ανέρχεται στο ύψος 5 ημερομισθίων της (!!!), άλλως αντιστοιχεί στο 1/7 του (μικτού) κατώτατου μισθού του νεοδιοριζόμενου δημοσίου υπαλλήλου, στο 1/5 του (μικτού) μισθού του ανειδίκευτου εργάτη και στο 1/5 της κατώτατης (μικτής) σύνταξης [μετά την ψήφιση και θέση σε εφαρμογή της λεγόμενης «μνημονικής νομοθεσίας» οι νέοι μισθοί στο δημόσιο έχουν διαμορφωθεί σε 780 € μικτά μηνιαίως (για το νεοδιοριζόμενο ΥΕ) (βλ. ν. 4024/2011), στον ιδιωτικό τομέα έχουν διαμορφωθεί σε 417 € καθαρά για τον εργαζόμενο έως 25 ετών (μικτά 510,95 €) και σε 586 € μικτά για τον εργαζόμενο άνω των 25 ετών, ενώ το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη ανέρχεται σε 22,8 € μικτά για τον εργαζόμενο έως 25 ετών και σε 26,18 € (έναντι του 33,5 € που ίσχυε έως τότε) για τον εργαζόμενο άνω των 25 ετών, με την κατώτατη σύνταξη να ανέρχεται σε 487 €]. Σημειωτέων δε, ότι ύστερα από δύο διαδοχικές νομοθετικές επεμβάσεις, το παράβολο που η Χ καλείται να καταβάλει για να αμφισβητήσει ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων τα τεκμαρτά καθαρά (δήθεν) κέρδη, με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης, για το ένα και μοναδικό σπίτι που έχει από γονική παροχή στο οποίο κατοικεί με το ανήλικο τέκνο της και για το Ι.Χ.Ε των 1.300 κ. που πληρώνει με δόσεις, υπέρ-εικοσαπλασιάστηκε σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα [από € 4,40 που οριζόταν μέχρι τις 8.6.2008 ορίστηκε μέχρι την 31.12.2010 σε € 25, ενώ ήδη από 1.1.2011 ορίζεται σε € 100] καταλήγοντας ότι ενόψει τούτου, η επιβάρυνση που συνεπάγεται πλέον για την Χ η υποχρέωση καταβολής του εν λόγω αναπροσαρμοσμένου παραβόλου, το οποίο ισοδυναμεί με το 1/4 του (μικτού) μισθού της (!!!) και το 1/5 της κατώτατης (μικτής) σύνταξης, είναι προφανές, ότι είναι ικανό από τη φύση του να παρεμποδίσει το δικαίωμα της Χ να προσφύγει ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου. Αν μάλιστα συνυπολογιστούν τα λοιπά δικαστικά δαπανήματα (ιδίως η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της, την οποια η Χ είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον να εξοικονομήσει), συνάγεται ότι η πρόσβαση της Χ στη δικαιοσύνη καθίσταται πρακτικά αδύνατη. Το ίδιο ισχύει και για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού. Έτσι, όμως, με τα δεδομένα ιδίως που ισχύουν σήμερα στην ελληνική οικονομία, θίγεται άμεσα ο πυρήνας του σχετικού συνταγματικού δικαιώματος της Χ που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. του Συντάγματος, αλλά αντίκειται ωσαύτως στο άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης (Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και, τέλος, στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. 19/2013 Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Κορίνθου).
Τα έξοδα για την κατάθεση ανακοπής υπολογίζονται σε 183 ευρώ ( τετραπλότυπο γραμμάτιο που περιλαμβάνει ποσό αναφοράς 85 ευρώ + χαρτόσημο 10 ευρώ + φόρος 12,75 ευρώ + ταμεία ΕΤΑΒ κλπ. 10 ευρώ + ένσημα 11,7 ευρώ + κρατήσεις 22,75 ευρώ + 23% ΦΠΑ + συν 26% = 183 ευρώ) + παράβολο των 100 ευρώ (133 συνολικά με τις προσαυξήσεις) = 316 ευρώ. Στα παραπάνω έξοδα προστίθενται 70 ευρώ για τις απαραίτητες κοινοποιήσεις, ήτοι σύνολο εξόδων – δικαστικών δαπανημάτων 386 ευρώ. Τα ίδια έξοδα απαιτούνται και για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Προκύπτει από τα αυτά ότι, για την κατάθεση και κοινοποίηση των εισαγωγικών μόνο της δίκης δικογράφων, απαιτείται υπερβολικά υψηλό ποσό των 772 ευρώ! Σημειωτέων ότι, στα παραπάνω έξοδα δεν περιλαμβάνεται η αμοιβή του δικηγόρου για την σύνταξη των εισαγωγικών της δίκης δικογράφων. Επίσης, δεν περιλαμβάνεται η αμοιβή για την παράσταση δικηγόρου στο δικαστήριο, την προετοιμασία του φάκελου και της υπόθεσης, την σύνταξη υπομνημάτων κλπ }.
Έστω ότι η Χ καταφέρνει και τελικά εξοικονομεί τα χρήματα που απαιτούνται για την κάλυψη των παραπάνω υπερβολικά υψηλών δικαστικών δαπανημάτων. Έστω επίσης ότι εξοικονομεί και την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της. Το πρόβλημα εντωμεταξύ που ανακύπτει είναι ότι, η συχνότητα των τροποποιήσεων και η πληθώρα των νόμων και των πάσης μορφής ερμηνευτικών εγκυκλίων είναι τέτοια, που ο νομικός κόσμος της χώρας πρακτικά αδυνατεί να παρακολουθήσει. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο φορολογούμενος να είναι πρακτικά αβοήθητος – έρμαιο στην κυριολεξία διαδικασιών και μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του, που αντίκεινται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Οι συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό μας σύστημα, οι συχνές τροποποιήσεις των μόλις ψηφισθέντων νόμων, η πληθώρα των ερμηνευτικών εγκυκλίων, οι αντιφατικές ή οι αλληλοαναιρούμενες διατάξεις νόμων και ο συνδυασμός όλων αυτών για την εφαρμογή του φορολογικού συστήματος, έχει εξαντλήσει τον νομικό κόσμο, ο οποίος πλέον αδυνατεί να υπερασπίσει τους πολίτες. Το 2013 δημοσιεύτηκαν -σύμφωνα με στοιχεία των φοροτεχνικών- 30 φορολογικά νομοθετήματα και 2036 Πολυγραφημένες Διαταγές για φορολογικά και ασφαλιστικά θέματα, με αποτέλεσμα ακόμη και οι λογιστές και οι φοροτεχνικοί να αδυνατούν να συνδράμουν τους φορολογούμενους.
Περαιτέρω, στο άρθρο 69 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 ΦΕΚ 97 Α΄) ορίζεται ότι: «1. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Κατ΄εξαίρεση, αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ή αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η άσκηση της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης. Ειδικές διατάξεις οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό αναστολή των πράξεων τούτων διατηρούνται σε ισχύ. 3. Κατά τα λοιπά σε κάθε περίπτωση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 200 έως και 205». Στο άρθρο 200 του ιδίου Κώδικα ορίζεται: «Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής». Στο άρθρο 202, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 3900/2010(ΦΕΚ 213 Α΄) ορίζεται ότι: «1. Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή μόνο εφόσον ο αιτών επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη ή αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο. 2. Ειδικώς επί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της πράξης,κατά το μέρος που συνεπάγεται τη λήψη ενός ή περισσοτέρων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής, εφόσον ο αιτών αποδεικνύει ότι η βλάβη την οποία επικαλείται, προέρχεται από τα μέτρα αυτά. 3. Σε κάθε περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται: α) εάν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης είναι ανεπανόρθωτη, β) αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. 4. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί». [προϊσχύουσα μορφή του άρθρου 202: “1. Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. 2. Αν το δικαστήριο εκτιμά ότι η προσφυγή είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Αντίθετα, η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί, ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, αν το δικαστήριο εκτιμά ότι η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί.”].
Έτσι εχόντων των πραγμάτων, η νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 του ανωτέρω Κώδικα, προκειμένου περί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο,επιβάλει περιορισμούς στην εξουσία του δικαστηρίου της αναστολής, ως προς τον τρόπο με τον οποίο αυτό μπορεί να χορηγήσει προσωρινή δικαστική προστασία στον αιτούντα [εντός των στενών ως άνω ορίων που προδιαγράφει η νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 του ανωτέρω Κώδικα επιβάλει, κρίθηκε από το Ακυρωτικό ότι, περίπτωση πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συντρέχει ιδίως όταν αυτό βασίζεται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και, πάντως, όχι όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του (496/2011 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας)]. Δεδομένων όμως των συνθηκών που επικρατούν στη νομοθετική λειτουργία του κράτους (βλ συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό σύστημα με συνεχείς τροποποιήσεις των νόμων και πληθώρα ερμηνευτικών εγκυκλίων), συνάγεται ότι, υπό τις επικρατούσες συνθήκες, αφενός δεν έχει διαμορφωθεί πάγια νομολογία, αφετέρου ότι,η νομολογία των ανωτέρων δικαστηρίων δεν καλύπτει ευρύ φάσμα νομικών ζητημάτων που έχουν κριθεί με βάση τις νέες ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας Δικαίου.
Στην πράξη λοιπόν, αυτό που το δικαστήριο της αναστολής εξετάζει είναι, α) αν η προσφυγή παρίσταται προδήλως βάσιμη και β) αν ο αιτών επικαλείται και αποδεικνύει ότι συγκεκριμένο αναγκαστικό μέτρο ή μέτρα προς είσπραξη, από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 9 του Ν.Δ. 356/1974 (κατάσχεση κλπ), αν ληφθούν σε ΗΔΗ ΥΠΆΡΧΟΝΤΑ περιουσιακά του στοιχεία, θα του επιφέρουν την επικαλούμενη ανεπανόρθωτη βλάβη, προκειμένου να διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που συνεπάγεται τη λήψη των μέτρων αυτών. Γίνεται από αυτά αντιληπτό ότι, στην δικαστηριακή πρακτική α) σχεδόν ποτέ η προσφυγή δεν είναιπροδήλως βάσιμη και β) επί ενός αστρονομικού φερ ειπείν προστίμου, ο αιτών καλείται να αποδείξει ότι η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως σε ήδη υπάρχοντα περιουσιακά του στοιχεία (όπως μια κατοικία που δεν είναι η πρώτη κατοικία του ή μια σχετικά υψηλή τραπεζική κατάθεση) θα του επιφέρουν ανεπανόρθωτη βλάβη, οπότε δύναται να διαταχθεί από το δικαστήριο η αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που συνεπάγεται τη λήψη των μέτρων αυτών.
Η στάση της νομολογίας σε σχέση με την παράγραφο 3 του άρθρου 202 ΚΔΔ αναφορικά με την «πρόδηλη βασιμότητα» (αντί της «εκτίμησης της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της προσφυγής» καθώς και «οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής» που ισχύει στον πολιτισμένο νομικά κόσμο), αποτυπώνεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο, στα κείμενα των αποφάσεων των δικαστηρίων που εκδίδονται μετά τη θέσπιση και θέση σε εφαρμογή των τροποποιημένων ως άνω άρθρων του Κ.Δ.Δ.
Δεδομένων των περιορισμών που εισάγει η νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 του Κ.Δ.Δ., προκειμένου περί φορολογικών, και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο, στην εξουσία του δικαστηρίου της αναστολής, ως προς τον τρόπο με τον οποίο αυτό μπορεί να χορηγήσει προσωρινή δικαστική προστασία, στις αποφάσεις που πλέον εκδίδονται, κρίνεται ότι, “η παραδοχή ως βασίμων των λόγων της προσφυγής προϋποθέτει ενδελεχή έρευνα της υποθέσης κατά το νόμο και της ουσία της”. Περαιτέρω, κρίνεται ότι, η προσφυγή δεν παρίσταται ως προδήλως βάσιμη και συνεπώς, απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί των αιτούντων. Περάν τούτου, οι κρινόμενες αιτήσεις αναστολής απορρίπτονται (και) για λόγους προφανείς: επειδή οι αιτούντες αδυνατούν να επικαλεστούν και να αποδείξουν ότι συγκεκριμένο αναγκαστικό μέτρο ή μέτρα προς είσπραξη των αναφερομένων στην παράγραφο 2 του άρθρου 202 μέτρων (δηλ από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 9 του Ν.Δ. 356/1974 αναγκαστικά μέτρα της κατάσχεσης κινητών, είτε εις χείρας του οφειλέτου είτε κινητών και απαιτήσεων εν γένει αυτού εις χείρας τρίτου, καθώς και της κατάσχεσης ακινήτων), αν ληφθούν σε ήδη υπάρχοντα περιουσιακά του στοιχεία ή σε απαιτήσεις του οφειλέτη, θα του επιφέρουν την επικαλούμενη ανεπανόρθωτη βλάβη!Συνάγεται από αυτά ότι, η παράγραφος 3 του άρθρου 202 ΚΔΔ περιορίζει πλέον τα δικαστήρια,να διατάξουν σε ήδη υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία ή σε απαιτήσεις την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που συνεπάγεται τη λήψη των μέτρων αυτών,ακομη και στις περιπτώσεις εκείνες που η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της προσφυγής πιθανολογείται σφόδρα! Ομοίως και όταν αποδεικνύεται υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, που η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής!!!! [Δεδομένων των περιορισμών που πλέον εισάγει η νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 του Κ.Δ.Δ., στην εξουσία του δικαστηρίου της αναστολής, ως προς τον τρόπο με τον οποίο αυτό μπορεί να χορηγήσει προσωρινή δικαστική προστασία, χαρακτηριστική είναι περιπτωση της 8/2012 ΔΕΦ ΑΘ με την οποια κρίθηκε μη προδήλως βάσιμος ο λόγος ότι, με την έκδοση εκκαθαριστικού σημειώματος περαίωσης του Ν. 3888/2010 καταβλήθηκαν οι προβλεπόμενοι φόροι περαίωσης, ως εκ τούτου (σύμφωνα με τον ισχυρισμό της αιτούσας) δεν ήταν νόμιμη η διενέργεια επανελέγχου και η έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος. Στην υπόθεση αυτή, ζητήθηκε η αναστολή εκτελέσεως του συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος, οικ. έτους 2007 με το οποίο καταλογίστηκε σε βάρος της αιτούσας ανώνυμης εταιρείας, συμπληρωματικός κύριος φόρος 4.296.995,87 ευρώ και προσαύξηση λόγω ανακρίβειας 4.322.023,12 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό φόρου και προστίμων 8.619.018,99 ευρώ! Μάταια η αιτούσα προέβαλε ότι εάν υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό που θα προβεβαιωθεί, θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, αφού θα επέλθει «σοβαρός αν όχι καταστρεπτικός κλονισμός στην εταιρεία», η οποία υπολειτουργούσε ήδη από το έτος 2007, θα απολυθούν οι εργαζόμενοι, θα βρεθεί σε αδυναμία εκπληρώσεως των ανειλημμένων υποχρεώσεων της, η πελατεία της θα εξαφανισθεί και θα αναγκαστεί να διακόψει τη λειτουργία της.].
Τούτων δοθέντων, την ίδια κατάληξη μέλλεται να έχει και η αίτηση της Χ για την αναστολή εκτελέσεως του 50% του αμφισβητούμενου φόρου που της καταλογίστηκε με βάση τις αντικειμενικές (δήθεν) δαπάνες διαβίωσής της. Κατόπιν της εξέλιξης αυτής, η βεβαία απόρριψη από το δικαστήριο της αίτησης αναστολής, με το σκεπτικό που αποτελεί πάγια πλέον στάση της νομολογίας, σύμφωνα με το οποίο, η παραδοχή ως βασίμων των λόγων της προσφυγής της Χ προϋποθέτει ενδελεχή έρευνα της υπόθεσης κατά το νόμο και της ουσία της, και συνεπώς η προσφυγή της δεν παρίσταται ως προδήλως βάσιμη, θα έχει ως συνέπεια να βεβαιωθεί και το υπόλοιπο 50% του αμφισβητούμενου φόρου!!! Έτσι από το σύνολο του φόρου ύψους 4.876,3 ευρώ που της καταλογίστηκε και έχει ήδη κατά το ήμισυ καταβληθεί στο στάδιο της «δίκης» ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, με την απόρριψη της αίτησης αναστολής από το δικαστήριο θα βεβαιωθεί και το υπόλοιπο ποσό των 2.438,15 ευρώ!!! Σε αυτή την περιπτωση ακολουθούν αναγκαστικά μέτρα προς είσπραξη του ποσού των 2.438,15 ευρώ, με κατάσχεση κινητών είτε εις χείρας της, είτε κινητών και απαιτήσεων εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και της κατάσχεσης του διαμερίσματός της στο οποίο κατοικεί με το ανήλικο τέκνο της. Ως προς την κατάσχεση των υπολοίπων των τραπεζικών λογαριασμών της στα χέρια των πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων μέσω της διαδικασίας της κοινοποίησης σε αυτά ηλεκτρονικού κατασχετηρίου, κατά την οποία όπως σημειώθηκε, προβλέπεται η απαγόρευση της κοινοποίησης του κατασχετήριου εγγράφου στην ερήμην αποψιλούμενη από την περιουσία της Χ, να σημειωθεί ότι, η Χ έχει πλέον τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση της απόρριψης της αίτησης αναστολής από… τα ΑΤΜ των Τραπεζών!!! Τούτο διότι, από το μηδενικό υπόλοιπο των τραπεζικών λογαριασμών της από το οποίο συνάγεται η ολοκλήρωση της ηλεκτρονικής διαδικασίας κατάσχεσης, μπορεί να συνάγει (και) την απόρριψη της αίτησης αναστολής από το δικαστήριο, δίχως να απαιτείται προς τούτο η παρακολούθηση της δικαστικής πορείας της υποθέσεως από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της.
Συνάγεται από αυτά ότι η παραπάνω πρόβλεψη του άρθρου 202 του Κ.Δ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ 213 Α΄) και ισχύει από 1.1.2011 που προβλέπει, προκειμένου περί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, ως λόγο αναστολής,«την πρόδηλη βασιμότητα του ένδικου μέσου ή βοηθήματος» αντί της «εκτίμησης της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της προσφυγής» και της «ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης που τυχόν απειλείται από την άμεση εκτέλεση της δικαστικής απόφασης σε βάρος της» που ισχύει στον πολιτισμένο νομικά κόσμο, θίγει στον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται από τα προαναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ.
Η πρόβλεψη της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 σύμφωνα με την οποία ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι άλλως η ασκηθείσα έφεση είναι απαράδεκτη
Η πρόβλεψη της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 σύμφωνα με την οποία ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι άλλως η ασκηθείσα έφεση είναι απαράδεκτη, θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται από τα το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Επίσης αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, διότι το δικαίωμα καθίσταται σαφώς δυσχερέστερο (αν όχι αδύνατο), καθώς στην πράξη δεν υπάρχει δυνατότητα αναστολής της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου διότι αυτή διατάσσεται «μόνο αν το ένδικο μέσο κρίνεται προδήλως βάσιμο» [άρθρο 93 παρ. 3: «Προκειμένου για χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό 50% του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη Απόφαση, κύριου φόρου, δασμού, ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209 Α» και άρθρο 209Α του ως άνω Κ.Διοικ.Δικ., που προστέθηκε, μετά το άρθρο 209, με το άρθρο 38 του ν.3900/2010 (φ. Α΄213) και ισχύει από 1.1.2011 που προβλέπει ότι «Ειδικώς στιςφορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, στις οποίες η Προθεσμία ή η άσκηση του ένδικου μέσου δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης Απόφασης, μπορεί ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο, να ανασταλεί με συνοπτικά αιτιολογημένη Απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της Απόφασης αυτής, μόνο αν το ένδικο μέσο κρίνεται ως προδήλως βάσιμο».]. Ως ανωτέρω ελέχθη, περίπτωση πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συντρέχει ιδίως όταν αυτό βασίζεται σε πάγια νομολογία και, πάντως,όχι όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του.
Κατά συνέπεια, στις πλείστες των περιπτώσεων, δεν πληρείται η προϋπόθεση για τη χορήγηση αναστολής, διότι «ελλείψει πάγιας νομολογίας» δεν μπορεί να πιθανολογηθεί από το δικαστήριο της αναστολής η «πρόδηλη βασιμότητα» του κυρίου ενδίκου μέσου, με αποτέλεσμα το σύνολο σχεδόν των αιτήσεων αναστολής να απορρίπτονται. Άρα στο στάδιο αυτό της δίκης, για να ασκήσει ο φορολογούμενος παραδεκτά έφεση, υποχρεούται να καταβάλει το υπόλοιπο 50% του αμφισβητούμενου δικαστικά ποσού της προσβαλλόμενης πράξης που βεβαιώνεται άμεσα με την δημοσίευση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου [το πρώτο 50% βεβαιώθηκε άμεσα κατά την έκδοση της δυσμενούς πράξης κατά του φορολογούμενου], δίχως ο φορολογούμενος να έχει στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να επιτύχει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης που εξέδωσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με αποτέλεσμα να στερείται της δυνατότητας να εκθέσει τα παράπονα του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (αν αδυνατεί να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι στην περίπτωση αυτή η ασκηθείσα έφεση είναι απαράδεκτη). Και ναι μεν με την παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 προβλέπεται τυπικά νομοθετικώς η άσκηση ενδίκου μέσου ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, πλην όμως κατά την κοινή πείρα, όπως αυτή διαμορφώνεται από τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα στη Χώρα, όπως τις γνωρίζουμε και εκτέθηκαν παραπάνω, η ρύθμιση αυτή, αποτελεί ανεπίτρεπτο συνταγματικά περιορισμό που λόγω της οικονομικής αδυναμίας των σκληρά φορολογούμενων πολιτών να καταβάλλουν το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου (με συνέπεια τυχόν ασκηθείσα έφεση να είναι απαράδεκτη), οδηγεί στον αποκλεισμό ουσιαστικά του δικαιώματος πρόσβασης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό τον πυρήνα του δικαιώματος σε έννομη προστασία και στερώντας τον πολίτη από τον φυσικό του Δικαστή.
Ανακοπή της Χ κατά του νόμιμου τίτλου εκτελέσεως
Στο σημείο αυτό της διαδικασίας, τίθεται επιτακτικά το ερώτημα, αν θα μπορουσε η Χ με ανακοπή που τυχόν ασκήσει στο επόμενο στάδιο της λήψεως συγκεκριμένων μέτρων εκτελέσεως (κατασχετήριο έκθεση κλπ) να προσβάλει τον νόμιμο τίτλο, ή/και να προβάλει αντιρρήσειςουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, καθώς και να αμφισβητήσει το κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης του Δημοσίου. Δεδομένου μάλιστα ότι η ατομικές ειδοποιήσεις και οι καταλογιστικές πράξεις γνωστοποιούνται στον οφειλέτη του δημοσίου δια απλού ταχυδρομείου και άρα μπορεί ο τελευταίος να λάβει γνώση αυτών δια της επιδόσεως της έκθεσης κατασχέσεως (σε χρόνο δηλ μεταγενέστερο, κατά τον οποίο έχει εκπνεύσει η προθεσμία για την άσκηση ενδικοφανούς ή/και δικαστικής προσφυγής), τίθεται ο προβληματισμός, αν θα μπορουσε η Χ στο στάδιο αυτό της επιδόσεως της έκθεσης κατασχέσεως, με ανακοπή που τυχόν ασκήσει, να προβάλει αντιρρήσειςουσιαστικού δικαίου και να αμφισβητήσει το κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης του Δημοσίου. Επίσης, αν στην περίπτωση αυτή, για όσο χρόνο εκκρεμεί η ανακοπή, θα μπορούσε να υποβληθεί από την ανακόπτουσα Χ, αίτηση για την αναστολή εκτέλεσης των προσβαλλόμενων πράξεων.
Κατά τις προϊσχύουσες διατάξεις του ΚΕΔΕ, με την ανακοπή του άρθρου 73 ΚΕΔΕ επιτρεπόταν η προβολή κάθε αντίρρησης, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, καθώς και η αμφισβήτηση του κατ’ ουσίαν βάσιμου της απαίτησης του Δημοσίου. Οι από το άρθρο 73 ΚΕΔΕ λόγοι ανακοπής ήταν απεριόριστοι υπό την έννοια ότι οποιοδήποτε ελάττωμα της απαίτησης (δημόσιου εσόδου) της βεβαιωτικής διαδικασίας και γενικά του φερόμενου ως νόμιμου τίτλου, της ατομικής ειδοποίησης κ.λ.π, ήταν δυνατό να αποτελέσει λόγο της ανακοπής του άρθρου 73 ΚΕΔΕ [ΑΠ 1549/1998].
Ωστόσο, με το άρθρο 216 Κ.Δ.Δ., όπως ισχύει μετά της τροποποιήσεώς του με τους ν.3659/2008, 3900/2010 και 4055/2012, προβλέφθηκε ότι “στις υπό τον πρώτο τίτλο, ρυθμίσεις του Τμήματος τούτου υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά τη σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), είσπραξη των δημόσιων εσόδων, εκτός αν τα έσοδα αυτά αναφέρονται σε απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου”. Έτσι, από θεσπίσεως του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, τα δικονομικά ζητήματα παροχής δικαστικής προστασίας κατά την εκτέλεση διέπονται πλέον από τα άρθρα 216 επ. αυτού και όχι από τα άρθρα 73 επ. του ΚΕΔΕ. Τα σχετικά άρθρα του ΚΕΔΕ παραμένουν εν ισχύει και εφαρμόζονται μόνον από τα πολιτικά δικαστήρια στις διαφορές που ανακύπτουν από τις ιδιωτικές απαιτήσεις του Δημοσίου. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα η ανακοπή να μην είναι πλέον ενιαία για τις δύο δικαιοδοσίες. Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο ανακοπέςδιαφορετικής δικονομικής λογικής (Τσιρώνας Α: Η δικαστική προστασία κατά την έναρξη διοικητικής εκτελέσεως υπό το φως των δυο δικαιοδοσιών, Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου 2008, σελ. 596-597).
Περαιτέρω, το άρθρο 217 Κ.Δ.Δ., όπως ισχύει, μετά της τροποποιήσεώς του με τους ν.3659/2008, 3900/2010 και 4055/2012 του Κ.Δ.Δ. απαριθμεί ενδεικτικά τις πράξεις διοικητικής εκτελέσεως κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί το ένδικο βοήθημα της ανακοπής: ι) ταμειακή βεβαίωση εσόδου, ιι) κατασχετήριο έκθεση, ιιι) πρόγραμμα πλειστηριασμού, ιν) έκθεση πλειστηριασμού και ν) πίνακα κατατάξεως [από της τροποποιήσεώς τουαπουσιάζουν από την απαρίθμηση αυτή η ατομική ειδοποίηση και ο νόμιμος τίτλος]. Ακόμη, στο άρθρο 224 του ανωτέρω Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. . . . 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. . . .». Εξάλλου, στο άρθρο 225 του ίδιου νομοθετήματος ορίζεται ότι: «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή την τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής».
Εκ του προαναφερθέντος άρθρου 217 εν συνδυασμό προς το άρθρο 224 παρ. 4 ΚΔΔ συνάγεται ότι, και’ αρχήν, αποκλείεται πλέον η ευθεία δι’ ανακοπής προσβολή του νομίμου τίτλου και, και’ εξαίρεσιν, επιτρέπεται μόνον ο περιορισμένος παρεμπίπτων έλεγχος αυτού. Αντιθέτως, επί διαφορών του ΚΕΔΕ υπαγομένων στα πολιτικά δικαστήρια η δυνατότητα προσβολής του νομίμου τίτλου εξακολουθεί να υπάρχει, εναρμονιζόμενη προς τα ισχύοντα από τα άρθρα 933 επ. ΚπολΔ … (Τσιρώνας Α.: ε.α., σελ. 606-607 και Φαλτσή – Γεσιου Πελαγία: Εγχειρίδιο αναγκαστικής εκτελέσεως, 2011. Σελ 275-276). Επιπλέον, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας περιέχει την ασφαλιστική (υποτίθεται) δικλείδα για τον οφειλέτη, της διάταξης του άρθρου 224 παρ. 4, κατά την οποία εν περιπτώσει ανακοπής κατά ταμειακής βεβαιώσεως, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά νόμον και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφ’ όσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχο του κατά νόμο και ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι, σύμφωνα με τιςπροϊσχύουσεςδιατάξεις του Κ.Δ.Δ. και Κ.Ε.Δ.Ε., για τον οφειλέτη του δημοσίου, κατά της καταλογιστικής πράξης, που αποτελεί το νόμιμο τίτλο, προβλεπόταν η άσκηση προσφυγής στα νομίμως λειτουργούντα Διοικητικά Δικαστήρια, οπότε ορθώς δεν προβάλλονταν παραδεκτά σχετικά παράπονα το πρώτον με την ανακοπή του ΚΕΔΕ. Τούτο διότι, ο φορολογούμενος είχεδικαίωμα ασκήσεως δικαστικής προσφυγής κατά του νόμιμου τίτλου και άρα, απαραδέκτως έβαλε κατ’ αυτού με την ανακοπή κατά των πράξεων ταμειακής βεβαίωσης της φορολογικής οφειλής ή του προστίμου.
Ωστόσο, ο έλεγχος του νομίμου τίτλου με το «ένδικο βοήθημα» της ενδικοφανούς προσφυγής [το οποίο ασκείται παραδεκτά (και αναστέλλει το 50% του αμφισβητούμενου φόρου) υπό την προϋπόθεση καταβολής του υπολοίπου ποσοστού 50%, για την αναστολή υποχρέωσης πληρωμής του οποίου την αποκλειστική δικαιοδοσία έχει πλέον η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών], που επιτρέπει (υποτίθεται) τον έλεγχο του νόμιμου τίτλου κατά τον νόμο και την ουσία (!), είναιαποτελεσματικός, διότι η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ΔΕΝ συνιστά όργανο που εκπληρώνει τις τεθείσες από άρθρου 6 της ΕΣΔΑ θεμελιώδεις εγγυήσεις. Ειδικότερα, δεν διασφαλίζει τηνανεξαρτησία απέναντι στην εκτελεστική εξουσία και τους διαδίκους, ούτε την πληρότητα της δικαιοδοσίας, διότι ως ανωτέρω ελέχθη, υπόκειται στον έλεγχο Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και, μέσω αυτής, σε εκείνον του υπουργού Οικονομικών. Επίσης, στελεχώνεται από πρόσωπα τα οποία ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ (ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΝΟΜΙΚΟΙ) (!!!) αλλά υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών, με αποτέλεσμα να αναιρείται η ελεύθερη πρόσβαση του οφειλέτη σε αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα Δικαστήρια.
Επιπλέον, η τήρηση της διαδικασίας ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών δεν διασφαλίζει σε εκείνον που αμφισβητεί την καταλογιστική πράξη φόρου, δασμού, προστίμου κτλ, που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη φορολογική αρχή, με αίτησή του να ζητήσει (μεταγενέστερα) από το δικαστήριο να ανασταλεί, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, διότι η ενδικοφανής προσφυγή και η αίτηση αναστολής εκτελέσεως της υποχρέωσης καταβολής του 50% του αμφισβητούμενου φόρου που ασκηθήκαν ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, ούτε αποτελεσματικά, ούτε διαθέσιμα στη θεωρία και την πράξη ένδικα μέσα ήταν, ούτε ικανά να παράσχουν επανόρθωση ως προς τις αιτιάσεις του οφειλέτη ήταν, ούτε βεβαίως παρουσίαζαν εύλογες πιθανότητες ευδοκίμησης. Διότι και στην περίπτωση ακόμη που –μετά την ενδικοφανή προσφυγή- ακολουθήσει η άσκηση προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια, η αίτηση για την αναστολή εκτέλεσης από το δικαστήριο της προσβαλλόμενης πράξης, κατά το μέρος που συνεπάγεται τη λήψη ενός ή περισσοτέρων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης για τον εξαναγκασμό της είσπραξης της οφειλής, είτε αποκλείει την αναστολή του αμφισβητούμενου ποσού της πράξηςγια ολόκληρο το ποσό, είτε -στην καλύτερη περίπτωση- θεσπίζει την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό (50%) αναστολή της πράξεως [υποπαράγραφος Α.5. αρ. 3 ν. 4152/2013, άρθρο 2 ΠΟΛ 1002/31-12-2013 και άρθρα 69 παρ. 2 και 204 παρ 4 ΚΔΔ ].
Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι, το «ένδικο βοήθημα» της ενδικοφανούς προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του ένδικου βοηθήματος της παραγράφου 4 του άρθρου 224 Κ.Δ.Δ «που επιτρέπει τον έλεγχό του νόμιμου τίτλου κατά το νόμο και την ουσία», ώστε ο οφειλέτης του δημοσίου, κατά της καταλογιστικής πράξης, που αποτελεί το νόμιμο τίτλο, να μην δικαιούται να προβάλλει παραδεκτά σχετικά παράπονα το πρώτον με την ανακοπή του, διότι το δικαίωμα ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής κατά του νόμιμου τίτλου, δεν συνιστά δικαίωμα άσκησηςαποτελεσματικής προσφυγής και συνεπώς, παραδεκτώς μπορεί να βάλει κατ’ αυτού με την ανακοπή κατά των πράξεων ταμειακής βεβαίωσης της φορολογικής οφειλής ή του προστίμου.
[Το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούν οι τροποποιημένες ως άνω διατάξεις, που αποκλείουν πλέον, τόσο την ευθεία δι’ ανακοπής προσβολή του νομίμου τίτλου, όσο και, κατ εξαίρεσιν, τον περιορισμένο παρεμπίπτων έλεγχο αυτού «όταν προβλέπεται κατά του νόμιμου τίτλου ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχο αυτού κατά το νόμο και την ουσία», γίνεται εμφανές, όταν το δικάζον την ανακοπή δικαστήριο καλείται να κρίνει ισχυρισμό που προβάλλεται (με σώρευση πιθανόν και προσφυγής), που βασίζεται στην αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των ενοχών όπως καθιερώνεται στον Α.Κ από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, και στοχεύει στην οριοθέτηση της παροχής και στην επαναφορά της ισορροπίας των παροχών που διαταράχθηκε από διάφορα περιστατικά – προβλεπτά ή απρόβλεπτα – με κριτήρια αντικειμενικά, για την ασφάλεια των συναλλαγών και γενικότερα του δικαίου. Επίσης, όταν ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθιερώνονται στον Α.Κ από τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, υπό τις οποίες παρέχεται σε αυτόν το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλής στο μέτρο που αρμόζει, ή και την ανυπαρξία της οφειλής προς το Δημόσιο όταν α) μεταβλήθηκαν τα περιστατικά, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, η επιδίωξη της ικανοποίησης της απαίτησης του δημοσίου δεν δικαιολογείται πλέον, β) η μεταβολή είναι μεταγενέστερη της πράξεως καταλογισμού, πρόσθετα δε,μεταγενέστερη του χρόνου κατά τον οποίο μπορουσε να ασκηθεί το ένδικο βοήθημα που επέτρεπε τον έλεγχο του νόμιμου τίτλου κατά τον νόμο και την ουσία και οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφτούν κατά το χρόνο που αποκτήθηκε από το δημόσιο ο νόμιμος τίτλος, γ) από την μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής του δημοσίου να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα έκτακτων και απρόβλεπτων περιστατικών που κατά το χρόνο που αποκτήθηκε από το δημόσιο ο νόμιμος τίτλος δεν μπορούσε κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων να προβλεφθεί και προκλήθηκαν από ασυνήθιστα γεγονότα, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ, είναι η οικονομική κατάρρευση των Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης, σε σχέση με την αδιανόητη απαίτηση του Δημοσίου, της υποχρεωτικής καταβολής εξοντωτικών εισφορών, κατά τρόπο που οι απρόβλεπτες συνθήκες που συντρέχουν, να καθιστούν για τους συμβληθέντες ασφαλισμένους την οφειλόμενη παροχή υπέρμετρα επαχθή. Είναι από αυτά προφανές ότι, δεν μπορεί να αποκλειστει στον ασφαλισμένο που κατά το στάδιο της λήψεως συγκεκριμένων μέτρων εκτελέσεως ασκεί ανακοπή, τόσο η ευθεία δι’ ανακοπής προσβολή του νομίμου τίτλου, όσο και, ο παρεμπίπτων έλεγχος αυτού με αίτημα την αναπροσαρμογή του οφειλόμενου ποσού αλλά και της περιοδικής παροχής, μετά από συμβατική ή νόμιμη (αντικειμενική) αναπροσαρμογή, με βάση, εφόσον εξαιτίας απρόβλεπτων περιστάσεων επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση της δυνατότητας των Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης να παρέχουν στους ασφαλισμένους τις οφειλόμενες κοινωνικές παροχές, ώστε με τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του δημοσίου στην καταβολή της αρχικώς συμφωνημένης ασφαλιστικής εισφοράς να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα, που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, η αναπροσαρμογή του στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη. Σημειωτέων ότι, η μεταβολή στο συγκεκριμένο παράδειγμα των συνθηκών είναι μεταγενέστερη του χρόνου κατά τον οποίο μπορουσε να ασκηθεί ένδικο βοήθημα που επέτρεπε τον έλεγχο του νόμιμου τίτλου κατά τον νόμο και την ουσία. Επίσης,οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφτούν κατά το χρόνο που αποκτήθηκε από το δημόσιο ο νόμιμος τίτλος.].
Περαιτέρω, το άρθρο 228 Κ.Δ.Δ., όπως ίσχυε, προ της τροποποιήσεώς του με τα άρθρα 67 παρ. 2 του Ν. 3900/2010 και 326 παρ. 8 του Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86), όριζε στην παράγραφο 1 ότι: «1. Η προθεσμία άσκησης, καθώς και η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. Στις περιπτώσεις α’… ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 217, ενόσω εκκρεμεί η ανακοπή, μπορεί να υποβληθεί, από τον ανακόπτοντα, αίτηση αναστολής της εκτέλεσης των προσβαλλόμενων πράξεων» και στην παράγραφο 2, μεταξύ άλλων ότι, για την εκδίκαση της αιτήσεως αναστολής εφαρμόζονται αναλογικώς οι διατάξεις των άρθρων 200 έως 209 Κ.Δ.Δ. Εξ άλλου, στο άρθρο 202 παρ. 1 Κ.Δ.Δ., όπως ίσχυε πριν την ψήφιση και θέση σε εφαρμογή της λεγόμενης «μνημονιακής νομοθεσίας», οριζόταν ότι: «Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούνταβλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. 2. Αν το δικαστήριο εκτιμά ότι η προσφυγή είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Αντίθετα, η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί, ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, αν το δικαστήριο εκτιμά ότι η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί.».
Ωστόσο στο άρθρο 228 του ίδιου κώδικα όπως πλέον ισχύει μετά της τροποποιήσεώς του με τα άρθρα 67 παρ. 2 του Ν. 3900/2010 και 326 παρ. 8 του Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86), προβλέφθηκε ότι, «1. Η Προθεσμία άσκησης, καθώς και η άσκηση ανακοπής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης (…) Στις Περιπτώσεις α`, β` και δ` του άρθρου 217 και για όσο χρόνο εκκρεμεί η ανακοπή μπορεί να υποβληθεί από τον ανακόπτοντα αίτηση για την αναστολή της εκτέλεσης των προσβαλλόμενων πράξεων. 2. Καθ` ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, για την εκδίκαση της αίτησης της προηγούμενης παραγράφου, είναι το κατά το άρθρο 218 δικαστήριο, εφόσον σε αυτό εκκρεμεί η ανακοπή, το οποίο και εκδικάζει την αίτηση κατά τη Διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 200 έως και 209, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.
Στο άρθρο 202, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ 213 Α΄) ορίζεται ότι: «1. Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή μόνο εφόσον ο αιτών επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη ή αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο. 2. Ειδικώς επί φορολογικών,τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της πράξης, κατά το μέρος που συνεπάγεται τη λήψη ενός ή περισσοτέρων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής, εφόσον ο αιτών αποδεικνύει ότι η βλάβη την οποία επικαλείται, προέρχεται από τα μέτρα αυτά. 3. Σε κάθε περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται: α) εάν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη,ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης είναι ανεπανόρθωτη β) αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. 4. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί».
Η στάση της νομολογίας σε σχέση με την παράγραφο 3 του άρθρου 202 ΚΔΔ αναφορικά με την«πρόδηλη βασιμότητα» (αντί της «εκτίμησης της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της προσφυγής» καθώς και «οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής» που ισχύει στον πολιτισμένο νομικά κόσμο), αποτυπώνεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο, στα κείμενα των αποφάσεων των δικαστηρίων που εκδίδονται μετά τη θέσπιση και θέση σε εφαρμογή των τροποποιημένων ως άνω άρθρων του ΚΔΔ (βλ. προηγούμενο Κεφάλαιο 3 σελ. 24 έως 30).
Τούτων δοθέντων, η αίτηση της Χ για την αναστολή εκτελέσεως του συνόλου του αμφισβητούμενου φόρου κατά το στάδιο αυτό της διαδικασίας λήψεως αναγκαστικών μέτρων προς είσπραξη του ποσού των 4.876,3 ευρώ, που της καταλογίστηκε με βάση τις αντικειμενικές (δήθεν) δαπάνες διαβίωσής της, μέλλεται να απορριφθεί με το σκεπτικό που αποτελεί πάγια πλέον στάση της νομολογίας, σύμφωνα με το οποίο, η παραδοχή ως βασίμων των λόγων ανακοπής της Χ προϋποθέτειενδελεχή έρευνα της υπόθεσης κατά το νόμο και της ουσία της, και συνεπώς η ανακοπή που άσκησεδεν παρίσταται ως προδήλως βάσιμη. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να βεβαιωθεί το σύνολο του φόρου ύψους 4.876,3 ευρώ, για το οποίο λήφθησαν αναγκαστικά μέτρα προς είσπραξή του!!! Επί απορρίψεως συνεπώς της αίτησης αναστολής της Χ, ακολουθούν αναγκαστικά μέτρα προς είσπραξή του ποσού αυτού, με κατάσχεση κινητών είτε εις χείρας της, είτε κινητών και απαιτήσεων εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και της κατάσχεσης του διαμερίσματός της στο οποίο κατοικεί με το ανήλικο τέκνο της.
Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι, οι συνέπειες που επισύρουν οι διατάξεις που τέθηκαν σε εφαρμογή από της τροποποιήσεως του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που αποκλείουνπλέον σε εκείνον που κατά το στάδιο της λήψεως συγκεκριμένων μέτρων εκτελέσεως ασκεί ανακοπή, τόσο την ευθεία δι’ανακοπής προσβολή του νομίμου τίτλου, όσο και, κατ εξαίρεσιν, τον περιορισμένο παρεμπίπτων έλεγχο αυτού, με την «παραδοχή» ότι η ενδικοφανής προσφυγή συνιστά δήθεν αποτελεσματικόένδικο βοήθημα που προβλέπεται κατά του νόμιμου τίτλου που επιτρέπει τον έλεγχο αυτού κατά το νόμο και την ουσία, είναι υπέρμετρες, σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση του υπόχρεου φορολογούμενου στα αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα Διοικητικά Δικαστήρια, με αποτέλεσμα να θίγεται άμεσα ο πυρήνας του σχετικού συνταγματικού δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Συντάγματος, αλλά αντίκειται ωσαύτως και στο άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης (Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και, τέλος, στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού τα ένδικα μέσα που προβλέπονται για την προσβολή του νομίμου τίτλου στα πλαίσια της «δίκης» ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, ούτε αποτελεσματικά, ούτε διαθέσιμα στη θεωρία και την πράξη ένδικα μέσα είναι, ικανά να παράσχουν επανόρθωση ως προς τις αιτιάσεις του οφειλέτη του δημοσίου.
Επίσης, η παραπάνω πρόβλεψη του άρθρου 202 του Κ.Δ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ 213 Α΄) και ισχύει από 1.1.2011 που προβλέπει, προκειμένου περί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, ως λόγο αναστολής, «την πρόδηλη βασιμότητα του ένδικου μέσου ή βοηθήματος» αντί της «εκτίμησης της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της προσφυγής» και της «ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης που τυχόν απειλείται από την άμεση εκτέλεση της δικαστικής απόφασης σε βάρος της» που ισχύει στον πολιτισμένο νομικά κόσμο, θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται από τα προαναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ.
Πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής (άρθρο 57 του Νόμου 4174/2013)
Περαιτέρω, στο άρθρο 57 του Νόμου 4174/2013 («Κώδικας Φορολογικών Διαδικασιών») ορίζεται ότι: Άρθρο 57 (Πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής). «Αν οποιοδήποτε ποσό φόρου δεν καταβληθεί το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας καταβολής, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του φόρου που δεν καταβλήθηκε εμπρόθεσμα. Αν το ποσό του φόρου καταβληθεί μετά την πάροδο ενός έτους από την εκπνοή της νόμιμης προθεσμίας καταβολής το παραπάνω πρόστιμο ανέρχεται σε είκοσι τοις εκατό (20%) του φόρου. Αν το ποσό του φόρου καταβληθεί μετά την πάροδο δύο (2) ετών από την εκπνοή της νόμιμης προθεσμίας καταβολής το παραπάνω πρόστιμο ανέρχεται σε τριάντα τοις εκατό (30%) του φόρου.
Το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, με το οποίο, α) το έγκλημα της φοροδιαφυγής καθορίστηκε ως έγκλημα διαρκές και β) καθορίζονται διαφορετικά πλαίσια ποινής
Με τη νέα μορφή της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, καθορίζονται διαφορετικά πλαίσια ποινής, και με το εδάφιο 2 αυτού ορίστηκε ότι «χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής», ως εξής: «1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ , β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α` υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων. Επίσης, με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι «Η αναστολή της παραγραφής χρεών, κατώτερων του ποσού των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση ποινικής δίωξης, λήγει με τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραγραφή συνεχίζεται και δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο έτους από τη λήξη της αναστολής» και με την παρ. 7 ότι «η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής». Τέλος με την παρ. 9 ορίζεται ότι «προκειμένου περί χρεών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ήδη ληξιπρόθεσμων κατά την έναρξη ισχύος της παρούσης παραγράφου, τα ποινικά αδικήματα των περιπτώσεων α`, β`, γ` και δ` της παραγράφου αυτής, τελούνται με τη συνέχιση της μη καταβολής τους μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.». Έτσι το έγκλημα της φοροδιαφυγής καθορίστηκε ως έγκλημα διαρκές ή εν πάση περιπτώσει ημι-διαρκές, το πρώτον, με το τελευταίο αυτό εδάφιο 2 του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, ενώ κατά την προϊσχύουσα μορφή της διάταξης ισχύαν οι κοινές περί του χρόνου τέλεσης και περί του χρόνου έναρξης τηςπαραγραφής των εγκλημάτων διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 ΠΚ.
[Προϊσχύουσα μορφή: άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004 του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1- 2004 με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και οριζόταν έως την τροποποίησή του ότι «η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ ή του τελωνείου προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Τέλος, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 34 του Ν. 3220/2004, η παράγραφος 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, αντικαθίσταται ως εξής: «7. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής»].
Πρόβλεψη Bonus για τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ως ποσοστό επί των εισπράξεων που υπερβαίνουν τον ετήσιο στόχο
Τέλος με την διάταξη 6 β της υποπαραγράφου Ε .2 του Ν. 4093/2012 (Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016) προβλέπεται ότι, «Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να προβλέπεται ετήσια ειδική ανταμοιβή (bonus) του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ως ποσοστό επί των εισπράξεων της Γενικής Γραμματείας που υπερβαίνουν τον ετήσιο στόχο».
Αθήνα 13 Μαρτίου 2014
Ο καταγγέλλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου