ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΔΕ ΣΤΗ Γ.Σ. ΤΗΣ 16ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017 18 Δεκεμβρίου 2017/in
Ανακοινώσεις /
Ομιλία του Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
κ. Χριστόφορου Σεβαστίδη
στη Γ.Σ. της 16ης Δεκεμβρίου 2017
Σας καλωσορίζω στην ετήσια τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τους εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων που τιμούν με την παρουσία τους τις εργασίες της Γενικής μας Συνέλευσης, η οποία από άποψη συμμετοχής ξεπέρασε και φέτος κάθε προηγούμενο. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η πρωτοφανής μαζικότητα της περσινής μας Συνέλευσης δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε συγκυριακή αλλά αντανακλά τις μεγάλες προσδοκίες του Δικαστικού Σώματος από την Ένωσή του. Στο δρόμο που χαράξαμε από πέρσι πορευόμαστε μέχρι σήμερα με λόγο ευθύ, καθαρό, κατανοητό από την κοινωνία. Τα θέματα που επιλέξαμε για συζήτηση την σημερινή ημέρα έχουν στραμμένο το βλέμμα ιδίως στους κινδύνους που απειλούν τις σύγχρονες δημοκρατίες με την μεθοδική και συστηματική εγκατάλειψη της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών. Σε δεύτερο επίπεδο θα ασχοληθούμε με τις άμεσες προτεραιότητες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Δικαιοσύνη στη Χώρα μας.
Δικαστική ανεξαρτησία: Ένα ζητούμενο διαχρονικό και διεθνές. Συμπεράσματα και προβληματισμοί στην 60η Ετήσια Γενική Συνέλευση της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών.
Το Σύνταγμα κατοχυρώνει με μια σειρά διατάξεών του την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των Δικαστών ενώ στο κεφαλαιώδες άρθρο 26 διασφαλίζεται η αρχή της διάκρισης των τριών κρατικών λειτουργιών. Αρκεί όμως η πρόβλεψη αρχών και δικαιωμάτων σε ένα νομοθετικό κείμενο, ακόμα κι’ αν αυτό είναι ο θεμελιώδης Νόμος του Κράτους, ώστε αυτές οι αρχές και τα δικαιώματα να γίνουν πράξη; Την απάντηση στο ρητορικό αυτό ερώτημα τη δίνει η κοινωνική εμπειρία που αποκτάται σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, όταν ατομικά και κυρίως κοινωνικά συνταγματικά δικαιώματα παραμερίζονται στο βωμό ικανοποίησης οικονομικών συμφερόντων. Πολλές φορές οι πολίτες αναρωτιούνται για το εάν η Δικαιοσύνη ως θεσμός είναι πράγματι ανεξάρτητη και εάν αποδίδει δίκαιο. Η Δικαιοσύνη λοιπόν είναι τόσο δίκαιη όσο και ο νόμος που καλείται να εφαρμόσει και είναι τόσο ανεξάρτητη όσο της το επιτρέπει το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής της.
Στο Σαντιάγο της Χιλής πραγματοποιήθηκε πριν από δύο μήνες η 60η ετήσια Γενική Συνέλευση της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών. Το κύριο θέμα συζήτησης ήταν οι απειλές στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος σε παγκόσμιο επίπεδο και τους προβληματισμούς που γεννά ο τρόπος άσκησης εξουσίας στη νέα εποχή μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση. Οι κίνδυνοι χειραγώγησης της δικαιοσύνης υπόκεινται βέβαια σε μια διαβάθμιση και είναι ανάλογοι με την κλίμακα στην οποία βρίσκεται το κάθε κράτος στην πυραμίδα της οικονομικής ανάπτυξης.
Στα κράτη που βρίσκονται στη βάση αυτής της πυραμίδας οι κυβερνητικές παρεμβάσεις γίνονται ολοένα και πιο ωμές και κατατείνουν στην πλήρη έλεγχο της Δικαιοσύνης από την Κυβέρνηση. Τέτοια είναι πολλά κράτη της Λατινικής Αμερικής και στην Ευρώπη ξεχωρίζουν οι περιπτώσεις της Τουρκίας, της Πολωνίας και της Βουλγαρίας. Η περιγραφή της κατάστασης της Δικαιοσύνης σ’ αυτές τις χώρες θα μας βοηθήσει να βγάλουμε πολλά χρήσιμα συμπεράσματα, να κατανοήσουμε τη ρίζα των προβλημάτων και να μπορέσουμε να αντιληφθούμε ποιοι κίνδυνοι χτυπούν την πόρτα μας.
Η κατάσταση στην Τουρκία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απελπιστική αναφορικά με την συνεχιζόμενη παραβίαση βασικών κανόνων δικαίου. Από την 15η Ιουλίου 2016 και μετά την κατάσταση ανάγκης που επιβλήθηκε περισσότεροι από 4.000 Δικαστές και Εισαγγελείς , δηλαδή το ¼ του συνόλου του δικαστικού σώματος, έχουν ήδη απολυθεί. Η μεγάλη πλειοψηφία από αυτούς είναι κρατούμενοι σε φυλακές και κάποιοι βρίσκονται σε κελιά απομόνωσης. Μόνο σε λίγους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες και οι περισσότερες από αυτές είναι ασαφείς και αφηρημένες. Ύστερα από συντονισμένη πίεση Ευρωπαϊκών Δικαστικών Ενώσεων προς τις Τουρκικές Αρχές, δόθηκε η δυνατότητα παρουσίας διεθνών παρατηρητών στις δίκες σε βάρος των Δικαστών. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου, ο οποίος χωρίς περιστροφές είπε ότι «για να διευκολύνεις τη δουλειά της δικαστικής εξουσίας θα πρέπει πρώτα ως εκτελεστική εξουσία, ως κυβέρνηση να πάρεις τα απαραίτητα μέτρα πριν τα αναθέσεις στη Δικαιοσύνη» δείχνει τη διακοσμητική θέση που μπορεί να έχει σε ένα σύστημα ο θεσμός της Δικαιοσύνης.
Κι’ αν κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι στην Τουρκία η Δημοκρατία νοσεί γενικότερα, τι θα μπορούσε να πει για τα όσα συμβαίνουν στην Πολωνία, μία χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τους ίδιους θεσπισμένους δημοκρατικούς κανόνες που ισχύουν παντού. Το Πολωνικό Σύνταγμα στο άρθρο 10 προβλέπει επίσης την διάκριση των λειτουργιών ενώ διασφαλίζει ρητά την δικαστική ανεξαρτησία. Επειδή όμως ο έλεγχος των νόμων από τα Δικαστήρια φαίνεται να δημιούργησε πρόβλημα στην κυβερνητική στρατηγική ο αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος, Jaroslav Kaczynski, δήλωσε από τις 8 Ιουνίου του 2015 «Το σύστημα αυτό μπορεί να υπονομευθεί μόνο εάν η δημόσια αρχή υπονομευθεί. Τα πολιτικά κόμματα είναι οι κοινωνικές οντότητες οι οποίες ούτως ή άλλως υπόκεινται σε δημοκρατικό έλεγχο. Μήπως όμως υπάρχουν δημόσιες εξουσίες, όπως πχ η δικαστική, που δεν υπόκεινται σε κανέναν έλεγχο; Εάν ναι τότε μόνο τα πολιτικά κόμματα μπορούν να την ελέγξουν». Ξεκίνησε από τότε η εφαρμογή ενός οργανωμένου σχεδίου πλήρους πολιτικού ελέγχου της Δικαιοσύνης. Υπήρξε μια δέσμη μέτρων που θεσπίστηκαν βήμα- βήμα χωρίς να αποκαλύπτονται στο λαό και στους ενδιαφερομένους μέχρι την ημέρα της ψήφισής τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα νομοσχέδια υποβάλλονταν από ομάδα βουλευτών και όχι από την Κυβέρνηση για να αποφευχθεί η υποχρεωτική κοινωνική διαβούλευση των κυβερνητικών νομοσχεδίων. Με το νόμο για το Συνταγματικό Δικαστήριο απολύθηκε η πλειοψηφία των δικαστών που υπηρετούσαν, ακυρώθηκε ο διορισμός 3 δικαστών που έγινε το 2015 και οι νέοι Δικαστές επιλέγονται πλέον προσεκτικά από την Κυβέρνηση. Επίσημα το Συνταγματικό Δικαστήριο εξακολουθεί να είναι ανεξάρτητο θεσμικό όργανο, αλλά ουσιαστικά λειτουργεί πλέον με πολιτικά κριτήρια. Συγχωνεύτηκαν επίσης τα καθήκοντα του Γενικού Εισαγγελέα με αυτά του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ο δεύτερος νόμος που τροποποίησε τη λειτουργία του συστήματος στα κοινά δικαστήρια ορίζει πλέον ότι οι πρόεδροι των δικαστηρίων διορίζονται και απολύονται ελεύθερα από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ενώ με τρίτο νόμο άλλαξε ο τρόπος επιλογής των νέων δικαστών που γίνεται πλέον χωρίς ανοικτό διαγωνισμό. Οι κοινωνικές αντιδράσεις που προκλήθηκαν τον Ιούλιο αυτού του έτους ανάγκασαν τον Πρόεδρο της Χώρας να προβάλει βέτο στους δύο νόμους, αλλά συνυπέγραψε τον πιο σημαντικό νόμο για τις αλλαγές στα κοινά δικαστήρια. Παράλληλα με τις νομοθετικές αλλαγές ξεκίνησε και μια εκστρατεία συκοφάντησης του δικαστικού σώματος που ονομάστηκε «Δίκαια Δικαστήρια». Η εκστρατεία αυτή ενορχηστρώθηκε από δύο πρώην υπαλλήλους του πρωθυπουργικού γραφείου και χρηματοδοτήθηκε από το Πολωνικό Εθνικό Ταμείο που δημιουργήθηκε για να διευκολύνει το πολωνικό εξωτερικό εμπόριο. Στην έκκληση που μας απηύθυναν οι Πολωνοί συνάδελφοι κάνουν λόγο για πρόκληση προς όλες τις Δημοκρατίες της Ευρώπης και για ένα κύμα λαϊκισμού που κατακλύζει τη χώρα.
Στη Βουλγαρία η κρατική παρέμβαση έχει άλλη μορφή. Με νόμο που ψηφίστηκε και ισχύει από τις 15 Αυγούστου 2017 υποχρεώνονται πλέον όλοι οι δικαστές και εισαγγελείς της χώρας να δηλώσουν στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο εάν είναι μέλη και ποιάς συγκεκριμένης δικαστικής ένωσης. Η υποχρέωση αυτή λειτούργησε αποτρεπτικά στη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στη συνδικαλιστική τους ένωση και ήδη έχουν υποβάλει αίτημα διαγραφής από την ένωσή τους 109 δικαστές. Από το σύνολο των 2.200 δικαστών της χώρας μέλη της ένωσής τους είναι μόλις 766. Η Ένωση Ευρωπαίων Δικαστών απέστειλε έγγραφο στον Πρόεδρο της Βουλής της Βουλγαρίας επισημαίνοντας ότι το δικαίωμα των δικαστών να συμμετέχουν σε επαγγελματικές ενώσεις έχει διεθνώς αναγνωριστεί ως δικαίωμα σύμφυτο με την δικαστική ανεξαρτησία και ότι δεν είναι επιτρεπτό να τίθεται κανένας περιορισμός είτε ρητός είτε σιωπηρός. Σημειώνεται κι’ εδώ ο ρόλος πολλών ΜΜΕ στη γείτονα χώρα που επανειλημμένα αμφισβήτησαν την ανάγκη ύπαρξης επαγγελματικών δικαστικών ενώσεων.
Από την ενδεικτική παράθεση της κατάστασης που επικρατεί στις παραπάνω χώρες βγαίνει εύκολα ένα συμπέρασμα: Ο περιορισμός της δικαστικής ανεξαρτησίας μπορεί να γίνει με πολλά μέσα, μπορεί να πάρει πολλές μορφές και έχει πολλές διαβαθμίσεις. Μπορεί να γίνει απροκάλυπτα και με βίαια μέσα, μπορεί όμως να γίνει με πιο ήπια μορφή και πιο συγκαλυμμένα. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες ιστορικούς, πολιτικούς, οικονομικούς. Το αποτέλεσμα για το λαό βέβαια είναι το ίδιο. Με οποιονδήποτε τρόπο κι’ αν περιορίζεται η δικαστική ανεξαρτησία οι συνέπειες αυτού του περιορισμού είναι η αύξηση της κρατικής αυθαιρεσίας.
Η πλειοψηφία των κρατών που συμμετείχαν στη ΓΣ της Διεθνούς Ένωσης έκανε έναν διαχωρισμό σε απειλές που στρέφονται ευθέως κατά της δικαστικής ανεξαρτησίας και σε απειλές στην ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης. Στις πρώτες συγκαταλέγεται ο τρόπος διορισμού των νέων δικαστών ο οποίος θα πρέπει να είναι ελεύθερος από πολιτικές παρεμβάσεις. Σε ορισμένες χώρες ο διορισμός γίνεται από το Κοινοβούλιο ενώ σε άλλες από την Κυβέρνηση. Σε άλλα πάλι κράτη γίνεται διορισμός δικαστών για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια κρίνεται η μονιμότητα ή ισοβιότητά τους. Έχουν γίνει καταγγελίες ότι με τον τρόπο αυτό ασκείται απαράδεκτη πίεση στους «υπό δοκιμή» δικαστές και ότι υπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα που απειλήθηκαν δικαστές να μην επανεκλεγούν με αφορμή απόφασή τους που είχε πολιτικό ενδιαφέρον. Θεωρήθηκε επίσης ομόφωνα ότι οποιαδήποτε μείωση στις αμοιβές, στις συντάξεις ή στους όρους εργασίας των δικαστών μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην ποιότητα του έργου τους και στην δικαστική ανεξαρτησία. Στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η θέση αυτή της Διεθνούς Ένωσης συνηγορεί στον ισχυρισμό μας ότι η μείωση των συντάξεων των ελλήνων δικαστικών λειτουργών κατά 40% που έγινε με βάση το ν. 4387/2016, μειώσεις οι οποίες φτάνουν συνολικά στη διάρκεια των μνημονίων το 74%, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα απειλής της δικαστικής ανεξαρτησίας. Κρίσιμος και καθοριστικός παράγοντας είναι επίσης τα διατιθέμενα κονδύλια για τη Δικαιοσύνη, καθώς η υποχρηματοδότηση επιδρά αρνητικά στην δυνατότητα των δικαστηρίων να κρίνουν δίκαια και γρήγορα. Τα δικαστήρια θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συντάσσουν έναν προϋπολογισμό και να εκθέτουν τις ανάγκες τους για το επόμενο κάθε φορά δικαστικό έτος στο αρμόδιο Υπουργείο, πριν αυτό αποφασίσει για το ύψος και την κατανομή των κονδυλίων. Τέλος η δικαστική ανεξαρτησία υπονομεύεται ιδιαίτερα στις μέρες μας από την κακή ενημέρωση ΜΜΕ και τις λαϊκιστικές επιθέσεις πολιτικών. Το φαινόμενο αυτό έχει γίνει ιδιαίτερα εκτεταμένο και αγγίζει και κράτη οικονομικά και πολιτικά αναπτυγμένα όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου δέχθηκαν επίθεση από ΜΜΕ μετά την απόφασή τους στο δημοψήφισμα για το Brexit και χαρακτηρίστηκαν ως «εχθροί του λαού». Υπήρξαν άμεσα αντιδράσεις και εκφράστηκαν ανησυχίες στη Μ. Βρετανία διότι τέτοιες φράσεις στοχοποιούν καταχρηστικά δικαστές και δεν αποτελούν θεμιτή κριτική. Στην Ελλάδα το κακό με τέτοιου είδους δηλώσεις έχει παραγίνει. Δεν υπάρχει αντίστοιχο παράδειγμα που μπορώ να δώσω σε διεθνές επίπεδο με όσα συνέβησαν αυτή τη χρονιά στη χώρα μας με αποκορύφωμα βέβαια την κρίση του καλοκαιριού. Είχαμε δεκάδες δηλώσεις Υπουργών που με αφορμή συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις είτε χλεύαζαν είτε κατηγορούσαν ανοιχτά για διαπλοκή το Δικαστικό Σώμα χρησιμοποιώντας χυδαίες εκφράσεις, ενώ τέλος μας κατηγόρησαν ότι λειτουργούμε και ως γραφείο τύπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η διεθνής εμπειρία δείχνει που αποσκοπούν τέτοιου είδους δηλώσεις. Δεν πρόκειται φυσικά για κριτική δικαστικών αποφάσεων, η οποία όχι μόνο είναι απόλυτα θεμιτή αλλά και αναγκαία για την βελτίωση του απονεμόμενου δικαστικού έργου. Επρόκειτο για εσκεμμένη στρέβλωση της πραγματικότητας, για συκοφαντίες, για μεθοδευμένη προσπάθεια απαξίωσης της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της, διότι οι αποφάσεις τους δεν εξυπηρετούσαν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Το Δικαστικό Σώμα δεν πρόκειται να εμπλακεί σε πολιτικά παιχνίδια, ούτε θα γίνει μέρος του προβλήματος. Δεν θα αφήνουμε όμως αναπάντητες προκλήσεις, αλλά αιτιολογημένα θα εξηγούμε στην κοινωνία τους σκοπούς που κάθε φορά επιδιώκονται. Η Διεθνής Ένωση Δικαστών προτείνει ως λύση την δημιουργία ενός κώδικα δεοντολογίας που θα διέπει τις σχέσεις των μελών των τριών λειτουργιών, αλλά κάτι τέτοιο μου φαίνεται σενάριο επιστημονικής φαντασίας για να μπορεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα υπό τις παρούσες συνθήκες.
Στο ερώτημα εάν μπορούν να υπάρξουν μέτρα που θα ενισχύσουν τη δικαστική ανεξαρτησία θα πω κατ’ αρχήν ότι ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης πρέπει να αλλάξει και να εξεταστούν άλλες μορφές που θα καταργούν το αποκλειστικό δικαίωμα της Κυβέρνησης στην επιλογή. Επειδή όμως κάτι τέτοιο προϋποθέτει συνταγματική αναθεώρηση και άρα είναι πολύ πρόωρο να το συζητάμε, θα επαναλάβω την πρόταση που κατέθεσα το καλοκαίρι και είναι εύκολα υλοποιήσιμη εφόσον υπάρχει πολιτική βούληση. Έχουμε δει πολλές φορές να επαναλαμβάνεται το φαινόμενο διορισμού συνταξιούχων δικαστών σε θέσεις διοικητικές, είτε ως μέλη Ανεξάρτητων Αρχών είτε στη θέση άμεσων συνεργατών της Κυβέρνησης. Μάλιστα αρκετές φορές ο διορισμός έγινε πριν καλά – καλά αποχωρήσει ο δικαστής από την υπηρεσία του. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός της αξιοσύνης και της ικανότητας ορισμένων πρώην συναδέλφων που κατέλαβαν τέτοιες θέσεις, η ζημιά που γίνεται στη Δικαιοσύνη είναι ανυπολόγιστη. Δημιουργούνται εύλογα συνειρμοί για έναν ομφάλιο λώρο εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, για προσδοκίες που μένουν να εκπληρωθούν μετά την συνταξιοδότηση κλπ. Αυτό που ζητάμε είναι ένας αυτοπεριορισμός για μας: Να αποκλειστεί με νόμο η δυνατότητα συνταξιούχων ή παραιτηθέντων δικαστικών λειτουργών να αναλάβουν οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών ετών μετά την αποχώρησή τους από το Σώμα. Εφόσον η εκτελεστική εξουσία ή η Βουλή χρειάζεται νομικούς για την πλήρωση κενών θέσεων σε διοικητικές ή ανεξάρτητες αρχές υπάρχουν πολλοί άξιοι δικηγόροι και καθηγητές πανεπιστημίου για να αναλάβουν. Οι Δικαστές ζητούμε να μας απαλλάξετε απ’ αυτές τις τιμητικές θέσεις.
Κύρωση Παγκόσμιας Χάρτας Δικαστών
Στη Χιλή κυρώθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2017 η νέα Παγκόσμια Χάρτα του Δικαστή. Αποτελεί αναμόρφωση της αρχικής που υιοθετήθηκε το 1999 στην Ταϊβάν. Στην παρούσα ιστορική συγκυρία και με δεδομένες τις απειλές που αντιμετωπίζει το δικαστικό σύστημα σε πολλές χώρες η ανάγκη ενός τέτοιου κειμένου καθίσταται προφανής και η αξία του πολύτιμη. Η Διεθνής Ένωση Δικαστών αναγνώρισε στο προοίμιο της Χάρτας την ανάγκη να παγιωθεί η δικαστική λειτουργία ως εγγύηση για την προστασία των πολιτικών δικαιωμάτων από τις επιθέσεις του κράτους και άλλων ομάδων συγκεκριμένων συμφερόντων. Θα επιχειρήσω σύντομα να αναφερθώ στις βασικές αρχές που διέπουν τη Χάρτα.
Καθιερώνεται κατ’ αρχήν η διάκριση των λειτουργιών ως βασική αρχή κάθε δημοκρατικού κράτους και αναγνωρίζεται το δικαστικό σώμα ως εγγυητής του Κράτους Δικαίου. Η δικαστική ανεξαρτησία δεν απονέμεται ως προσωπικό προνόμιο του Δικαστή αλλά ασκείται προς όφελος του λαού. Στο άρθρο 2 διασφαλίζεται η δικαστική ανεξαρτησία με την ισοβιότητα, την ανάθεση στο δικαστικό σώμα της δυνατότητας να παρεμβαίνει κατά τη λήψη αποφάσεων για την κατανομή των κονδυλίων που διατίθενται για τη Δικαιοσύνη και τη σύσταση ανεξάρτητου Δικαστικού Συμβουλίου. Στο σημείο αυτό αξίζει η επισήμανση ότι το Δικαστικό Συμβούλιο που κρίνει για την υπηρεσιακή εξέλιξη και τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών θα πρέπει να εκλέγεται με δημοκρατικό τρόπο από το ίδιο το Δικαστικό Σώμα. Στη Δικαστική ανεξαρτησία εμπίπτει επίσης η δυνατότητα του δικαστικού σώματος να εκφράζει την γνώμη του μέσω των εκπροσώπων του σε κάθε ζήτημα που σχετίζεται με τη δικαστική λειτουργία. Κατοχυρώνεται για τους δικαστές η ελευθερία έκφρασης γνώμης αλλά και το δικαίωμά τους να ανήκουν σε δικαστικές ενώσεις. Το άρθρο 4 αναφέρεται στις διαφανείς διαδικασίες πρόσληψης δικαστών, ενώ στο άρθρο 5 ορίζονται τα σχετικά με τις προαγωγές και την αξιολόγηση του λειτουργού. Προβλέπεται στη συνέχεια ο δεοντολογικός κώδικας και οι αρχές που θα πρέπει να διέπουν την άσκηση των καθηκόντων μας καθώς και οι προϋποθέσεις της πειθαρχικής διαδικασίας. Τέλος στο άρθρο 8 καθορίζονται τα σχετικά με τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, οι οποίες δεν θα πρέπει να μειώνονται κατά την διάρκεια του επαγγελματικού τους βίου, ζητήματα κοινωνικής προστασίας και ασφαλιστικά δικαιώματα.
Όλα όσα προβλέπονται στην Παγκόσμια Χάρτα του Δικαστή δεν είναι ένα ευχολόγιο. Είναι επισημάνσεις του δικαστικού κόσμου που βγαίνουν μέσα από μια μακρόχρονη εμπειρία λειτουργίας των δικαστικών συστημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι προτροπές και κατευθυντήριες οδηγίες προς όλα τα Κράτη να προσαρμόσουν κατάλληλα τη νομοθεσία τους -στα πλαίσια βέβαια της νομικής παράδοσης και των κοινωνικοπολιτικών ιδιαιτεροτήτων κάθε λαού- ώστε να ενισχυθεί η δικαστική ανεξαρτησία εσωτερικά και εξωτερικά. Προσκαλούμε το Υπουργείο Δικαιοσύνης σε μία εξ αρχής συζήτηση όλων των θεμάτων της Χάρτας χρησιμοποιώντας αυτήν ως οδηγό στα αναγκαία βήματα βελτίωσης της Δικαιοσύνης στη Χώρα μας.
Η Δικαστική Μεσολάβηση ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών
Τον Σεπτέμβρη αυτού του έτους η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κατέθεσε ολοκληρωμένη νομοθετική πρόταση για την Δικαστική Μεσολάβηση ως εναλλακτικού τρόπου επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών. Συστήσαμε επιτροπή που εργάστηκε επί 7 μήνες για την εκπόνηση της μελέτης, αφού εξέτασε ενδελεχώς τις αιτίες της μέχρι σήμερα αναποτελεσματικότητας του συστήματος, διερεύνησε τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών σε διεθνές επίπεδο, συνέκρινε αντίστοιχες διατάξεις σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη και κατέγραψε την εκκρεμότητα στην εκδίκαση υποθέσεων σε όλη τη Χώρα. Οι εκκρεμείς πολιτικές υποθέσεις στα Πρωτοδικεία της Χώρας μέχρι και το τέλος του 2015 ανέρχονταν σε 242.209 και στα Εφετεία της Χώρας σε 35.768. Σύμφωνα με έρευνα της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών του 2015, με την προϋπόθεση της διατήρησης σταθερού του αριθμού των εισερχόμενων πολιτικών υποθέσεων, για να εξαλειφθεί ο όγκος των εκκρεμών υποθέσεων σε μια δεκαετία θα πρέπει να περαιώνεται το 41% των υποθέσεων που εκκρεμούν από το προηγούμενο έτος και αυτών που εισάγονται κατά το ίδιο έτος. Η άμεση επομένως αντιμετώπιση της σωρευμένης εκκρεμότητας απαιτεί είτε αύξηση των οργανικών θέσεων των δικαστών κατά 50%, είτε θεσμοθέτηση ενός άλλου τρόπου συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών. Η υπεροχή της δικαστικής μεσολάβησης έναντι άλλων εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών εδράζεται ιδίως στην παρουσία και ενεργό συμμετοχή δικαστικού λειτουργού στην διαδικασία, ο οποίος έχει όλα τα συνταγματικά εχέγγυα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η δικαστική μεσολάβηση εκφεύγει των προβληματισμών και ενστάσεων περί ιδιωτικοποίησης της Δικαιοσύνης, που μπορούν δικαιολογημένα να προβληθούν σε άλλες μορφές επίλυσης των διαφορών. Στην προτεινόμενη από εμάς διαδικασία καθιερώνεται ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της διαμεσολάβησης ως προδικασίας στις ειδικές διαδικασίες με προοπτική αργότερα να ενταχθούν στο υποχρεωτικό στάδιο και οι υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας. Παρέχονται κίνητρα για την επίτευξη συμφωνίας και αντικίνητρα σε περίπτωση άρνησης ενός διαδίκου να συμμετέχει. Βέβαια η Δικαστική Μεσολάβηση ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης των διαφορών λειτουργεί επιβοηθητικά στην κύρια μορφή απονομής της Δικαιοσύνης από το Κράτος. Συνεπώς πρωταρχικό μέλημα της Πολιτείας θα πρέπει να είναι η ενίσχυση του Δικαστικού Συστήματος με αύξηση των αναγκαίων οργανικών θέσεων Δικαστών και Εισαγγελέων, στελέχωση των γραμματειών, ολοκλήρωση αναγκαίων τομών όπως η εξαγγελθείσα σύσταση δικαστικής αστυνομίας, αύξηση των κονδυλίων για υλικοτεχνικές υποδομές. Αντίστοιχη μελέτη και έρευνα θα αναλάβει να καταρτίσει η Ένωσή μας και για την αποσυμφόρηση των ποινικών δικαστηρίων. Η κατάσταση που επικρατεί ειδικά στα Εφετεία Κακουργημάτων είναι απελπιστική και σε μικρό διάστημα θα μπορούσε κανείς με ασφάλεια να προβλέψει ότι το σύστημα θα οδηγηθεί σε πλήρες αδιέξοδο.
Άμεσες προτεραιότητες για τη Δικαιοσύνη (αύξηση κονδυλίων- υλικοτεχνικές ανάγκες δικαστηρίων- αύξηση οργανικών θέσεων- νέος ΚΟΔΚΔΛ προσαρμοσμένος στις σύγχρονες απαιτήσεις- πόθεν έσχες, κλπ)
Αναφέρθηκα και παραπάνω στην άμεση συνάρτηση μεταξύ ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και διατιθέμενων κρατικών κονδυλίων. Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2009, την τελευταία χρονιά πριν από τα Μνημόνια, οι συνολικές δαπάνες του Υπουργείου Δικαιοσύνης (τακτικός προϋπολογισμός και Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) ανήλθαν σε 914 εκατ. ευρώ. Από την επόμενη χρονιά παρατηρείται μια κατακόρυφη μείωση των κονδυλίων ώστε το 2010 ανήλθαν σε 702 εκατ. ευρώ για να φτάσουμε το 2017 σε 622 εκατ. ευρώ, ενώ η πρόβλεψη στον φετινό προϋπολογισμό είναι ακόμα μικρότερη και φτάνει τα 618 εκατ. ευρώ. Λόγω αδυναμίας κάλυψης βασικών αναγκών σε υλικοτεχνική υποδομή στα δικαστικά μέγαρα της Χώρας η Ένωσή μας υποχρεώθηκε από τις εισφορές των μελών της να καταβάλει μέσα στο τελευταίο έτος συνολικό ποσό 6.500 ευρώ για το Πρωτοδικείο Αθηνών, 5.500 ευρώ για το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, 3.000 ευρώ για το Εφετείο Θεσσαλονίκης και 500 ευρώ για το Πρωτοδικείο Άρτας. Το χιλιοειπωμένο επιχείρημα ότι οι αντοχές της κρατικής οικονομίας είναι περιορισμένες και άρα θα πρέπει να αρκεστούμε στα χρήματα που υπάρχουν, έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για να καλύψει μειώσεις μισθών, συντάξεων, κοινωνικών παροχών. Δύσκολα όμως μπορεί να πείσει ότι σε μια Δημοκρατία προτεραιότητα δεν έχει η Δικαιοσύνη, η Υγεία, η Παιδεία, αλλά η ενίσχυση των τραπεζών και των επιχειρήσεων που πετυχαίνουν μειώσεις φορολογικών συντελεστών, κρατικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις.
Έχουμε ζητήσει ήδη δύο φορές από το Υπουργείο Δικαιοσύνης αύξηση των οργανικών θέσεων των δικαστών. Στο Πρωτοδικείο Αθηνών αυτή τη στιγμή υπάρχουν 27 κενά και αν συνυπολογίσουμε τους υπηρετούντες δικαστικούς λειτουργούς που βρίσκονται σε πολύμηνη άδεια τα πραγματικά κενά ανέρχονται σε 61. Την ίδια στιγμή από υπολογισμούς που έκανε η Διοίκηση του Δικαστηρίου προκύπτει ότι την τελευταία χρονιά υπήρξε μια αύξηση των υποθέσεων που συζητήθηκαν στην Τακτική Διαδικασία του Μονομελούς και Πολυμελούς που φτάνει το 75%. Στο ίδιο Δικαστήριο, που είναι το μεγαλύτερο της Χώρας, οι ελλείψεις δικαστικών υπαλλήλων είναι ακόμα πιο τραγικές και φτάνουν το 40% των συνολικών οργανικών τους θέσεων. Στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης την χρονιά 2014-2015 συζητήθηκαν στην τακτική διαδικασία μονομελούς και πολυμελούς πρωτοδικείου 4.000 υποθέσεις, την χρονιά 2015-2016 συζητήθηκαν 1.788 και την περσινή χρονιά συζητήθηκαν 6.100 υποθέσεις, δηλαδή ένας υπερτριπλασιασμός σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και μία αύξηση 50% σε σχέση με το 2014. Στα επαρχιακά Δικαστήρια η κατάσταση είναι πολλές φορές ακόμα χειρότερη, ιδίως στα Εφετεία που δικάζουν ποινικές υποθέσεις.
Άμεση προτεραιότητα για μας είναι και ο τερματισμός της εκκρεμότητας με τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, τα Πόθεν Έσχες. Κατά περίεργο τρόπο το συγκεκριμένο θέμα έγινε πολλές φορές αντικείμενο σπέκουλας και πολιτικής εκμετάλλευσης. Με επιμονή και σε υψηλούς τόνους ακούστηκε από κυβερνητικούς αξιωματούχους ότι δήθεν οι δικαστές αρνούνται να καταθέσουν δηλώσεις. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από αυτό ούτε επιχειρήθηκε ανάλογη εκστρατεία συκοφάντησης σε βάρος του δικαστικού σώματος εδώ και πολλά χρόνια. Ποια είναι η πραγματικότητα: Οι δικαστές αμφισβητήσαμε με τις προσφυγές μας στο ΣτΕ συγκεκριμένα σημεία του νέου τύπου υποβολής των δηλώσεων και πράγματι δικαιωθήκαμε με την 2649/2017 απόφαση της ΟλΣτΕ. Δεν αρνηθήκαμε ποτέ την υποβολή των δηλώσεων αφού άλλωστε είμαστε από τις πρώτες επαγγελματικές ομάδες που υποβάλλουμε με συνέπεια δηλώσεις Πόθεν Έσχες εδώ και 20 χρόνια. Η απόφαση του ΣτΕ που ακύρωσε την συγκεκριμένη υπουργική απόφαση για το Πόθεν Έσχες στα περισσότερα σημεία της δεν αφορά ειδικά τους δικαστές αλλά αφορά όλους τους υποχρέους σε υποβολή δηλώσεων. Ποια λοιπόν είναι η ξεχωριστή μεταχείριση που ζητούν οι δικαστές; Αντίθετα ειδική μεταχείριση έχουν εξασφαλίσει οι Υπουργοί και οι Βουλευτές οι οποίοι πρέπει να εξηγήσουν στο λαό γιατί δεν ελέγχονται στο Πόθεν Έσχες που υποβάλλουν από την επιτροπή στην οποία υπάγονται όλοι οι άλλοι υπόχρεοι αλλά από ειδική επιτροπή της Βουλής. Έσπευσαν οι αρμόδιοι Υπουργοί την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης της ΟλΣτΕ και χωρίς να ενημερωθούν για το περιεχόμενό της, να εκδώσουν ΚΥΑ με μοναδικό σκοπό τον αιφνιδιασμό των δικαστικών λειτουργών αφού η προθεσμία υποβολής δηλώσεων έληγε την επομένη ημέρα και δεν είχε καν θεσμοθετηθεί το αρμόδιο όργανο το οποίο θα παραλάμβανε τις δηλώσεις. Υποχρεωθήκαμε μετά από αυτά να υποβάλλουμε νέα αίτηση ακύρωσης και να λάβουμε προσωρινή διαταγή. Ένα ζήτημα δηλαδή που θα έπρεπε να έχει ήδη διευθετηθεί με την πλήρη συμμόρφωση της κυβέρνησης στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μένει σε εκκρεμότητα ακριβώς λόγω της επιμονής της να νομοθετεί αυθαίρετα. Είπε την προηγούμενη εβδομάδα στη Γ.Σ. της Ένωσης Εισαγγελέων ο κ. Υπουργός της Δικαιοσύνης ότι «πρόβλημα είναι το γεγονός ότι εκδόθηκε πρόσφατα από το ΣτΕ απόφαση που ακυρώνει τον έλεγχο των δηλώσεων του πόθεν έσχες». Πραγματικά δεν καταλαβαίνω το νόημα της δήλωσης και θα ήταν καλό να μας εξηγήσει ο Υπουργός ποιο ακριβώς είναι το «πρόβλημα». Το ότι το ΣτΕ έκρινε διαφορετικά από την δική του άποψη; Το ότι ακυρώθηκε η ΚΥΑ; Το ότι υποχρεωθήκαμε να προσφύγουμε στα Δικαστήρια εξαιτίας των αντισυνταγματικών ρυθμίσεων των υπουργικών αποφάσεων; Το μόνο πρόβλημα που βλέπω εγώ είναι το πρόβλημα κατανόησης του ρόλου που έχει σε μια Δημοκρατία η Δικαιοσύνη να ακυρώνει υπουργικές αποφάσεις και νομοθετήματα όταν αυτά προσκρούουν στο Σύνταγμα. Αυτή είναι η δουλειά μας κ. Υπουργέ και αυτήν θα συνεχίσουμε να κάνουμε. Σε κάθε περίπτωση η εκκρεμότητα αυτή πρέπει να λήξει άμεσα με την σωστή και σύμφωνη με την απόφαση του ΣτΕ νομοθέτηση και την συνακόλουθη υποβολή δηλώσεων Πόθεν Έσχες από τους δικαστικούς λειτουργούς.
Στην αρμόδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή συνεχίζεται η συζήτηση του νέου ΚΟΔΚΔΛ. Η Ένωσή μας από νωρίς κατέθεσε τις προτάσεις της που συμπυκνώνονται στην αλλαγή διατάξεων που αφορούν τις αρχαιρεσίες για το αυτοδιοίκητο των Δικαστηρίων, τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, την ίση μεταχείριση των συζύγων δικαστικών λειτουργών με συζύγους άλλων εργαζομένων στον δημόσιο τομέα αναφορικά με τις αποσπάσεις σε δημόσιες υπηρεσίες, αλλαγές στον τρόπο εισαγωγής και στην εκπαίδευση νέων Ειρηνοδικών, την κατάργηση αναχρονιστικών διατάξεων όπως αυτή που υποχρεώνει τους δικαστικούς να διαμένουν στην έδρα του δικαστηρίου που υπηρετούν. Σε κάθε περίπτωση η νομοθετική αλλαγή διατάξεων του ΚΟΔΚΔΛ όπως έγινε πρόσφατα, ενώ είναι σε εξέλιξη οι συζητήσεις της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, ακυρώνει αναίτια το έργο της. Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω ότι η κλήση της Ένωσής μας στην Επιτροπή Ακρόασης Φορέων στη Βουλή ενόψει της ψήφισης νομοσχεδίων σχετικών με τη Δικαιοσύνη τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση του σεβασμού του Κοινοβουλίου στις απόψεις που καταθέτει ο κάθε Φορέας. Προχθές στη συζήτηση νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης κληθήκαμε να παραστούμε 5 ώρες πριν την συζήτηση στην Επιτροπή. Δεν πρόκειται να νομιμοποιούμε με την τυπική παρουσία μας τέτοιες πρόχειρες και προσχηματικές διαδικασίες. Εάν πράγματι η Βουλή επιθυμεί να ακούσει τις θέσεις μας θα πρέπει να μας δίνει και ικανό χρόνο προετοιμασίας.
Τέλος ως δικαστικοί λειτουργοί που είμαστε επιφορτισμένοι με τη σωστή ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος εκφράζουμε την έκδηλη ανησυχία μας και την εναντίωσή μας σε κάθε προσπάθεια που γίνεται να περισταλεί με οποιονδήποτε τρόπο ένα συνταγματικό δικαίωμα. Αναφέρομαι στην πρόσφατη κατάθεση τροπολογίας η οποία προσωρινά αποσύρθηκε και η οποία έθετε κατά την άποψή μου έναν ακόμα ουσιώδη νομοθετικό περιορισμό στους τόσους πολλούς με τους οποίους έχει επιβαρυνθεί το άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει χωρίς προϋποθέσεις και περιορισμούς την ακώλυτη άσκηση του δικαιώματος της απεργίας.
Κυρίες και κύριοι,
Η παγκόσμια τάση υπερσυγκέντρωσης της εξουσίας στα χέρια της εκτελεστικής με αντίστοιχο περιορισμό των αρμοδιοτήτων της νομοθετικής και της ελέγχουσας δικαστικής καθιστά προβληματική την βασική αστική δημοκρατική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και δημιουργεί ανησυχίες για το μέλλον και την πορεία των πολιτικών συστημάτων. Οι ανησυχίες αυτές γίνονται ακόμα μεγαλύτερες εάν παρατηρήσει κανείς τον ολοένα και σφιχτότερο εναγκαλισμό κυβερνήσεων και οικονομικών συμφερόντων που γίνεται πλέον εντελώς απροκάλυπτα με την αναρρίχηση μεγαλοεπιχειρηματιών σε θέσεις προέδρων κυβερνήσεων. Το αίτημα συνεπώς για δικαστική ανεξαρτησία προβάλει ως επιτακτική κοινωνική αναγκαιότητα. Οι ελλείψεις και οι αδυναμίες του δικαστικού συστήματος δεν επιτρέπεται να λειτουργούν ως άλλοθι για τον κυβερνητικό έλεγχό του, αλλά να λειτουργήσουν αντίστροφα ως αφορμή για την βελτίωσή του και την χειραφέτησή του από κάθε είδους παρέμβαση.
Σας ευχαριστώ πολύ και εύχομαι καλή συνέχεια στις εργασίες της Συνέλευσής μας.