Και το διάβασα. Και έριξα ένα κλάμα που το θυμάμαι ακόμα. Και τότε στην παιδική μου ψυχή, άνοιξε μια πόρτα και οι Ρομά μπήκαν μέσαααααα! Και εκεί είναι ακόμα. Δεν ξέρω ούτε πως, ούτε γιατί. Απλά είναι σαν αυτά τα πράγματα που δεν έχουν ΓΙΑΤΙ. Απλά, συμβαίνουν. Και εγώ τους αγάπησα. Και ό,τι αγαπάω, το αγαπάω για πάντα. On my way…
Μετά λοιπόν, διάβασα όλα τα βιβλία του Λουντέμη που τον ερωτεύτηκα «κου ντε φούντγ», αγάπησα τα βιβλία γενικώς και έκτοτε ο πατέρας μου καμάρωνε που διάβαζα ακόμα και ….στην τουαλέτα!
Στην Πέμπτη Δημοτικού, ήρθε στο σχολείο η Γιολάντα. Η Γιολάντα ήταν ΡΟΜΑ. Ήταν πολύ όμορφη με χοντρές κοτσίδες και τεράστια πανέμορφα μάτια γεμάτα καλοσύνη και φόβο. Ντυμένη με τα ρούχα των ΡΟΜΑ αλλά φαινόταν πως είχε κάνει τεράστια προσπάθεια να είναι καθαρά. Και η ίδια ήταν καθαρή. Όσο μπορούσε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την στιγμή που ο δάσκαλος την είχε και στεκόταν δίπλα του όρθια και αναρωτιόταν με ποιόν να την βάλλει να κάτσει. Τα παιδιά στραβομουτσούνιαζαν. Κανείς δεν ήθελε να κάτσει με την «γύφτισσα». Και τότε εγώ σήκωσα το χέρι μου και η Γιολάντα ήρθε και έκατσε δίπλα μου.
-«θέλω να μάθω γράμματα Μαρία» μου είπε πολλές φορές στις δέκα μόνο μέρες που άντεξε την περιφρόνηση και την κατακραυγή των συμμαθητών μου.
-«μου αρέσουν τόσο τα γράμματα… θέλω να γίνω… ΣΑΝ ΚΑΙ ΣΑΣ!»
Στα διαλείμματα την έκανα παρέα και έτσι μπήκα κι εγώ στην μαύρη λίστα των αποδιοπομπαίων ..τράγων!!
Έγιναν τότε διάφορα. Ο κατατρεγμός των παιδιών εναντίον της ήταν σκυλιασμένος. Κανείς δεν θα άντεχε. Έκλαιγε πολύ. Και σε λίγες μέρες έφυγε. Έκλαψε στην αγκαλιά μου και έκλαιγα κι εγώ …..και τότε ξάφνου πρωτοκατάλαβα τι ΑΚΡΙΒΩΣ σημαίνει «ΑΔΙΚΟ». Τι ακριβώς σημαίνει να είσαι «χαμένος από χέρι», ολοκληρωτικά αδύναμος, από γεννησιμιού σου κατατρεγμένος, ύπαρξη χωρίς ελπίδα, γεννημένος θύμα και προορισμένος για μια ζωή χωρίς ΑΠΟΛΥΤΩΣ τίποτα, χωρίς καν το δικαίωμα στη γνώση. Πρέπει με το φευγιό της Γιολάντας να αρρώστησα. Η μάννα μου ήταν αυτή που μου έλεγε « να την κάνεις παρέα, μην την αφήνεις μόνη, μην ακούς τι λένε οι άλλοι, κάνε το σωστό και αδιαφόρησε για όλους τους…»
Εκείνη τώρα προσπαθούσε να με παρηγορήσει αλλά χωρίς αποτέλεσμα Είχα να φάω μια βδομάδα.
Στα εικοσιδύο μου χρόνια, νόστιμη καλοντυμένη και σικάτη, περιμένω στο Μοναστηράκι το τραίνο ντάλα καλοκαίρι. Δίπλα μου περνάει μια ΡΟΜΑ και κάθεται κάτω. Ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη με την κοιλιά κυριολεκτικά «στο στόμα». Σε λίγο έρχεται ένας αστυφύλακας. Την διώχνει. Αυτή δεν φεύγει. Ίσως και να μην μπορεί να σηκωθεί. Αυτός γίνεται αψύς. Αυτή δεν μετακινείται. Και τότε, ενώ σηκώνεται, την χαστουκίζει!! Και πριν συνέλθει από το χαστούκι, την σπρώχνει κι όλας με δύναμη βρίζοντάς την και αυτή χτυπάει στο κάγκελο της σκάλας!!
Ηταν τέτοια η οργή μου που δεν έβλεπα μπροστά μου. Κυριολεκτικά. Εχασα το φώς μου και την επίθεσή μου ο ένστολος θα την θυμάται για χρόνια.
Την συνέχεια δεν θέλω να την καταγράψω. Θα πω μόνο πως πήρε το πρώτο τραίνο που ήρθε και δεν τόλμησε να συνεχίσει το συμβάν.
Σήμερα, στα πενήντα πέντε μου χρόνια, στην πολύπαθη και τόσο αγαπημένη μου πόλη, γύφτοι πουλάνε ναρκωτικά σε δύο τοποθεσίες της περιοχής. Και σκοτώνουν παιδιά. Και μαζί τους, σκοτώνουν και τα δικά τους, αφού και αυτά εθίζονται σ’ αυτό το τρισκατάρατο παιχνίδι. Και αυτοί που πουλάνε ναρκωτικά, γεμίζουν την ψυχή όλων μας με μίσος και αηδία. Πήγαν «απέναντι». Κόντρα σε μια κοινωνία που τους κερνάει μόνο με απόρριψη και σιχασιά. Κόντρα στο καλύτερο, που κανείς δεν τους το δίνει. Κόντρα στο καλό, στην αποδοχή, στην ελπίδα που ποτέ δεν θα έχουν.
Υπάρχουν όμως και οι άλλοι. Όσοι είναι έμποροι και μάλιστα επιτυχημένοι. Όσοι δουλεύουν όπως παλιά και τους ακούω στην γειτονιά μου να διαλαλούν την πραμάτεια τους από τα αυτοκίνητά τους. Όσοι έντιμα βγάζουν το ψωμί τους … και όμως! ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ… ποτέ δεν θα γίνουν αποδεκτοί. Από κανέναν…
Πιασμένοι σε ένα δίχτυ που δεν θα σπάσει ποτέ. Γιατί το αϋφαντοπάνι του , είναι σιδερένιο..
Μ.Χ.Β
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου