ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ
Ο Αιμίλιος Παύλος γεννήθηκε το 230 ή 229 π. Χ.. Προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια του οίκου των Αιμιλίων. Λέγεται πως ήταν ελληνικής καταγωγής και πως ο πρόγονός του Μάμερκος ήταν γιος του σοφού Πυθαγόρα και ονομάστηκε Αιμίλιος «δια την αιμυλία λόγου και χάριν». Ο Παύλος είχε τύχει καλής μόρφωσης, σύμφωνα με τη ρωμαϊκή και την ελληνική παιδεία κι αγαπούσε τον ελληνικό πολιτισμό. Από μικρός είχε εκπαιδευτεί και στα όπλα κι είχε διακριθεί και στον τομέα αυτό.
Το 194 ήταν ένας απ’ τους τρεις επιτρόπους που είχαν οριστεί για να επιστατήσουν στη θεμελίωση της αποικίας του Κρότωνα1. Δυο χρόνια αργότερα, εκλέχτηκε μαζί με τον Αιμίλιο Λέπιδο ιερέας των «Αυγούρων», επιστάτης και θεματοφύλακας της μαντικής τέχνης. Της τέχνης, που, μελετώντας τα πετάγματα των πουλιών κι εξετάζοντας τους καπνούς, τις φλόγες και τα άλλα θεϊκά σημάδια, έβγαζε τις διάφορες προφητείες και προέβλεπε τα μελλούμενα2.
Το 191 εκλέχτηκε πραίτορας και στάλθηκε στην Ισπανία, για να αντιμετωπίσει εξέγερση των εκεί πληθυσμών. Νικήθηκε στην αρχή στη μάχη της Λυκώνας κι έχασε 6 χιλιάδες άνδρες του. Αργότερα, όμως, νίκησε μεγάλη νίκη στον πόλεμο κατά του Αντιόχου του Γ’ και το όνομά του έγινε γνωστό3. Το 189 γύρισε στη Ρώμη κι έβαλε υποψηφιότητα για ύπατος. Προσπάθησε δυο-τρεις φορές να εκλεγεί σ’ αυτό το αξίωμα αλλά δεν τα κατάφερε. Το 182, όμως, εκλέχτηκε για πρώτη φορά. Η εκλογή του ικανοποίησε τόσο πολύ την πολύκαιρη και έμμονη επιθυμία του, που, ενθουσιασμένος για την επιτυχία του, μίλησε με πολλές φιλοφρονήσεις και κολακίες για το λαό της Ρώμης, ευχαριστώντας τον για την ψήφο του.
Το 181 στάλθηκε επικεφαλής στρατού και στόλου εναντίον των Λιγουριανών, οι οποίοι λυμαίνονταν τις θάλασσες, λήστευαν τα εμπορικά πλοία και λεηλατούσαν τις παραθαλάσσιες περιοχές. Τους νίκησε κι έκανε τον πρώτο του θρίαμβο στη Ρώμη4.
Όπως μας λέγει ο Πλούταρχος, παντρεύτηκε την Ποπιρία, την κόρη του υπάτου Ποπίριου Μάσωνα, με την οποία απόχτησε δυο γιους. Το Φάβιο και το Σκιπίωνα. Αργότερα, γύρω στο 181 χώρισε απ’ αυτήν και τα παιδιά του τα υιοθέτησαν άλλες οικογένειες. Το μεγαλύτερο τον υιοθέτησε η οικογένεια του Φάβιου Μάξιμου και το μικρότερο ο γιος του Σκιπίωνα του Αφρικανού, που ήταν και ξάδερφός του.
Η Ποπιρία ήταν νέα και όμορφη γυναίκα κι όταν την χώρισε ο Αιμίλιος πολλοί φίλοι του τον ρωτούσαν να τους πει, τι τον ανάγκασε να χωρίσει από μια τόσο ωραία και γόνιμη γυναίκα κι ορισμένοι μάλιστα τον συμβούλευαν να τα ξαναφτιάξει μαζί της. Ο Αιμίλιος τους μίλησε παραβολικά, δείχνοντάς τους ένα απ’ τα καινούργια του σανδάλια. «Βλέπετε», τους είπε, «το κοκκινόχρωμο αυτό σανδάλι; Δεν είναι καινούργιο; Δεν είναι καλοφτιαγμένο και όμορφο; Δεν είναι κομψό και ωραίο; Κι όμως δεν μπορώ να το φορέσω. Κάπου με χτυπάει. Ξέρει κανένας να μου πει πού;».
Ο Αιμίλιος, χωρίζοντας απ’ την Ποπιρία, ξαναπαντρεύτηκε. Κι απ’ το δεύτερο γάμο του απόχτησε δυο γιους και μια κόρη6.
Τα επόμενα χρόνια, ως το 168, απογοητευμένος απ’ τη δημαγωγία και την πολιτική διαφθορά, τα πέρασε ήσυχα στη Ρώμη, αφιερώνοντας αθόρυβα τον καιρό του στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών του, τα οποία προσπάθησε να τα αναθρέψει και να τα μορφώσει ελληνικά και ρωμαϊκά.
Όταν η ρωμαϊκή εκστρατεία κατά του Περσέα περιέπεσε σε στασιμότητα και ο πόλεμος χρόνιζε, οι Ρωμαίοι αναζήτησαν να βρουν ένα δυναμικό, έξυπνο και δοκιμασμένο στρατηγό και να τον στείλουν διοικητή των λεγεώνων τους στη Μακεδονία. Σαν πιο κατάλληλο βρήκαν τον Αιμίλιο Παύλο, στον οποίο και έκαναν τη σχετική πρόταση. Ο Αιμίλιος δεν δέχτηκε στην αρχή, γιατί θυμήθηκε τις πικρίες που δοκίμασε παλιότερα, όταν προσπαθούσε επί σειρά ετών να πείσει τους συμπατριώτες του να τον εκλέξουν ύπατο. Μπροστά στην επιμονή των φίλων του, όμως, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να δεχτεί την πρότασή τους. Έτσι, εκλέχτηκε ύπατος για δεύτερη φορά το 168, μαζί με το Λικίνιο Κράσσο. Τούτη τη φορά η εκλογή του Αιμιλίου δεν έγινε με κλήρο αλλά ο λαός τον εξέλεξε ανοιχτά7.
Μετά την εκλογή του αυτή, ο μεγάλος στρατηγός δεν μίλησε με φιλοφρονήσεις στο λαό που τον εξέλεξε, όπως συνηθιζόταν κι όπως είχε κάνει στην πρώτη εκλογή, αλλά είπε αγέρωχα και ψυχρά:
«Την προηγούμενη φορά σας μίλησα φιλοφρονητικά, γιατί εγώ επεδίωκα να εκλεγώ ύπατος και προσπαθούσα με τα λόγια μου να σας πείσω. Εσείς πεισθήκατε και με εκλέξατε κι εγώ σας ευχαρίστησα. Τώρα όμως δεν νιώθω καμιά υποχρέωση για να σας κολακέψω γι’ αυτή σας την προτίμηση, γιατί τούτη τη φορά εγώ δεν σας ζήτησα τίποτε. Εσείς με εκλέξατε. Γι’ αυτό κι έχετε τώρα την υποχρέωση να μ’ ακούσετε και να εφαρμόσετε τα όσα θα σας πω και να κάμετε ό,τι σας υποδείξω. Αλλιώς βγάλτε άλλο στρατηγό»8.
Εκείνη τη μέρα της εκλογής, επιστρέφοντας στο σπίτι του, βρήκε τη μικρή του κόρη Τερτία, να κλαίει στην αυλή. Έσκυψε κοντά της και τη ρώτησε με καλοσύνη κι ενδιαφέρον γιατί κλαίει. Κι εκείνη, μέσα στα αναφιλητά της, του είπε ότι πέθανε το μικρό της σκυλάκι. Ο «Περσέας», όπως το έλεγε. Ο στρατηγός της χάιδεψε τα μαλλιά και με ύφος που έδειχνε πως ο νους του εκείνη τη στιγμή πετούσε μακριά, σ’ άλλον Περσέα, απάντησε: «Με το καλό παιδί μου, με το καλό. Αυτό το δέχομαι σαν καλό σημάδι». Το κοριτσάκι δεν κατάλαβε τίποτα απ’ τα λόγια του πατέρα του, αλλά σταμάτησε το κλάμα.
Ο στρατηγός έβαλε μπρος τις προετοιμασίες του για τη μεγάλη του αποστολή και την άνοιξη του 168 έφυγε απ’ τη Ρώμη. Σε 15 μέρες ήταν στη Μακεδονία αντιμέτωπος του Περσέα.
Στις 22 Ιουνίου κατανίκησε το βασιλιά «προ της Πύδνας» και κατέλυσε το κράτος των Μακεδόνων.
Αφού λεηλάτησε και την Ήπειρο, ο Αιμίλιος Παύλος έφτασε στις ακτές της κι απ’ την παραλιακή πόλη του Ορικού πέρασε στην Ιταλία τα τέλη του 167...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου