Του Κωνσταντίνου Παπακασόλα
Πάντα όταν η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσκολίες, ξεκινά μια αυτοκριτική διάθεση για να δούμε τι πήγε λάθος, τι δεν κάναμε καλά, κι αν τέλος πάντων όντως έχουμε κάποιο ελάττωμα σαν λαός, που μας οδηγεί στις ρηθείσες δυσκολίες.
Αυτές οι απόπειρες συνήθως είναι επιφανειακές και τετριμμένες για τον λόγο ότι ένα βασικό ελάττωμα μας είναι η αποστροφή στην αλήθεια, αν όχι η παραποίηση της.
Η διαχρονικότητα του ελληνισμού όπως θα καταδειχτεί επιβεβαιώνεται μέσα από τα ελαττώματα του, τα οποία και παραμένουν ίδια από την ελληνιστική εποχή ως σήμερα, διαγράφοντας ξεκάθαρα ένα σχίσμα με το ελληνικό έθος των χρυσών αιώνων που προηγήθηκαν της Ρωμαϊκής κατοχής.
Χαρακτηριστικά, όπως η αποφυγή της αλήθειας (ακόμα και απ’ όσους ισχυρίζονται ότι φέρνουν την αλήθεια βλ δήθεν εκσυγχρονιστές, κλπ), η υποταγή στον ισχυρό, η τυραννία στον ασθενέστερο, η ακατάσχετη φλυαρία στον δημόσιο λόγο, η ισχυρή τάση για διαίρεση κλπ έχουν μακραίωνη υπερδιχιλιετή παράδοση.
1. «Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι
κάποιος Ρωμαίος χαρακτήρισε τον Φιλοποίμενα ως «τον έσχατον των Ελλήνων» (ο τελευταίος των Ελλήνων),
γιατί μετά από αυτόν η Ελλάς δεν γέννησε κανέναν άξιο άνδρα. Επίσης, στον Βίο του Αράτου, ο ίδιος ο Πλούταρχος θεωρεί ότι η ανάκτηση του Ακροκορίνθου από τους Αχαιούς του Αράτου και η
εκδίωξη της Μακεδονικής/βασιλικής Φρουράς από εκεί ήταν «η έσχατη Ελληνική πράξη».
Από ένα σημείο και μετά, οι ελληνικές πόλεις-κράτη και τα Κοινά απώλεσαν κάθε ουσιαστική δυνατότητα αυτονομίας σε μείζονα θέματα και δεν κουνιόταν ούτε φύλλο αν δεν το ενέκρινε η «ἀλλόφυλος ἀρχή» των Ρωμαίων.
Το μόνο που μπορεί να κάνει ένας Έλληνας σήμερα, γράφει αλλού ο Πλούταρχος, είναι να ασχοληθεί με τα τοπικά κοινά της πόλης του και να έχει ισχυρούς Ρωμαίους φίλους, γιατί οι Ρωμαίοι φροντίζουν τους φίλους τους.
Αλλού ο Πλούταρχος συμβουλεύει τους σύγχρονούς του Έλληνες να μην προσπαθήσουν να μιμηθούν τις ένδοξες πράξεις [ελευθερίας] των προγόνων τους, επειδή δεν είναι καιροί για τέτοια ανόητα πράγματα. Η Ρωμαϊκή αιχμή ήταν νηλεής (smerdaleos.wordpress.com)»
2. Οι αρχαίοι Έλληνες είναι στα βιβλία εθνολογίας το τυπικό παράδειγμα λαού που, παρά τον ανεπτυγμένο πολιτισμό τους και παρά το γεγονός ότι
έφτασαν σε σημείο εθνοτικής αυτοσυνειδησίας, παρά ταύτα δεν κατάφεραν να συναρμοστούν σε έθνος (nation), επειδή
δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την κοινωφελία μιας ευρύτερης ελληνικής συλλογικότηταςκαι την λειτουργική απορρόφηση της πόλεως σε μια ευρύτερη, ενιαία πολιτική κοινότητα.
3. Στο
βιβλίο του Benjamin Isaac» The Invention of Racism in Classical Antiquity»(Princeton University Press, 1η έκδοση 2004) ο Isaac παραθέτει τις στερεοτυπικές περιγραφές των Ελλήνων και των Ρωμαίων για τους άλλους λαούς.
– Για τον Πλίνιο οι Έλληνες ήταν «vitiorum omnium genitores» (οι γενέτορες όλων των βίτσιων/ελαττωμάτων), ένας λαός που «ξεχειλίζει» αυταρέσκεια (genus in gloriam suam effusissimum), που θεωρεί σημαντικά μόνον και όλα τα δικά του επιτεύγματα (omnia sua mirantibus) και, φυσικά, που διαδίδει εξωφρενικά ψέματα (portentosa Graeciae mendacia).
– Όταν ο Πολύβιος περιγράφει τον φιλέλληνα (λάτρη του ελληνικού πολιτισμού) Ρωμαίο ύπατο Αύλο Ποστούμιο Αλβίνο, γράφει ότι επειδή ήταν από τη φύση του στωμύλος, λάλος και πέρπερος (πολυλογάς και καυχησιάρης) υιοθέτησε την ελληνική αγωγή, με αποτέλεσμα να αποκτήσει και τα χείριστα ελαττώματα των Ελλήνων (ἐζηλώκει τὰ χείριστα τῶν Ἑλληνικῶν): έγινε φιλήδονος, φυγόπονος και απτόλεμος (απέφυγε τη μάχη της Φωκίδος επικαλούμενος ασθένεια, αλλά στην Σύγκλητο διηγήθηκε ότι πολέμησε). Με άλλα λόγια, έγινε καλοπερασάκιας, αργόσχολος,ψεύτης και άνανδρος.
– Σε άλλο σημείο ο Πολύβιος γράφει ότι του προξένησε εντύπωση η εντιμότητα με την οποία διαχειρίζονταν το δημόσιο χρήμα οι Ρωμαίοι που διορίζονταν σε δημόσια αξιώματα, συμπληρώνοντας ότι αυτή η εντιμότητα ήταν κάτι το αδιανόητο για τους Έλληνες (συγκεκριμένα γράφει ότι στα χέρια των Ελλήνων που διαχειρίζονται τα κοινά δεν μπορείς να εμπιστευτείς ούτε ένα τάλαντο).
– Μετάφραση (22-4): «μεθοκοπάτε από το πρωί μέχρι το βράδυ, ζήστε σαν Γραικοί, αγοράστε αμφιπόλους και ελευθερώστε τες, ταΐστε παράσιτα, φάτε του σκασμού σε δαψιλές γεύμα!» (drink night and day, live like Greeks, make purchase of mistresses, give them their freedom, feed parasites, feast yourselves sumptuously!)
-Μετάφραση (61-2) «μεθοκοπάτε, ζήστε σαν Γραικοί, φάτε του σκασμού, σφάξτε τα θρεφτάρια σας!» (Drink, live like Greeks, eat, stuff yourselves, slaughter your fatlings!)
Δεν νομίζω πως χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις για το πως κατανοούσε ο Πλαύτος το «ζήστε σαν Γραικοί».
– Ο Κάτων πίστευε ότι οι «γεροξεκούτηδες Γραικοί» (τα «γερόντια» οι Γραικοί) ήταν ένα παρηκμασμένο, έκφυλο και θηλυπρεπές έθνος που ήταν με το ένα πόδι στον τάφο (είχε περάσει η περίοδος ακμής του και ήταν στα τελευταία του, έτοιμο οσονούπω να μπει σε «νεκροφόρα», δηλαδή να χαθεί από την ιστορία).
Αν οι Ρωμαίοι υιοθετούσαν τον πολιτισμό των Ελλήνων, το μόνο που θα κατάφερναν ήταν να γίνουν και αυτοί ευχείρωτοι (εύκολα κατακτήσιμοι) όπως οι Γραικοί.
Η σκηνή που περιγράφει ο Πλούταρχος είναι μια πολύωρη συνέλευση της Συγκλήτου για κάτι Αχαιούς φυγάδες, με τον Κάτωνα να λέει «μα θα χάσουμε την ημέρα μας για κάτι γεροξεκούτηδες Γραικούς που είναι με το ένα πόδι στον τάφο (που δεν ξέρουμε αν πρέπει να τους βάλουμε σε νεκροφόρα τώρα ή όταν επιστρέψουν στην Αχαΐα);»
– Επειδή η ιατρική ήταν ένα κατεξοχήν ελληνικό επάγγελμα, οι Ρωμαίοι αριστοκράτες είχαν κατά κανόνα Έλληνα ή ελληνομαθή γιατρό. Ο Κάτων πίστευε ότι οι Έλληνες γιατροί είχαν βαλθεί να φαρμακώσουν όλους τους μη Έλληνες πελάτες τους, τους οποίους θεωρούσαν βαρβάρους (iurarunt inter se barbaros necare omnis medicina), και μάλιστα, είχαν το θράσος να ζητάνε και ίατρα κι από πάνω (αμοιβή,merces).
Το χωρίο αυτό είναι μέρος ενός μεγαλύτερου ανθελληνικού λόγου του Κάτωνα που διέσωσε ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος. Στο λόγο αυτό ο Κάτων χαρακτηρίζει, επιπλέον, τους Έλληνες ως ουτιδανότατο (nequissimum) και αδιόρθωτο (indocilis = ανεπίδεκτος μαθήσεως) λαό, ο οποίος έστειλε στους Ρωμαίους την διαφθείρουσα γραμματεία του και, ακόμα χειρότερα, τους δηλητήρες γιατρούς του (suasliteras […] omnia conrumpet, tum etiam magis, si medicos suos si mittet).
Επίσης, ο Κάτων παραθέτει την ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι οι Έλληνες αποκαλούσαν προσβλητικά τους Ρωμαίους «Οπικούς», δηλαδή «Αύσονες». Έχει ενδιαφέρον ότι ο Κάτων θεωρούσε το πρόσρημα «Οπικοί» προσβλητικό, επειδή στις ημέρες του οι Οπικοί/Αύσονες/Όσκοι ήταν ένας γειτονικός λαός, διαφορετικός από τους Ρωμαίους/Λατίνους. Ίσως η επιλογή των Ελλήνων να αποκαλέσουν τους Ρωμαίους «Οπικούς» να ήταν μια αντίδραση στη συνήθεια των Ρωμαίων να αποκαλούν τους Έλληνες «Γραικούς».
– Η γνώμη του Κάτωνα για τους Έλληνες φιλοσόφους ήταν ότι διέφθειραν τους νέους διδάσκοντάς τους να είναι μόνο ρητήρες λόγων (φαφλατάδες) και όχι πρηκτήρες έργων και αποσπώντας την προσοχή τους από την διαχείριση της Res Publica.
– Όταν οι Ρωμαίοι ήταν έτοιμοι να ολοκληρώσουν το 154 π.Χ. την οικοδόμηση του πρώτου ελληνικού θεάτρου στην Ρώμη, ο Πούπλιος Κορνήλιος Σκιπίων Νασίκας («Μυταράς»), που τότε ήταν ύπατος, διέκοψε την ανέγερση του έργου και τελικά το γκρέμισε, λέγοντας πως «οὐ χρήσιμον ὅλως Ἑλληνικαῖς ἡδυπαθείαις Ῥωμαίοις ἐθίζεσθαι» (δεν ήταν χρήσιμο για τους Ρωμαίους να προσεθιστούν στις ελληνικές ηδυπάθειες).
– Όταν ο αδελφός του Κόιντος διορίστηκε πραίτωρ της Μικράς Ασίας, ο Κικέρων του έστειλε ένα γράμμα στο οποίο τον συμβούλευε να μην έχει πολλά πάρε-δώσε με Γραικούς, παρά μόνο με τους πολύ λίγους από αυτούς -αν έχει μείνει κανένας- (perpaucorum-si qui sunt) που είναι αντάξιοι της αρχαίας Ελλάδας (vetere Graecia digni). Οι Γραικοί στους οποίους θα πάει ο Κόιντος περιγράφονται ως «υπερβολικά ύπουλοι/δολεροί» (fallaces sunt permulti) και «leves” (~ «αναξιόπιστοι, παλίμβολοι»)
Σε άλλο χωρίο ο Κικέρων ισχυρίζεται ότι το κύρος (auctoritas) και η δόξα (laus) της αρχαίας Αθήνας είναι τόσο μεγάλα που μόνο αυτά διατηρούν το συντετριμμένο (fractum) και σακατεμένο (debilitatum) όνομα της Ελλάδος (Graeciae nomen).
Για τον Κικέρωνα το χαρακτηριστικότερο ελάττωμα (vitium = βίτσιο) των Γραικών ήτανη ineptitudo, δηλαδή οι Γραικοί ήταν inepti.
Είναι τόσο τυπικό ελάττωμα των Γραικών, γράφει ο Κικέρων, ώστε δεν έχουν καν όνομα γι΄αυτό το ελάττωμα στην γλώσσα τους.
Επειδή όμως ο Κικέρων παραθέτει μερικά παραδείγματα της ineptitudo των Γραικών, καταλαβαίνουμε ότι λίγο πολύ εννοεί «impertinent” και «tackless,” δηλαδή ηέλλειψη λεπτότητας (τακτ) και η έλλειψη της συναίσθησης του πότε πρέπει να μιλάς.
Ο Γραικός, κατά τον Κικέρωνα, έχει τέτοια ανάγκη να αποδειχτεί ξερόλας που έχει άποψη για τα πάντα, χώνεται σε οποιαδήποτε συζήτηση, μιλάει εκεί που δεν πρέπει να μιλήσει.
Στον ίδιο διάλογο ο Κικέρων γράφει ότι οι Γραικούληδες (Graeculi) διαφωνούν μανιωδώς για τα επιχειρήματα και τις λέξεις, αλλά ποτέ για την αλήθεια (που δεν τους ενδιαφέρει).
0 Κικέρων βάζει ένα πρόσωπο του διαλόγου να ζητήσει χρόνο για να σκεφτεί την απάντησή του λέγοντας «νομίζεις ότι είμαι κάνας αργόσχολος και φαφλατάς Γραικούλης (Graeculo otioso et loquaci), που μπορεί να είναι και μορφωμένος, ο οποίος θα σου απαντήσει χωρίς πρώτα να σκεφτεί;»
– Σύμφωνα πάντα με τον Κικερώνα: Σου σκάει μύτη Γραικός άνθρωπος (Graecum hominem), που ούτε έχει αντικρίσει ποτέ πολέμιο στο πεδίο της μάχης (qui numquam hostem), ούτε έχει αντικρίσει ποτέ στρατόπεδο (numquam castra vidisset), ούτε έχει διοριστεί ποτέ σε δημόσιο aξίωμα (publici muneris attigisset), και σου δίνει συμβουλές σε στρατιωτικά θέματα, έχοντας άποψη για το τι έκανε λάθος ένας Αννίβας που όλα αυτά τα χρόνια συναγωνιζόταν σε imperium τους κοσμοκράτορες Ρωμαίους (qui tot annis de imperio cum populo Romano omnium gentium victore certasset).
– Ο Ιουβενάλης σατιρίζει την θηλυπρέπεια/μαλθακότητα των Γραικών, ο Ρωμαίος, λέει, δεν έχει λόγο να φοβάται τον θηλυπρεπή/μαλθακό Γραικό. Αν είναι να φοβάται κάποιον κατεκτημένο, αυτός είναι ο «horridus” (φρικαλέος, βαρβάτος βάρβαρος) Ισπανός, ο Γαλάτης και ο Ιλλυριός.
– Σε ένα χωρίο των Ιστοριών του ο Τάκιτος περιγράφει ελληνικής καταγωγής στρατιώτες της ρωμαϊκής φρουράς της Τραπεζούντας του Πόντου, γράφοντας πως «αν και φέρουν τα δικά μας Ρωμαϊκά λάβαρα και όπλα, διατηρούν τη ραθυμία (desidia) και την ανηθικότητα (licentia) των Γραικών.»
– Ο Πλίνιος ο Νεώτερος διέσωσε μια επιστολή που του έστειλε ο αυτοκράτορας Τραϊανός, στην οποία οι δύο άνδρες σχολίασαν την έκπληξη που τους προκάλεσε η εργατικότητα που επέδειξαν οι Νικαιάτες στην ανέγερση του νέου τους γυμνασίου. Ο Τραϊανός γράφει «gymnasiis indulgent Graeculi»= «όλοι οι Γραικούληδες γουστάρουν τα γυμνάσιά τους» και συνεχίζει γράφοντας «ideo forsitan Nicaenses maiore animo constructionem eus ingressi sunt” (γι΄αυτό μάλλον οι Νικαιάτες δείχνουν τέτοιο εργατικό ζήλο στην ανέγερση [του γυμνασίου τους]). Αυτή η φράση του Τραϊανού συμπληρώνει τρεις αιώνες ρωμαϊκής απόρριψης του ελληνικού γυμνασίου και της παλαίστρας, ως τρόπο ανατροφής των αγοριών. Ο Πλούταρχος στα «Ρωμαϊκά ζητήματα» (Αἴτια Ῥωμαϊκά) γράφει ότι οι Ρωμαίοι απεχθάνονταν την ελληνική συνήθεια του χρισμού με λάδι (ξηραλοιφεῖν) και ήταν πεπεισμένοι ότι οι Έλληνες κατακτήθηκαν λόγω της «μαλακίας» που απέκτησαν στα γυμνάσια και τις παλαίστρες τους, όπου κακοσχολούν χρισμένοι με λάδι, ασχολούμενοι με την παιδεραστία και την διαφθορά των νέων, και όπου εκπαιδεύονται στην [αχρείαστη] τέχνη της πάλης, ενώ θα έπρεπε να βρίσκονται στα στρατόπεδα και να εκπαιδεύουν ιππείς και οπλίτες.
– Στο έργο του Μακροβιου Saturnalia, οι όροι Graecus και Graeculus χρησιμοποιούνται συχνά με υποτιμητική σημασία, για να δηλώσουν τον «φαφλατά» ρήτορα. Οι κύριοι πρωταγωνιστές του διαλόγου είναι ο «μαέστρος» που διευθύνει τον διάλογο Ευάγγελος, ο οποίος συστήνεται ως γεννημένος στο Λάτιο Ρωμαίος, άιδρις της Ελληνικής ρητορείας (homo Romanus, natus in Latium, et eloquium Graecuma nobis alienissimum est) και οι δύο «φαφλατάδες» Γραικοί ρητοροφιλόσοφοι Δυσάριος και Ευστάθιος.
Ο Ευστάθιος παίζει το ρόλο του αντι-Δυσάριου, δηλαδή κάθε φορά που τελειώνει την «κουραστική και λαβυρινθώδη» του επιχειρηματολογία ο Δυσάριος, ο Ευάγγελος δίνει το λόγο στον Ευστάθιο ζητώντας του να αποδείξει το ακριβώς αντίθετο. Έτσι ακολουθεί μια εξίσου «κουραστική και λαβυρινθώδης»αντεπιχειρηματολογία από τον Ευστάθιο.
Μετά από μια «λαβυρινθώδη και τυραννική για τα αφτιά» επιχειρηματολογία του Δυσαρίου, ο Ευάγγελος τον συγχαίρει ειρωνικά με τη φράση «euge, Graeculus noster!» («Εύγε Γραικούλη μας! [που μας κούφανες πάλι]», Sat. VII.9.26-7).
Αναγνώσατε ολόκληρο το άρθρο, πατώντας εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου