|
Σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις
Αν περιμένουμε να λύσει το πρόβλημα της χώρας η παρούσα κυβέρνηση, νομίζω ότι κάνουμε ένα θεμελιώδης λάθος. Η παρούσα κυβέρνηση είναι το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα της οικονομίας, είναι το μεγάλο πολιτικό βάρος που παρεμποδίζει την ανάπτυξη, την ανασυγκρότηση, τον σχηματισμό ενός εθνικού σχεδίου για το μέλλον της χώρας που να μπορούμε να το αγκαλιάσουμε συναινετικά όλες οι δημιουργικές δυνάμεις του έθνους, γιατί δεν θέλουν στην πραγματικότητα ούτε συναίνεση, ούτε συναντίληψη, θέλουν εχθρούς, κατασκευάζουν εσωτερικούς εχθρούς. Βεβαίως, επειδή στην οικονομία, τώρα, δεν υπάρχουν περιθώρια για πολλά λόγια και κυρίως για «μαγκιές», εντός εισαγωγικών, γιατί είδαμε πού οδηγεί η λογική του «τζάμπα μάγκα», πού δημιουργείται η ένταση, η ένταση δημιουργείται στους θεσμούς, στη δικαιοσύνη, στα θέματα της αναθεώρησης του Συντάγματος και βεβαίως στον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζονται τους αντιπάλους. Εδώ, εάν έχεις διαφορετική γνώμη, γίνεσαι αντίπαλος και νιώθεις ότι απειλείσαι, αυτή είναι μία διαφορά καθεστωτικού χαρακτήρα. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Σχετικά με το ζήτημα των 8 Τούρκων αξιωματικών
Ο κ. Τσίπρας νομίζει ότι με τους απλούς επικοινωνιακούς τρόπους, με την απλοϊκή προπαγάνδα, με την οποία απευθύνεται στο εσωτερικό ακροατήριο, μπορεί να απευθύνεται και στους διεθνείς συνομιλητές του. Δηλαδή, επειδή μπορεί να δημιουργεί φευγαλέες εντυπώσεις για την ελληνική κοινή γνώμη, νομίζει ότι μπορεί να πείθει και τον κ. Erdogan ή τους Τούρκους συνομιλητές του, χωρίς να τους λέει την αλήθεια, ότι εδώ υπάρχει ένα σύστημα, μία έννομη τάξη, η οποία βασίζεται στον πολιτικό φιλελευθερισμό, στις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Είμαστε μία ευρωπαϊκή χώρα και πρέπει να σεβόμαστε το Διεθνές Δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Σύνταγμά μας, υπάρχουν πράγματα που γίνονται και πράγματα που δεν γίνονται σε ένα κράτος δικαίου, και αυτό αφορά και τους πρόσφυγες, αφορά και τους αιτούντες άσυλο, αφορά την παροχή ασύλου, την παροχή, γενικότερα, του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, είτε είναι άσυλο, είτε επικουρική ή ανθρωπιστική προστασία. Υπό την έννοια αυτή, λοιπόν, τώρα παρακολουθούμε διάφορα σενάρια. Το ένα σενάριο ήταν η ιστορία της έκδοσης. Αυτό είναι ποινικού χαρακτήρα ζήτημα και κρίθηκε αμετάκλητα με την απόφαση του Αρείου Πάγου.
Υπάρχει όμως, τώρα, δίπλα στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου, το πεδίο του Διοικητικού Δικαίου, που διέπεται βέβαια και από κανόνες Διεθνούς Δικαίου που είναι αυτά που σχετίζονται με το καθεστώς ασύλου, με το καθεστώς προστασίας. Εκεί, η δευτεροβάθμια Επιτροπή, η οποία είναι Διοικητική μεν, αλλά με δύο στα τρία μέλη δικαστές, εξέδωσε μία πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και χορηγεί καθεστώς ασύλου. Τώρα, έχουμε το σπάνιο φαινόμενο ο Υπουργός να στρέφεται κατά της απόφασης της Επιτροπής, είναι η λεγόμενη ενδοστρεφής δίκη, μία αίτηση ακυρώσεως που κάνει ο Υπουργός κατά μίας Επιτροπής που κινείται στο πεδίο του Υπουργείου του. Αυτή, λοιπόν, πήγε τώρα στο Διοικητικό Εφετείο. Κατ’ έφεση πηγαίνει στο Συμβούλιο Επικρατείας. Αυτή η προσφυγή εκδικάζεται σε δύο φάσεις, στην προσωρινή δικαστική προστασία, τα ασφαλιστικά μέτρα όπως ξέρει ο κόσμος, που δεν είναι ασφαλιστικά μέτρα ακριβώς, αλλά είναι η προσωρινή δικαστική προστασία με προσωρινή διαταγή και ούτω καθεξής. Τώρα, οδήγησε στο να πει το Εφετείο ότι αναστέλλεται, προς το παρόν, η απόφαση της Επιτροπής που χορηγεί το άσυλο.
Η κυβέρνηση έβαλε δικαστικούς λειτουργούς ως μέλη των Επιτροπών, για να αναβαθμίσει την αντικειμενικότητά τους και την ικανότητά τους να εκδίδουν αιτιολογημένες αποφάσεις –και η προηγούμενη σύνθεση ήταν πάρα πολύ καλή, από άξιους νομικούς που δεν ήταν δικαστές. Αυτές οι Επιτροπές, οι Επιτροπές Προσφυγών, είναι πάρα πολύ αυστηρές, δεν χορηγούν με ευκολία άσυλο, σπανίως έχει γίνει αυτό. Άρα, ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν και επηρεάζονται, βέβαια και από αυτά που είπε ο Άρειος Πάγος στη διαδικασία της έκδοσης. Θα κρίνει λοιπόν και επί της ουσίας την αίτηση ακυρώσεως –αν και είναι λίγο αντιφατικό αυτό– την προσφυγή το Διοικητικό Εφετείο και μετά το Συμβούλιο Επικρατείας. Μετά μπορεί να υποβληθεί ξανά αίτηση του Τούρκου και των άλλων Τούρκων με νέα στοιχεία για άσυλο και ούτω καθεξής, δεν είναι εύκολο να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία. Κατασκευάζει, λοιπόν, η κυβέρνηση μία άλλη θεωρία τώρα, την οποία ακούσατε από τον κ. Κοντονή προχθές, ότι μπορεί να δικάσουμε εμείς τους Τούρκους στην Ελλάδα για απόπειρα εσχάτης προδοσίας στην Τουρκία, με βάση το άρθρο 8 του Ποινικού Κώδικα που αναφέρεται σε εγκλήματα αλλοδαπών στην αλλοδαπή και μιλά για εσχάτη προδοσία, αλλά, όπως, τουλάχιστον, η πλειοψηφία των αναλυτών δέχεται, αυτό αφορά την εσχάτη προδοσία κατά του ελληνικού πολιτεύματος. Εσχάτη προδοσία είναι όταν θίγει κανείς το δημοκρατικό-κοινοβουλευτικό πολίτευμα, δεν είναι η προδοσία της χώρας, δηλαδή η παράδοση μυστικών της χώρας.Άρα, έχει πολύ μεγάλη σημασία να δούμε εάν πράγματι έχει εφαρμογή το άρθρο 8 του Ποινικού Κώδικα.
Αλλά και πες ότι έχει, είναι αυτή η περίπτωση στην οποία πρέπει να εμπλακούν τα Ποινικά Δικαστήρια, τα ελληνικά, να δικάσουν επί τη βάσει των τουρκικών δεδομένων και των τουρκικών πραγματικών περιστατικών και ποιων ντοκουμέντων και ποιων μαρτυριών, κάποιους οι οποίοι έτυχε να βρεθούν εδώ, όταν υπάρχουν διάχυτοι τέτοιοι αιτούντες άσυλο σε όλη την Ευρώπη; Εν πάση περιπτώσει, αυτό καταλαβαίνετε ότι είναι ένας μηχανισμός παραγωγής προβλημάτων διαρκώς εις βάρος της αξιοπιστίας της κυβέρνησης, το λιγότερο, αλλά και εις βάρος του διεθνούς κύρους της χώρας και, κυρίως, εις βάρος του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
|
|
Αποσπάσματα από τη συνέντευξη Ευ. Βενιζέλου στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ και στην εκπομπή «Αταίριαστοι», με τους δημοσιογράφους Χρήστο Κούτρα και Γιάννη Ντσούνο (8.1.2018)
Σχετικά με τις εξελίξεις στην οικονομία
Αυτό που λέει ο κ. Τσίπρας ότι επίκειται η λήξη του τρίτου μνημονίου και η «καθαρή» έξοδος στις αγορές, κατά τη γνώμη μου δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, διότι προ πολλού, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει ψηφίσει το τέταρτο μνημόνιο. Δηλαδή τα μέτρα του 2018, τα οποία είναι σχετικώς λίγα και ήπια, τα μέτρα του 2019 για τις συντάξεις, τα μέτρα του 2020 για το αφορολόγητο, τους στόχους για πολύ υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 7 δισεκατομμύρια, με τα σημερινά δεδομένα, το χρόνο πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι και το 2022. Έχει δεσμευτεί για πρωτογενές πλεόνασμα επάνω από 2% μέχρι το 2060, είμαστε σε μηχανισμό επιτήρησης ούτως ή άλλως και θα είμαστε μέχρι να αποπληρωθεί το 75% των δανείων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Άρα, τι είναι η περιβόητη «καθαρή» έξοδος; Είναι μία μετάβαση από το τρίτο μνημόνιο που προβλέπει και εποπτεία και μέτρα και δάνειο και λεφτά με πολύ φτηνό επιτόκιο, σε ένα τέταρτο μνημόνιο που έχει μέτρα, που έχει εποπτεία, που έχει δύσκολους δημοσιονομικούς στόχους, αλλά δεν έχει λεφτά, δεν έχει δάνειο.
Άρα, λοιπόν, το ερώτημα το ακούσατε στη συζήτησή μου με τον κ. Τσακαλώτο στη Βουλή, θα μας συνέφερε να πάμε σε μία προληπτική πιστωτική γραμμή; Δηλαδή, να έχουμε τις πλάτες του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ώστε οι αγορές να ξέρουν ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνη και δεν είναι εκτεθειμένη ώστε να συμπιέσουμε τα επιτόκια προς τα κάτω; Κατά τη γνώμη μου, θα μας συνέφερε. Γι’ αυτό είπα, πάρτε την προληπτική πιστωτική γραμμή που είχε αποφασιστεί το Νοέμβριο του 2014, για να τη συγκρίνετε με αυτά που θα συμβούν μετά τον Αύγουστο του 2018. Όπως με το e-mail Χαρδούβελη, όπως θυμάστε, το είχα βγάλει κάποια στιγμή το Φεβρουάριο του 2015 και είπα, κρατήστε το, θα δείτε ότι αυτό είναι παιδική χαρά σε σχέση με το τρίτο μνημόνιο που θα έρθει επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Τώρα, η θεωρία είναι ότι θα υπάρξει ένα αποθεματικό, ένα cash buffer, ένα μαξιλάρι, ταμειακό, ασφαλείας, το οποίο θα συγκροτηθεί με λεφτά που θα μας δώσει βεβαίως ο ESM από το δάνειο που περισσεύει και αυτά που συγκεντρώνουν και συγκεντρώνουν συνεχώς. Γιατί, το βραχυπρόθεσμο χρέος, δηλαδή τα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου και τα repos τα λεγόμενα από τα λεφτά των ασφαλιστικών ταμείων, είναι περίπου 30 δισεκατομμύρια, τα οποία στην πραγματικότητα δανείζεται το κράτος. Συν οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του κράτους προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις που καθυστερούν, αυτό δημιουργεί ένα μαξιλάρι, αλλά διογκώνει και το χρέος το βραχυπρόθεσμο και το εν δυνάμει χρέος, το κρυμμένο αυτό από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους, που κάποια στιγμή θα πληρωθούν. Αυτό το μαξιλάρι, λοιπόν, δεν δίδεται χωρίς όρους, προφανώς είναι το υπόλοιπο του τρίτου δανείου, άρα θα συνεχιστεί η εποπτεία, η οποία ήδη υπάρχει, μόνο που δεν θα υπάρχουν διαθέσιμα λεφτά για την Ελλάδα μέσω του ESM.
Αυτό τι σημαίνει πρακτικά, για να είμαστε πολύ ρεαλιστές, σημαίνει ότι δεν κάνει η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου μία επιλογή και λέει, «δεν θέλουμε άλλο μνημόνιο, δεν θέλουμε προληπτική γραμμή, μας αρκεί το ταμειακό μαξιλάρι εδώ, είμαστε μόνοι μας με τις αγορές». Αυτή είναι η επιλογή των Ευρωπαίων, οι Ευρωπαίοι έχουν πει από το 2015, μετά την εμπειρία του πρώτου εξαμήνου, έχουν πει στις 12 Ιουλίου του 2015 στην περιβόητη διαπραγμάτευση και συμφωνία του κ. Τσίπρα ότι αυτό είναι το τελευταίο πακέτο, πορευτείτε, δεν θέλουμε να ακούσουμε ξανά για την υπόθεση που λέγεται Ελλάδα.
Σχετικά με το έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος
Η κυβέρνηση Παπανδρέου, της οποίας ήμουν στην πρώτη φάση Υπουργός Αμύνης, αλλά παρακολουθούσα τα πράγματα εν πάση περιπτώσει ως μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου, παρέλαβε μία κατάσταση την οποία τη διαχειρίστηκε υπό πολύ μεγάλη πίεση, χωρίς να υπάρχουν μηχανισμοί και θεσμοί, οι οποίοι αργότερα εγκαθιδρύθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη. Βεβαίως έγιναν λάθη, υπήρξε μία έκτακτη συνθήκη η οποία δύσκολα γινόταν αντιληπτή και από εμάς αλλά και από τους Ευρωπαίους, αλλά από ένα σημείο και μετά νομίζω ότι μπήκαμε σε μία πολύ σκληρή πειθαρχία και σε ένα οργανωμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση και νομίζω ότι αυτό το σηματοδοτεί το δεύτερο πρόγραμμα, το πρόγραμμα του 2011-2012 με το κούρεμα του χρέους. Ακόμη και τώρα οι παραμετρικές αλλαγές που βελτιώνουν το χρέος και που μας δίνουν οι Ευρωπαίοι, γίνονται επάνω στο δεύτερο πρόγραμμα και στο δεύτερο δάνειο. Μόνο που τώρα, επί ημερών Τσίπρα, το κόστος των βελτιώσεων το πληρώνει η Ελλάδα με μικρή αύξηση των τόκων και του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους. Άρα, λοιπόν, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι την περίοδο 2004-2009 και ιδίως 2007-2009 υπήρξε πλήρης απώλεια του ελέγχου, ενώ είχε χτυπήσει το καμπανάκι της παγκόσμιας κρίσης και στην Αμερική και στην Ευρώπη.
Σχετικά με το «ονοματολογικό»
Το σκοπιανό, το ζήτημα του ονόματος, το ονοματολογικό όπως λέγεται, τίθεται σε δύο διαφορετικά επίπεδα τον τελευταίο καιρό. Το ένα είναι το επίπεδο της λειτουργίας του πολιτεύματος, του πολιτικού συστήματος. Πήγε να κατασκευασθεί ένα τέχνασμα, ότι η Κυβέρνηση διασπάται σε ΣΥΡΙΖΑ που προωθεί μία λύση και ΑΝΕΛ που καταγγέλλουν τη λύση αυτή ως αντεθνική και όσους την υποστηρίζουν. Αυτό νομίζω ότι απετράπη, έγινε κατανοητό ότι δεν μπορεί να υπάρχει μία κυβέρνηση η οποία σε ένα μείζον θέμα γενικής πολιτικής όπως λέγεται, δεν μπορεί να εμφανίζεται διχασμένη και να ενεργεί με βάση τις αρμοδιότητες των μελών της ή τις απόψεις των κομμάτων που μετέχουν σε αυτή.
Δεύτερο πεδίο, είναι το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Έχουμε εμείς μία ενιαία εθνική θέση και ποια είναι αυτή η ενιαία εθνική θέση; Λένε κάποιοι, η θέση είναι αυτή που είχε αποφασιστεί στη σύσκεψη αρχηγών υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1992, ότι δεν δεχόμαστε καθόλου το όνομα Μακεδονία ως ένα όνομα αποδεκτό από εμάς της γειτονικής χώρας. Αυτό έχει αλλάξει προ πολλού. Τον Απρίλιο του 1993 εντάχθηκε στον ΟΗΕ η γειτονική μας χώρα, με σύνθετο όνομα που έχει τον όρο Μακεδονία, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Έκτοτε, άρχισαν οι συνομιλίες για το όνομα. Επειδή αυτό είχε βαλτώσει, μέσω των χειρισμών που έγιναν το 1994-1995, δηλαδή η δημιουργία μιας έντασης, προκειμένου να υπάρξει εκτόνωση και συμφωνία, πήγαμε στην ενδιάμεση συμφωνία και με την ενδιάμεση συμφωνία αποσύρθηκε η σημαία με το αστέρι της Βεργίνας. Δεσμεύτηκαν οι αξιωματούχοι και οι εκπρόσωποι της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, διεθνώς, κατά το διεθνές δίκαιο, ότι τίποτα στο Σύνταγμά τους δεν μπορεί να ερμηνευθεί ωσάν να έχει αλυτρωτικό περιεχόμενο, εδαφικές διεκδικήσεις ή οτιδήποτε εχθρικό για την Ελλάδα ή οποιαδήποτε διεκδίκηση ρόλου επιστασίας επί μιας υποτιθέμενης μειονότητας. Αυτά είναι πολύ σημαντικά στοιχεία και βέβαια η Ελλάδα δέχτηκε ότι θα εντάσσεται στους διεθνείς οργανισμούς η γειτονική μας χώρα με το προσωρινό της όνομα.
Επειδή πράγματι το 2008, το Συμβούλιο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι –αλλά το ίδιο έγινε και με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες– αναφέρθηκε στο όνομα και το έθεσε ως προϋπόθεση για την ένταξη στο ΝΑΤΟ, όχι με πρωτοβουλία της Ελλάδας ή μόνο της Ελλάδας, αλλά ως ομόφωνη απόφαση των μελών του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, υπήρξε προσφυγή των Σκοπίων στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε –δυστυχώς θα πω εγώ, καλώς-κακώς αυτό έκρινε– μετά από μία δίκη η οποία έγινε με όλους τους τύπους και τους υπογραμμούς του Διεθνούς Δικαίου, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να προβάλλει αντιρρήσεις για την ένταξη στο ΝΑΤΟ, εάν θέλουν να ενταχθούν με το προσωρινό όνομα. Αν υπάρχουν άλλοι λόγοι που αφορούν τα γενικά κριτήρια ένταξης, που αφορούν την περιφερειακή σταθερότητα, την ειρήνη, ζητήματα ασφάλειας, ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτά πρέπει να τίθενται χωρίς αναφορά στο όνομα.
Έκανα μετά μεγάλη προσπάθεια και την έκανα επί χρόνια ως Υπουργός Αμύνης και ως Υπουργός Εξωτερικών, στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να διαχωρίσουμε το ζήτημα του ονόματος με βάση και την απόφαση της Χάγης από τα άλλα κριτήρια τα οποία ισχύουν γενικώς για την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ενδιάμεση συμφωνία προβλέπει ειδικά ότι θα υπάρξει ένα καθεστώς σύνδεσης και συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ζώνη, άρα δεν προβλέπει διευκόλυνση στην ένταξη στην Ένωση. Ισχύουν τα γενικά κριτήρια της ένταξης όλων των υποψηφίων χωρών, τα κριτήρια της Κοπεγχάγης ούτως ή άλλως και βεβαίως ο προενταξιακός διάλογος και ο έλεγχος του κοινοτικού κεκτημένου με όλες τις λεπτομέρειές του, όπως συμβαίνει με πάρα πολλές χώρες. Άρα, και αυτό πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας.
Από το 1993, οι κυβερνήσεις κατά καιρούς με τις προγραμματικές τους δηλώσεις, αλλά και οι εκάστοτε Πρωθυπουργοί και οι εκάστοτε Υπουργοί Εξωτερικών κατ’ επανάληψιν, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αλλά σίγουρα ενώπιον του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και σε άπειρες συνομιλίες με τον κ. Nimetz, έχουμε πει –γιατί είμαι και εγώ ένας από αυτούς– ότι η Ελλάδα δέχεται ένα σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά για κάθε χρήση, erga omnes.
Και αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό μπορείς να βρεις σχετικά εύκολα, το ζήτημα είναι οι χρήσεις, η χρήση έναντι πάντων και ιδίως η χρήση των επιθετικών προσδιορισμών. Δηλαδή, σημασία δεν έχει πώς ονομάζεις το κράτος και τι γίνεται με το συνταγματικό του όνομα, αυτά τα βρίσκεις με κάποιον τρόπο σχετικά εύκολο, το ζήτημα είναι πώς λέγεται ο πολίτης του κράτους αυτού, πώς λέγεται η γλώσσα του, πώς λέγονται τα προϊόντα του στο διεθνές εμπόριο, όταν έχουν ονομασία προέλευσης, για να πάρω τρία παραδείγματα.
Αυτά, λοιπόν, είναι που πρέπει να τα δει η Κυβέρνηση και να ολοκληρώσει μία διαπραγμάτευση και μία λύση, πιθανή, αποδεκτή, η οποία να κινείται στο πλαίσιο της ενιαίας εθνικής θέσης των δημοκρατικών κομμάτων, που έχει διαμορφωθεί από το 1993 και μετά –δηλαδή τα τελευταία 25 χρόνια σταδιακά, αλλά καθαρά. Και να ενημερώσει την αντιπολίτευση, αφού ολοκληρώσει την αρμοδιότητά της και την ευθύνη της ως Κυβέρνηση που λειτουργεί ενιαία και σοβαρά και μετά η αντιπολίτευση –και αναφέρομαι πάντα στη δημοκρατική, την ευρωπαϊκή αντιπολίτευση– οφείλει να τοποθετηθεί, όχι με κριτήριο την εσωτερική πολιτική και τι κάνει ο κ. Καμμένος, που πρέπει να κάνει ό,τι του πει ο κ. Τσίπρας, γιατί αλλιώς είναι συνολικά, ας το πούμε, αναξιόπιστοι όλοι τους, αλλά πρέπει το κριτήριό μας να είναι το εθνικό συμφέρον.
Εάν κάτι μας έχει διδάξει η τελευταία δεκαετία, η δεκαετία της μεγάλης περιπέτειας της χώρας, είναι ότι δεν μπορούμε σε κανένα θέμα, και ιδίως στα μείζονα θέματα, τα εθνικά θέματα, να κινούμαστε πέραν της αλήθειας και του εθνικού συμφέροντος.
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου