δυο αξιοπροσεκτα αρθρα, αναρτημενα στον εξαιρετικο ιστοτοπο
τον οποίο και ευχαριστούμε θερμά καθώς και τους αρθρογράφους αλλά και την έγκριτη "ΗΜΕΡΗΣΙΑ":
ΑΔΕΙΑΖΕΙ Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ
«Βόμβα»
εγκατάλειψης και ερήμωσης του κέντρου της Αθήνας
Του Βασίλη Σ. Κανέλλη
Ανησυχητικές
διαστάσεις λαμβάνει η εγκατάλειψη του κέντρου της Αθήνας, με τους φόβους για
ερήμωσή του να αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο. Δεν είναι μόνο η αδυναμία
προσέλκυσης επενδυτών και κατοίκων, που θα δώσουν ζωντάνια σε περιοχές από το
Σύνταγμα μέχρι το Μεταξουργείο, είναι και η υποβάθμιση που προκαλείται εξαιτίας
της έλλειψης στρατηγικής για τη δημιουργία ενός κέντρου εφάμιλλου ευρωπαϊκών
πρωτευουσών.
Πολιτικοί, επαγγελματίες, μεσίτες και άνθρωποι που κινούνται στον χώρο των
ακινήτων κρούουν περισσότερο από ποτέ τον κώδωνα του κινδύνου για την ερήμωση
του κέντρου. Ο λόγος είναι η• λειτουργία του Πολιτιστικού Κέντρου «Ιδρυμα
Σταύρος Νιάρχος» στο Φάληρο. Το μοναδικό αυτό έργο που υποδέχθηκαν πριν από
μερικές ημέρες οι Ελληνες έχει και την αρνητική του πλευρά. Είναι η αποχώρηση
από το κέντρο της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Λυρικής Σκηνής, δύο εστίες
πολιτισμού που κρατούσαν ζωντανό το κέντρο της πόλης. Σε συνδυασμό με το
«λουκέτο» που ΄χει μπει σε ιστορικά καταστήματα και βιβλιοπωλεία, δημιουργείται
μια ιδιαίτερα αρνητική εικόνα.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη βρισκόταν στο Βαλλιάνειο κτίριο από το 1903, το οποίο
σχεδιάστηκε από τον Θεόφιλο Χάνσεν και οικοδομήθηκε με γενική επίβλεψη του
Ερνέστου Τσίλλερ. Είναι μέρος της νεοκλασικής τριλογίας Χάνσεν μαζί με το
κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών και αυτό της Ακαδημίας Αθηνών.
Σήμερα η Εθνική Βιβλιοθήκη αποχώρησε από την οδό Πανεπιστημίου 32 αφήνοντας
ένα εκπληκτικό κτίριο κενό και χωρίς, προς το παρόν, ένα σχέδιο αξιοποίησής
του.
Οσο για τη Λυρική Σκηνή, που βρίσκεται από το 1944 στην οδό Ακαδημίας,
αποτελούσε εδώ και 70 και πλέον χρόνια ορόσημο για τον ελληνικό πολιτισμό. Το
εμβληματικό θέατρο Ολυμπία μένει κι αυτό πλέον άδειο και εκφράζονται φόβοι ότι
αν δεν αξιοποιηθεί, θα μείνει για χρόνια κλειστό. Σχετική ερώτηση για το θέμα
του κτιρίου έκανε πριν από μερικούς μήνες η βουλευτής της ΝΔ, Ολγα
Κεφαλογιάννη, η οποία ρωτούσε: «Με τη σχεδιαζόμενη αποχώρηση της Λυρικής Σκηνής
από το εμβληματικό κτίριο του Θεάτρου Ολυμπία, γεννάται η άμεση ανάγκη για την
αλλαγή χρήσης του και η ένταξή του σ’ ένα ευρύτερο σχέδιο αναβάθμισης του πολύπαθου
κέντρου της πόλης. Η Αθήνα δεν αντέχει άλλα κλειστά κτίρια. Η ερήμωση του
κέντρου της πρωτεύουσας πρέπει να σταματήσει. Το υπουργείο Πολιτισμού και
Αθλητισμού οφείλει να δράσει».
Η αποχώρηση των δύο πολιτιστικών δραστηριοτήτων από το κέντρο είναι το
κερασάκι στην τούρτα, είναι ίσως το προειδοποιητικό καμπανάκι για τον κίνδυνο
πλήρους εγκατάλειψης. Και δεν ήταν μόνο η κρίση που έφερε το ανησυχητικό
σκηνικό. Η αδυναμία του κράτους και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να εκπονήσει ένα
γενικό σχέδιο αναβάθμισης του κέντρου εδώ και πολλά χρόνια οδηγεί και στην
παντελή απουσία ιδιωτικού επενδυτικού ενδιαφέροντος.
Στο κέντρο σήμερα κυριαρχεί η γκετοποίηση, πολλές φορές γίνεται θέατρο
σοβαρών επεισοδίων, η ανεξέλεγκτη μετανάστευση υποβάθμισε το κέντρο και το
κυριότερο, το «φωτογράφισε» αρνητικά σε όλο τον κόσμο.
Αδεια σπίτια
Χιλιάδες διαμερίσματα έχουν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της, ενώ χιλιάδες
είναι και τα λουκέτα σε καταστήματα και γραφεία, με αποτέλεσμα ολόκληροι δρόμοι
να μοιάζουν με «φαντάσματα». Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, ένα στα τρία εμπορικά
στο κέντρο είναι κλειστά, κυρίως σε δρόμους όπως η Πανεπιστημίου, η Σταδίου, η
Ακαδημίας, ενώ σε παράδρομους τα λουκέτα έχουν ξεπεράσει το 50%.
Οι ιδιοκτήτες των κτιρίων αυτών τα έχουν εγκαταλείψει στο έλεος του χρόνου,
καθώς θεωρούν ότι δεν θα αποδώσει η επένδυση σ’ αυτά. Ακόμη κι αν τα
ανακαινίσουν, η γενικότερη κατάσταση που επικρατεί τα έχει απαξιώσει. Σπίτια
πωλούνται ακόμη και με 3 χιλιάδες ευρώ, ενοικιάζονται με 100 ευρώ τον μήνα,
μένουν σ’ αυτά δεκάδες μετανάστες, οι οποίοι όταν τα εγκαταλείπουν μοιάζουν με
βομβαρδισμένο τοπίο. Υπάρχουν, μάλιστα, ιδιοκτήτες καταστημάτων που τα
προσφέρουν δωρεάν, αρκεί ο επιχειρηματίας να πληρώνει τα έξοδα (κοινόχρηστα και
ΕΝΦΙΑ) και να κάνει έστω στοιχειώδεις εργασίες, προκειμένου να μην
καταρρεύσουν.
Όπως τονίζει ο σύμβουλος ακινήτων, Αθανάσιος Λίγγος, «η εγκατάλειψη του
δημόσιου χώρου του κέντρου της Αθήνας, συμπαρασύρει και τον ιδιωτικό τομέα.
Στις μέρες μας, τα ποσοστά των κενών ιδιοκτησιών καταστημάτων και χώρων ορόφων
στις περισσότερες βασικές γειτονιές του κέντρου, φθάνουν στο δυσθεώρητο για
μητρόπολη ποσοστό του 40% της δομημένης επιφάνειας.
Εξ ολοκλήρου κενά είναι περίπου το 20% των κτιρίων, πολλά από εκ των οποίων
είναι διατηρητέα, τα οποία θεωρητικά θα έπρεπε να αποτελούν την βιτρίνα της
κέντρου της πόλης. Περισσότερα από τα μισά κτίρια του κέντρου κατασκευάστηκαν
προ 50ετίας, το 20% είναι αρκετά παλαιότερο, το 15% κατασκευάστηκε μεταξύ
1970-1990 και περίπου το 5% από το 1990 ως σήμερα. Το σύνολο σχεδόν των κτιρίων
χρήζει κοστοβόρων παρεμβάσεων για αποκατάσταση, εκσυγχρονισμό και ενεργειακή
αναβάθμιση. Το -τεράστιο- πρόβλημα έγκειται, στο ότι για τα περισσότερα κτίρια
το κόστος αυτό είναι μεγαλύτερο της σημερινής τους αγοραίας αξίας. Το σύνολο
των ιδιόκτητων κενών οριζόντιων ιδιοκτησιών εντός εγκαταλελειμμένων ή
ημι-εγκαταλελειμμένων κτιρίων, καταβάλλει σήμερα υψηλούς φόρους, χωρίς
πραγματική προοπτική επανάχρησης ή πώλησής τους. Η αναβάθμιση μεμονωμένων
οριζόντιων ιδιοκτησιών επίσης, δεν προσδίδει ιδιαίτερη υπεραξία σ’ αυτές, όταν
οι κοινόχρηστοι χώροι και ο εξοπλισμός τους είναι πεπαλαιωμένοι, θέρμανση δεν
υπάρχει στην Ελλάδα του 2017 και οι επικρατούσες συνθήκες είναι η μεγάλη
προσφορά και η ανύπαρκτη για δεδομένα κέντρου μητρόπολης ζήτηση».
Μόνο στο Σύνταγμα
Αυτό το σκηνικό, αν συγκριθεί με τα κέντρα άλλων ευρωπαϊκών και μη πόλεων, θα
δείξει και τη γύμνια της Αθήνας. Ισως το μόνο σημείο που μπορεί να «χαμογελά»
είναι η πλατεία Συντάγματος. Από τότε που σταμάτησαν τα σοβαρά επεισόδια και οι
συχνότατες διαδηλώσεις καταγράφεται «έκρηξη» του τουρισμού, τα ξενοδοχεία είναι
γεμάτα, τα μαγαζιά κάνουν ικανοποιητικούς τζίρους, υπάρχει μια αίσθηση, ακόμη
και το βράδυ, ότι η πόλη είναι ζωντανή.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, ωστόσο, επικρατεί το χάος. Δρόμοι που αποφεύγουν οι
πολίτες να κυκλοφορήσουν, ερήμωση, αύξηση της εγκληματικότητας. Η οδός Πειραιώς
και γενικότερα όλη η περιοχή γύρω από το Πολυτεχνείο, γίνεται πεδίο μαχών
τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Ούτε τα συγκοινωνιακά μέσα δεν κυκλοφορούν
στην περιοχή και η ερήμωση είναι θέμα χρόνου. Ομοίως, η περιοχή κάτω από την
Ομόνοια αλλά και μέχρι τον Αγιο Παντελεήμονα, είναι σε κατάσταση πολιτιστικής
και κοινωνικής υποβάθμισης.
Αναμενόμενο είναι, λοιπόν, οι γειτονιές αυτές να έχουν εγκαταλειφθεί από
Αθηναίους που έζησαν για δεκαετίες εκεί. Μόνο μετανάστες ζουν σε άθλιες
συνθήκες, ενώ αυξάνεται και η εγκληματική δραστηριότητα από άτομα που
εκμεταλλεύονται την εγκατάλειψη και την παντελή έλλειψη ασφάλειας.
Η πολιτεία και ο Δήμος Αθηναίων αδυνατούν εδώ και χρόνια να εκπονήσουν ένα
ολοκληρωμένο σχέδιο «ανάστασης» του κέντρου. Μεμονωμένες κινήσεις, όπως κάποιες
ανακαινίσεις κτιρίων, πεζοδρομήσεις κ.λπ. δεν μπορούν να φέρουν θετικά αποτελέσματα.
Οι ειδικοί προτείνουν μεταξύ άλλων:
• Πρόγραμμα προσέλκυσης πολιτών να επιστρέψουν και να μείνουν στο κέντρο.
Με επιδότηση ενοικίου, χαμηλή φορολόγηση για αγορά ή ανακαίνιση κτιρίων,
μπόνους σε επιχειρηματίες, όπως εξαίρεση από τα δημοτικά τέλη για συγκεκριμένο
χρονικό διάστημα, ώστε να αναπτυχθούν στο κέντρο.
• Γενικευμένο πρόγραμμα αναβάθμισης δημόσιων κτιρίων. Αν δεν υπάρχουν
χρήματα από τον κρατικό κορβανά (που θα έπρεπε να υπάρχουν από τα έσοδα από τα
αυθαίρετα) να υπάρξουν συνεργασίες με ιδιώτες για έργα ΣΔΙΤ που θα δώσουν
χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα προς χρήση. Θα μπορούσαν κτίρια, όπως το ΙΚΑ στην
οδό Πειραιώς ή ακόμη και το Εφετείο στην οδό Σωκράτους, να στεγάσουν δημόσιες
υπηρεσίες και να «ζωντανέψουν» το κέντρο.
• Ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια για πεζοδρομήσεις, φυτεύσεις δέντρων, φωτισμό
ώστε να μη μένει «νεκρή» ποτέ η πόλη.
• Αναβάθμιση των υπαρχουσών πλατειών και πάρκων και δημιουργία άλλων που,
όμως, θα προστατεύονται.
• Αύξηση της αίσθησης ασφάλειας στο κέντρο με περισσότερη αστυνόμευση. Η
μείωση της εγκληματικότητας, κάθε μορφής, αποτελεί τον πρώτο παράγοντα για τη
αναβάθμιση του κέντρου.
• Ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα είτε ένταξης των μεταναστών στην περιοχή είτε
μετεγκατάστασής τους σε άλλες γειτονιές.
• Κίνητρα για την εγκατάσταση ερευνητικών κέντρων, χρηματοπιστωτικών
υπηρεσιών, start ups και άλλες δραστηριότητες που θα φέρουν στο κέντρο νέους
ανθρώπους.
• Οπου χρειάζεται, κατεδάφιση κτιρίων και δημιουργία ελεύθερων χώρων
αναψυχής. Αλλά και κίνητρα για την κατασκευή σύγχρονων κτιρίων που θα
αντικαταστήσουν αυτά που κτίστηκαν τις δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Γιατί η Αθήνα
δεν είναι… ευρωπαϊκή μητρόπολη
Γράφει ο
Αθανάσιος Λίγγος, ιδιοκτήτης του μεσιτικού γραφείου Lead Estate.
info@leadestate.gr
Η Αθήνα μας, μια
ευρωπαϊκή μητρόπολη σύμφωνα με το μέγεθός της και τον εγχώριο διοικητικό της
ρόλο, παρόλο που -λόγω της οικονομικής κρίσης απολαμβάνει εκτενή προβολή και
αναφορές στα διεθνή MME για τον, όποιον, παγκόσμιο ρόλο της- αδυνατεί προς το
παρόν να καρπωθεί έστω και το παραμικρό που μπορεί να προσδώσει δυναμική.
Αναφέρομαι στον διεθνή οικονομικό της ρόλο και ειδικότερα σ’ ό,τι έχει να
κάνει με την κτηματαγορά της, ένα σκέλος της οικονομίας που καθιστά την Αθήνα
ως αντιπαράδειγμα branding ευρωπαϊκής μητρόπολης. Αν αναζητήσει κανείς άρθρα
σχετικά με την κτηματαγορά ευρωπαϊκών μητροπόλεων, πριν και μετά την κρίση, από
τους τίτλους αυτών και μόνο, μπορεί να διαπιστώσει μια σειρά από συγκριτικά
μειονεκτήματα και παθογένειες που αναδεικνύουν την ασθενή θέση που βρίσκεται η
Αθήνα σήμερα. Για την αποφυγή παράθεσης μια μακροσκελούς λίστας τίτλων, θα πω
μόνο ότι δεν αναφέρομαι σε τίτλους που περιγράφουν ποσοστά αύξησης τιμών
ακινήτων, αλλά σε τίτλους που αναφέρονται σε πολιτικές γύρω από τα ακίνητα.
Πολιτικές που αφορούν πολεοδομικό σχεδιασμό με βάση μελλοντικές ανάγκες που
έχουν ήδη διαγνωστεί και έχουν αποφασιστεί οι λύσεις τους, που αφορούν ποιότητα
ζωής στο αστικό περιβάλλον, που αφορούν στρατηγικές προσέλκυσης διεθνών
κεφαλαίων και άλλες πολλές απόψεις που δυστυχώς είναι εξωτικές σε επίπεδο
πράξεων για τη δική μας μητρόπολη ακόμη.
Σε αντίστοιχες αναζητήσεις για την κτηματαγορά της Αθήνας, οι περισσότεροι
τίτλοι αφορούν ποσοστά μείωσης τιμών ακινήτων -ή αντίστοιχους αύξησης τιμών
ακινήτων στη προ κρίσης εποχή- στην καλύτερη περίπτωση, έως τίτλους
χολιγουντιανών ταινιών καταστροφής στη χειρότερη. Ας δούμε όμως μερικά
χαρακτηριστικά παραδείγματα θεμάτων που έχουν συμβάλει σημαντικά στην κατάσταση
της κτηματαγοράς του κέντρου των Αθηνών, αλλά δεν έχουν αντιμετωπιστεί με τη
δέουσα προσοχή τόσο από την εσωτερική αρθρογραφία, πόσο μάλλον από την
πολιτεία. Επιγραμματικά:
Αδυναμία
προσέλκυσης μεγάλου κεφαλαίου
Τα κτίρια του κέντρου της Αθήνας είναι στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους σε
κακή κατάσταση συντήρησης και φιλοξενούν χρήσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας
για μητροπολιτικό κέντρο. Στα παλιά αυτά κτίρια δεν μπορούν να στεγαστούν πλέον
οι κεντρικές λειτουργίες που κατά κανόνα συγκεντρώνονται στο κέντρο μιας
σύγχρονης μητρόπολης. Το κέντρο της Αθήνας καθίσταται εξαιρετικά ασθενές ως
προς τον διεθνή του ρόλο, όσον αφορά την εγκατάσταση επιχειρήσεων του ανώτατου
τριτογενή τομέα, τις άμεσες ξένες επενδύσεις -πλην μερικών επενδύσεων σε
ξενοδοχεία στη παρούσα φάση- την εγκατάσταση ερευνητικών δραστηριοτήτων και
μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Έτσι, σε συνδυασμό με το φορολογικό
αλαλούμ της χώρας μας, το κέντρο της Αθήνας, μένει εκτός του παιχνιδιού της
προσέλκυσης κεφαλαίων που κινούνται στον διεθνή χώρο. Επίσης, τα υψηλά ποσοστά
συνιδιοκτησίας των ακινήτων του κέντρου της πόλης, υποδηλώνουν την εξαιρετικά
περιορισμένη παρουσία μεγάλου κεφαλαίου.
Εγκατάλειψη δημόσιου
χώρου στο κέντρο της Αθήνας
Την ανωτέρω κατάσταση επιδεινώνει η μακρά εγκατάλειψη του δημόσιου χώρου
και των δημόσιων κτιρίων στο κέντρο της Αθήνας. Το Δημόσιο λειτουργώντας
αντίθετα σε κάθε λογική και πρακτική ευρωπαϊκής μητρόπολης, χωρίς πυξίδα όπως
πάντα, απαξιώνει συστηματικά την περιουσία του, διώχνει από το κέντρο της πόλης
βασικές υπηρεσίες και δομές που συναντάς οπουδήποτε αλλού (εθνική βιβλιοθήκη, λυρική
σκηνή, υπηρεσίες περιφέρειας κ.ο.κ.) και πρωτοστατεί στη δημιουργία ενός
τεράστιου κενού στο κτιριακό απόθεμα του κέντρου. Η παλαιότητα των κτιρίων
βέβαια, δεν θα αποτελούσε πρόβλημα -όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις
ευρωπαϊκές μητροπόλεις- εάν για τα κτίρια αυτά υπήρχε ένα στοιχειώδες πλάνο
προληπτικής συντήρησης, εάν υπήρχε ένας προγραμματισμός σταδιακού
μετασχηματισμού των κτιρίων ώστε να αποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις και
εάν βέβαια διέθεταν κάποια αρχιτεκτονική ευπρέπεια.
Ρόλος των τραπεζών
Από στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, για τις εκτιμήσεις στεγαστικών
δανείων που έδωσαν οι τέσσερις εμπορικές τράπεζες την τελευταία δεκαετία,
προκύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με το κέντρο της Αθήνας. Η τάση των
μεσαίων αστικών στρωμάτων για αγορά κατοικιών στα προάστια τα προηγούμενα έτη,
πριμοδοτήθηκε κατά κάποιο τρόπο από τις τράπεζες οι οποίες κατηγοριοποίησαν
τους υποψήφιους δανειολήπτες και τις προτιμητέες για αγορά κατοικίας
γεωγραφικές περιοχές σε διακριτές ομάδες, ανάλογα με το δυνητικό κέρδος που
μπορούσαν να προσφέρουν.
Έτσι ένας φαινομενικά εσωτερικός, μηχανισμός στοχοθέτησης παροχής
στεγαστικών δανείων των τραπεζών, είχε άμεσο αντίκτυπο στην ανάπτυξη του
ευρύτερου κέντρου της πόλης. Στην Αθήνα δόθηκαν δυσμενέστεροι όροι
χρηματοδότησης σε περιοχές χαμηλότερων στρωμάτων ή μεταναστευτικού πληθυσμού
και αποθαρρύνθηκε η πρόσβαση σε δανεισμό διά των χαμηλών εκτιμήσεων ακινήτων
κεντρικών περιοχών «γκέτο», πολιτική που συνέβαλε σημαντικά στη γενικότερη
απαξίωση ολόκληρων κεντρικών περιοχών. Έτσι η απουσία στεγαστικών δανείων σε
κεντρικές περιοχές της Αθήνας, δεν είναι το παθητικό αποτέλεσμα της ζήτησης,
αλλά η έμμεση αναπαραγωγή φαινομένων τραπεζικού αποκλεισμού.
Φαύλος κύκλος (και
εδώ)
Η μεγάλης κλίμακας εγκατάλειψη των κτιρίων του κέντρου, έχει δημιουργήσει
έναν ακόμη φαύλο κύκλο στη ζωή μας: το αστικό περιβάλλον υποβαθμίζεται λόγω των
εγκαταλελειμμένων κτιρίων και τα κτίρια εγκαταλείπονται λόγω της υποβάθμισης
του αστικού περιβάλλοντος. Η υποβάθμιση της εικόνας του κέντρου της πόλης είναι
σημαντική και πέραν αυτής, πλήττονται βαριά οι κοινωνικές και οικονομικές
λειτουργίες της.
Η δυσμενής αυτή κατάσταση του κέντρου φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο
να ανατραπεί χωρίς την άσκηση έντονων δημόσιων πολιτικών, με στόχο τη βελτίωση
του δημόσιου χώρου και του κτιριακού αποθέματος. Διαφορετικά, ακόμη κι όταν η
οικονομική κρίση ξεπεραστεί, οι δυνητικοί χρήστες κεντρικών θέσεων της πόλης θα
αναγκαστούν να αναζητήσουν έκκεντρες θέσεις -πάλι- για την εγκατάστασή τους. Ο
ατομισμός, σ’ όλες του τις εκφάνσεις της κοινωνικής και πολιτικής μας ιεραρχίας
και σαν κυρίαρχη μορφή ανάπτυξης της χώρας μας και συνεπώς και του κέντρου της
Αθήνας, δημιούργησε πλούτο στο παρελθόν, αλλά όχι πολιτισμό – πλην ελαχίστων
εξαιρέσεων. Ο πολιτισμός προϋποθέτει πίστη. Πίστη, σε μια σωστή αφετηρία, σε
τόλμη, σε μετριοφροσύνη, σε καθαρούς κανόνες που ανοίγουν σωστά και προς το
δημόσιο συμφέρον το παιχνίδι.
Ελπίζω να παρακολουθήσουμε κάποια στιγμή -και εμείς που γεννήσαμε τη
δημοκρατία- επιτέλους έναν εποικοδομητικό, σοβαρό, δημόσιο διάλογο -έναν
διάλογο που θα οδηγήσει σε δεσμεύσεις δράσης και όχι ευχολόγιο- για το κέντρο
της Αθήνας που έχουμε και αυτό που θέλουμε. Αν η πολιτεία αδυνατεί, ας την
παρακινήσουμε με δημόσια συζήτηση, με προτάσεις, με απαίτηση να δει μπροστά, να
αντιδράσει. Πως είναι δυνατόν να συμβιβαζόμαστε σαν πολίτες και σαν ιδιοκτήτες
ακινήτων στο κέντρο της μητρόπολης μας, με τα ατελείωτα γκράφιτι, με τη βρώμα,
με έλλειψη αστυνόμευσης, με την κυριαρχία της κίτρινης ταμπελίτσας περί
διαθεσιμότητας και με τόσα άλλα που προσβάλουν συλλογικά την αισθητική μας, την
περιουσία μας και την ποιότητα ζωής μας. Είναι αδιανόητο να έχει επικρατήσει
και στη χώρα μας -κατόπιν πιέσεων των κοινωνιών- αυτό που όλοι ξέρουμε σαν
«Επιχειρησιακή κοινωνική υπευθυνότητα» και να μην μπορεί να επικρατήσει με τον
ίδιο τρόπο ο δημόσιος διάλογος για το μέλλον του κέντρου της πόλης.
Αυτό που ζηλεύω περισσότερο στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, πέραν του
οφθαλμοφανούς σχεδιασμού που υπάρχει για όλα, είναι οι μικρές γωνιές πολιτισμού
που συναντώ σχεδόν σε κάθε κτίριο του κέντρου. Μια όμορφη είσοδος, το parking
ποδηλάτων του κτιρίου, ο τρόπος αποκομιδής των απορριμμάτων, το πράσινο σαν
στάση ζωής και τόσα άλλα μικρά. Τα ίδια παρατηρούν άλλωστε και πολλοί Έλληνες
συμπολίτες μας που έχουν αγοράσει ακίνητα σε πολλές από τις μητροπόλεις αυτές.
Νομίζετε έπαιξε το σημαντικότερο ρόλο στην απόφασή τους η τιμή του ακινήτου;
Πηγές:
• Μαλούτας Θ. Σπυρέλλης Σ. «κοινωνικός
άτλαντας της Αθήνας» Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού www.athenssocialatlas.gr
• Διδακτορική διατριβή καθ. Νίκου Μπελαβίλα (χρηματοδότηση ΙΚΥ) «La
production de l’ espace dans la capitale grecque entre etat et marche: Le cas
du marche hypothecaire».