"Εταιρείες με ληξιπρόθεσμα χρέη ώς τα τέλη 2016 εντάσσονται στον εξωδικαστικό συμβιβασμό
ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΖΩΡΤΖΗ
Επιχειρήσεις που έως τα τέλη του 2016 είχαν ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο και τις τράπεζες θα μπορούν να ενταχθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό, με στόχο να ρυθμίσουν συνολικά τις οφειλές τους. Ο νόμος θα είναι ανοικτός έως τα τέλη του 2018 και θα αποτελέσει βασικό εργαλείο για το πλήρες ξεκαθάρισμα των οφειλών των επιχειρήσεων που θα κριθούν βιώσιμες.
Η γραμμή που «τραβήχτηκε» για το ποια χρέη μπορούν να ρυθμιστούν, δηλαδή αυτά που ήταν στα τέλη του 2016 ληξιπρόθεσμα, δεν απαγορεύει να ενταχθούν στη διαδικασία και χρέη που θα δημιουργηθούν μεταγενέστερα από τις ίδιες επιχειρήσεις, δηλαδή μέχρι την ημερομηνία που θα υποβάλουν αίτηση.
Στη ρύθμιση θα μπορούν να ενταχθούν επίσης όλες οι οφειλές προς το Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένων και του ΦΠΑ και του ΦΜΥ, αλλά και οφειλές που έχουν οι ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων, ακόμα και αν αυτές δεν είναι αυστηρά επιχειρηματικά δάνεια. Πρόκειται σύμφωνα με πληροφορίες για τα ιδιωτικά χρέη των επαγγελματιών, π.χ. ένα στεγαστικό δάνειο, που ακόμα και αν δεν συνδέεται άμεσα, επηρεάζει την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Το νομοσχέδιο για τον εξωδικαστικό μηχανισμό υπήρξε αντικείμενο εξαντλητικών διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς την περασμένη εβδομάδα. Η συμφωνία που φαίνεται ότι επετεύχθη σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα, τα οποία μέχρι σήμερα αποτελούσαν σημεία έντονης διαφωνίας, θα επιτρέψει σύμφωνα με τον σχεδιασμό του υπουργείου Οικονομίας την οριστικοποίησή του και την κατάθεσή του στη Βουλή έως τα τέλη του μήνα. Αν και απομένει πλήθος τεχνικών λεπτομερειών, τα βασικότερα θέματα που, με βάση τις τελευταίες πληροφορίες, συμφωνήθηκαν είναι:
• Η ένταξη επιχειρήσεων με οφειλές άνω των 20.000 ευρώ.
• Η ένταξη στη ρύθμιση και στο πιθανό «κούρεμα» και των παρακρατούμενων φόρων, δηλαδή του ΦΠΑ και του ΦΜΥ.
• Η εξαίρεση από το «κούρεμα» των παρακρατούμενων ασφαλιστικών εισφορών και των μη φορολογικών προστίμων, δηλαδή των προστίμων που εισπράττει το Δημόσιο υπέρ τρίτων.
• Ο ανώτατος αριθμός των δόσεων προς το Δημόσιο είναι 120 μηνιαίες.
• Η ένταξη στο πιθανό «κούρεμα» και των εγγυητών.
• Ο επανυπολογισμός των προστίμων και των προσαυξήσεων με βάση το ευνοϊκό καθεστώς που ισχύει από το 2013, προκειμένου να εξορθολογιστεί το ποσοστό του Δημοσίου στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τη ρύθμιση της οφειλής.
Η διαδικασία προβλέπει ότι κατά την υποβολή της αίτησης, τράπεζες και Δημόσιο πρέπει να είναι σε θέση να αποστείλουν στη βάση δεδομένων που θα τηρεί η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού χρέους (ΕΓΔΙΧ) όλα τα στοιχεία σε σχέση με τις οφειλές του επιχειρηματία. Για όσες επιχειρήσεις οι συνολικές οφειλές δεν ξεπερνούν τις 50.000, η προτεινόμενη λύση θα προκύπτει από μια αυτοματοποιημένη διαδικασία, δηλαδή έναν αλγόριθμο που θα υπολογίζει τι μπορεί να αποπληρώνει η επιχείρηση σε κάθε πιστωτή.
Με βάση αυτή τη διαδικασία και εφόσον τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν, θα ρυθμίζεται η οφειλή. Οι πιστωτές θα ικανοποιούνται αναλογικά, δηλαδή με βάση την απαίτησή τους. Ετσι εάν οι τράπεζες συγκεντρώνουν το 50% του χρέους της επιχείρησης, η δόση που τους αναλογεί θα είναι το 50% της δόσης που θα μπορεί να αποπληρώνει η επιχείρηση με βάση την οικονομική της δυνατότητα. Αντίστοιχα θα συμβαίνει με τους υπόλοιπους πιστωτές, δηλαδή το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Το υπόλοιπο του χρέους θα μπαίνει προς διαγραφή, αλλά η οριστική διαγραφή θα επέρχεται εφόσον η επιχείρηση τηρήσει τη συμφωνία.
Για όσες επιχειρήσεις έχουν οφειλές άνω των 50.000 ευρώ έως και 2,5 εκατ. ευρώ, η υπόθεση –μετά την ηλεκτρονική ανταλλαγή των στοιχείων– θα παραπέμπεται σε πιστοποιημένο Διαμεσολαβητή, ο οποίος θα αναλαμβάνει να φέρει τα μέρη στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Στόχος είναι να βρεθεί λύση σε χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών το αργότερο. Για τις μεγάλες τέλος επιχειρήσεις, εκτός από την παρουσία του Διαμεσολαβητή, θα απαιτείται η πιστοποίηση με σχέδιο αναδιάρθρωσης της βιωσιμότητας της επιχείρησης.
Από τη διαδικασία εξαιρούνται οι οφειλές που είναι συγκεντρωμένες σε ποσοστό άνω του 85% σε έναν πιστωτή, ενώ από το «κούρεμα» –εφόσον συμφωνηθεί– προστατεύονται οι μικροί πιστωτές, αλλά και οι εργαζόμενοι, οι οποίοι εξοφλούνται στο ακέραιο.
Το «ξεφούσκωμα» των προστίμων και των προσαυξήσεων του Δημοσίου αποφασίστηκε προκειμένου να περιοριστεί το ποσοστό του στο στάδιο της συμφωνίας. Αυτό γιατί τα υψηλά πρόστιμα και οι προσαυξήσεις που είχαν επιβληθεί στο παρελθόν, καθιστούσαν σε πολλές περιπτώσεις το Δημόσιο πρώτο πιστωτή με συντριπτική διαφορά σε σχέση με τις τράπεζες. Πλέον το Δημόσιο θα επανυπολογίσει τις οφειλές του ενδιαφερόμενου με βάση τον κώδικα φορολογικών διαδικασιών που υιοθετήθηκε το 2013 και ο οποίος προβλέπει πολύ μικρότερα και ρεαλιστικά πρόστιμα σε σχέση με αυτά που επιβάλλονταν στο παρελθόν. Ετσι για τον υπολογισμό των ποσοστών επί του συνόλου των οφειλών και κατ’ ακολουθία για τον υπολογισμό της απαρτίας και των πλειοψηφιών για τη λήψη αποφάσεων δεν θα λαμβάνεται υπόψη το 85% των προσαυξήσεων και το 95% των προστίμων του Δημοσίου.
Βασικό κριτήριο η βιωσιμότητα
Για να ενταχθεί μια επιχείρηση στην εξωδικαστική διαδικασία θα πρέπει είναι βιώσιμη. Η βιωσιμότητά της θα αξιολογείται με βάση τη λειτουργική της κερδοφορία και όχι το τελικό, δηλαδή το καθαρό αποτέλεσμα.
Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις με απλογραφικό σύστημα, θα πρέπει να εμφανίσουν θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων σε μια τουλάχιστον από τις τρεις χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης ή εφόσον τηρούν διπλογραφικό σύστημα, θα πρέπει να εμφανίσουν θετικό αποτέλεσμα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων ή καθαρή θετική θέση σε μία από τις τρεις τελευταίες χρήσεις.
Από τον εξωδικαστικό μηχανισμό εξαιρούνται όσοι έχουν υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 3869/2010 (νόμος Κατσέλη), αλλά και όσοι έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση στον νόμο Κατσέλη.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, το αρχικό σχέδιο νόμου εξαιρούσε μεγάλο αριθμό ελεύθερων επαγγελματιών που δεν έχουν εμπορική ιδιότητα και συνεπώς μπορούν να κάνουν αίτηση υπαγωγής στον πτωχευτικό νόμο που ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα.
Η δυνατότητα που δίνεται πλέον για ένταξη και των ιδιωτικών χρεών που έχουν ατομικές επιχειρήσεις, εκτιμάται από τις τράπεζες ότι αποτελεί παράθυρο για την ένταξη κατηγοριών που ανήκουν σε «γκρίζα» ζώνη. Ελεύθεροι επαγγελματίες που δεν έχουν εμπορική ιδιότητα είναι, μεταξύ άλλων, γιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, αρχιτέκτονες, μηχανικοί, τοπογράφοι, χημικοί, γεωπόνοι, οικονομολόγοι, σύμβουλοι επιχειρήσεων, εμπειρογνώμονες, ελεγκτές, λογιστές αλλά και όσοι ασκούν παραϊατρικά επαγγέλματα ή καλλιτεχνικά επαγγέλματα, όπως συγγραφείς, ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνοθέτες, διακοσμητές ή ανήκουν σε συναφείς επαγγελματικές ομάδες.