http://www.foreignaffairs.gr |
Πώς και γιατί η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον των Ελλήνων
Η κρίση χρέους και η εθνοτική ρητορική
02/11/2012
Περίληψη:
Η εξώθηση του πολιτικού συστήματος στα άκρα, είτε δεξιά είτε αριστερά, δεν πρέπει να θεωρείται ένα παροδικό φαινόμενο. Πέρα από το γεγονός ότι σε αυτό ευθύνεται η αποτυχία της κυρίαρχης πολιτικής τάξης να δώσει αξιόπιστες λύσεις στην ανάπτυξη της χώρας, σημαντική συμβολή σε αυτό έχει και η προσβλητική απαξία που επεφύλαξε η Γερμανία στο Ελληνικό έθνος συλλήβδην, σπρώχνοντας τους Έλληνες σε ριζοσπαστικές αναζητήσεις. Αντίδοτο μπορεί να είναι μόνο η συσπείρωση του ευρωπαϊκού Νότου.
Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΟΒΟΣ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Η Ελλάδα ανήκει στον ευρωπαϊκό Νότο και είναι η μόνη χώρα της περιοχής μέχρι σήμερα όπου «αξιολογήθηκε» πολιτικά - με τις διπλές εκλογές της 6ης Μαϊου και της 17ης Ιουνίου του 2012 - το πρόγραμμα χρηματοδότησης που επιβλήθηκε στη χώρα από τους εταίρους της Ευρωζώνης, την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για το οποίο καθιερώθηκε τόσο στον βορειοευρωπαϊκό, όσο και στον ελληνικό τύπο ο ευφημισμός «βοήθεια» ή «πακέτο σωτηρίας». Ταυτόχρονα «αξιολογήθηκαν» πολιτικά και οι πολιτικοί σχηματισμοί που συναίνεσαν στην επιβολή και την εφαρμογή - την όποια εφαρμογή - αυτής της «θεραπείας». Και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις η αξιολόγηση έδειξε ότι ο πολιτικός χάρτης της Ελλάδας αλλάζει ριζικά και επικίνδυνα. Οι ριζοσπαστικές «αριστερές» και «δεξιές» λύσεις του ελληνικού προβλήματος κέρδισαν πολύ περισσότερους υποστηρικτές, από ό,τι υπολόγιζαν τόσο οι εταίροι-δανειστές, όσο και οι παραδοσιακοί πολιτικοί ταγοί της Ελλάδας.
Η άνοδος της πέραν της Νέας Δημοκρατίας Δεξιάς και της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς δεν μπορούν και δεν πρέπει να θεωρηθούν παροδικά φαινόμενα, διότι οι αιτίες που τα προκαλούν δεν είναι συγκυριακές. Η κρίση χρέους, και κυρίως η διαχείριση αυτής της κρίσης από τους ευρωπαίους εταίρους, και ιδιαίτερα από τη γερμανική κυβέρνηση, δεν προκάλεσε μόνο μια πρωτόγνωρη αρνητική κοινωνική αλλαγή στην Ελλάδα, μέσω της δραστικής μείωσης εισοδημάτων και ευκαιριών απασχόλησης. Η «απωλεσθείσα ασφάλεια», για να χρησιμοποιήσουμε τη γνωστή έκφραση του Ulrich Beck [1], δεν αφορά μόνο τις ατομικές βιογραφίες και τις αντίστοιχες προοπτικές. Αφορά και την ασφάλεια του πολιτικού συστήματος που γνώρισε η χώρα μετά τη μεταπολίτευση. Οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις έχουν υποστεί κατακερματισμό [2], υπάρχει μεγάλη ρευστότητα στο πολιτικό τοπίο, οι ισχυρές κυβερνήσεις μοιάζουν πλέον γνώρισμα του παρελθόντος, ενώ οι «αντισυστημικές» ρητορικές και οι αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται σε ανοδική πορεία [3]. Μπορεί να μην έχουν αναπτυχθεί στην Ελλάδα διαμαρτυρίες τύπου «Οccupy Wall Street» [4], αλλά τόσο η ενισχυμένη Αριστερά, όσο και η επίσης ανεπάντεχα καλπάζουσα Ακροδεξιά δεν ασκούν απλά επί μέρους κριτική στις κυβερνητικές πολιτικές, αλλά αμφισβητούν «το σύστημα», όπως συμβαίνει και με την παγκόσμια διαμαρτυρία εναντίον του καπιταλισμού των χρηματαγορών [5].
Παρότι έχουν διατυπωθεί πολύ συχνά και από πολλούς, «ειδικούς» και άλλους, δεν θα ήταν άσκοπο να συνοψίσουμε τις εξωγενείς και τις ενδογενείς αιτίες της ελληνικής κρίσης χρέους, η διαχείριση της οποίας έχει αρχίσει να ενεργοποιεί επικίνδυνα τον μηχανισμό αποσταθεροποίησης της ελληνικής κοινωνίας.
Η επικράτηση του οικονομικού και πολιτικού νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα στέρησε τις κοινωνίες από εκείνους τους κανόνες που έθεταν κάποιους φραγμούς στις γνωστές διαθέσεις και πρακτικές του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα οι λεγόμενες δυτικές κοινωνίες να έρθουν αντιμέτωπες με πολύ επιθετικές πρακτικές των μεγάλων «ναών» του χρήματος [6] και με πρωτοφανείς κοινωνικές ανισότητες σε ό,τι αφορά την κατανομή του πλούτου, μπορεί να θεωρηθεί ως η κεντρική αιτία, η μήτρα, της κρίσης.
Η δημιουργία μιας παράλληλης οικονομίας των αγορών χρήματος όπου διακινούνται ιλιγγιώδη ποσά και διακυβεύονται πολύ μεγάλα κέρδη, είναι επίσης μια από τις κύριες εξωγενείς αιτίες της ελληνικής κρίσης. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι το «τσουνάμι» που έφτασε στην Ελλάδα ξεκίνησε ουσιαστικά με την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 στις ΗΠΑ.
Η επικράτηση του οικονομικού και πολιτικού νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα στέρησε τις κοινωνίες από εκείνους τους κανόνες που έθεταν κάποιους φραγμούς στις γνωστές διαθέσεις και πρακτικές του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα οι λεγόμενες δυτικές κοινωνίες να έρθουν αντιμέτωπες με πολύ επιθετικές πρακτικές των μεγάλων «ναών» του χρήματος [6] και με πρωτοφανείς κοινωνικές ανισότητες σε ό,τι αφορά την κατανομή του πλούτου, μπορεί να θεωρηθεί ως η κεντρική αιτία, η μήτρα, της κρίσης.
Η δημιουργία μιας παράλληλης οικονομίας των αγορών χρήματος όπου διακινούνται ιλιγγιώδη ποσά και διακυβεύονται πολύ μεγάλα κέρδη, είναι επίσης μια από τις κύριες εξωγενείς αιτίες της ελληνικής κρίσης. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι το «τσουνάμι» που έφτασε στην Ελλάδα ξεκίνησε ουσιαστικά με την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 στις ΗΠΑ.
Η ανάδυση των οικονομιών της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής και η συμπίεση του κόστους παραγωγής αγαθών που διακινούνται σε όλον τον πλανήτη και που για το λόγο αυτό ακυρώνουν την ανταγωνιστικότητα δυτικών εθνικών οικονομιών οι οποίες δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να προσαρμοστούν στα νέα παγκόσμια δεδομένα, είναι η τρίτη δομική εξωγενής αιτία της κρίσης χρέους.
Η τέταρτη αφορά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη κάτω από τις συνθήκες που προαναφέρθηκαν και χωρίς τις αναγκαίες προσαρμογές είτε της ευρωπαϊκής είτε της ελληνικής οικονομικής πολιτικής.
Η πέμπτη, τέλος, εξωγενής αιτία δεν έχει σχέση τόσο με τη δημιουργία της κρίσης χρέους, όσο με την αναπαραγωγή της. Αφορά τη «θεραπεία» που πρότειναν και επέβαλαν οι δανειστές της Ελλάδας και που οι Έλληνες γνωρίζουν με το όνομα «μνημόνιο». Η ίδια η «θεραπεία» - και όχι τόσο η πλημμελής εφαρμογή της, όπως θα ισχυριστούν αργότερα οι συνταγογράφοι – όξυνε την κρίση, αντί να την μετριάσει [7].
Η τέταρτη αφορά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη κάτω από τις συνθήκες που προαναφέρθηκαν και χωρίς τις αναγκαίες προσαρμογές είτε της ευρωπαϊκής είτε της ελληνικής οικονομικής πολιτικής.
Η πέμπτη, τέλος, εξωγενής αιτία δεν έχει σχέση τόσο με τη δημιουργία της κρίσης χρέους, όσο με την αναπαραγωγή της. Αφορά τη «θεραπεία» που πρότειναν και επέβαλαν οι δανειστές της Ελλάδας και που οι Έλληνες γνωρίζουν με το όνομα «μνημόνιο». Η ίδια η «θεραπεία» - και όχι τόσο η πλημμελής εφαρμογή της, όπως θα ισχυριστούν αργότερα οι συνταγογράφοι – όξυνε την κρίση, αντί να την μετριάσει [7].
Στις ενδογενείς αιτίες της κρίσης έχει συμπεριληφθεί ο υπερδανεισμός της Ελλάδας, ο οποίος όμως συνδέεται με την ίδια την επιβίωση του πολιτικού συστήματος της χώρας, έτσι όπως αυτό οικοδομήθηκε στην περίοδο της αντιπολίτευσης, με την έννοια ότι το δίκτυο των πελατειακών σχέσεων με τις λαϊκιστικές πρακτικές του δεν μπορούσε να συντηρηθεί παρά μόνο μέσω του εξωτερικού δανεισμού. Έχουν, επίσης, αναφερθεί ως αίτια της κρίσης τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με τη συναφή ασυμμετρία του δείκτη εξαγωγών και εισαγωγών. Τέλος στις ενδογενείς αιτίες της κρίσης οφείλει κανείς να συμπεριλάβει την αδυναμία (ή απροθυμία) του πολιτικού συστήματος να οικοδομήσει έναν κρατικό μηχανισμό ικανό να εξασφαλίζει μέσω της φορολογικής πολιτικής έσοδα για το δημόσιο ταμείο, ώστε η χρηματοδότηση των κρατικών υπηρεσιών να μην εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από τον εξωτερικό δανεισμό. Η διαφθορά, η απληστία και η ιδιοτέλεια συγκεκριμένων παραγόντων του δημόσιου και ιδιωτικού βίου στη χώρα μνημονεύονται συχνά ως ενδογενείς αιτίες της κρίσης χρέους, και όντως είναι, αλλά ανήκουν στις δευτερογενείς αιτίες. Στο κάτω-κάτω, τάσεις και πρακτικές διαφθοράς υπάρχουν και εκδηλώνονται όταν το πολιτικό σύστημα που είναι υπεύθυνο για την καταπολέμησή τους, τις ανέχεται και τις εργαλειοποιεί δι’ ίδιον όφελος.
Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ
Δεν έχουμε ακόμη μια «αξιολόγηση» της διαχείρισης της κρίσης σε άλλες χώρες του Νότου, για να μπορούμε να πούμε αν το ελληνικό πολιτικό φαινόμενο επαναληφθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και εκεί. Το ότι, όμως, έχει ήδη δημιουργηθεί ένα ψυχολογικό - δίπλα στο οικονομικό - χάσμα μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και του ευρωπαϊκού Νότου, είναι γεγονός. Χιλιάδες κείμενα έχουν γραφεί σε εφημερίδες χωρών του Βορρά (π.χ. στη Γερμανία) για τις συλλογικές ευθύνες των χωρών του ευρωπαϊκού νότου για την κρίση, και αντίστοιχα πολλά κείμενα κυκλοφορούν σε εφημερίδες (μέσα) χωρών του Νότου για τη συμβολή του ευρωπαϊκού Βορρά στην κρίση. Είναι σαφές ότι έχει δημιουργηθεί μια «νότια» και μια «βόρεια» ερμηνεία της κρίσης χρέους και γενικότερα της κρίσης του ευρώ στην Ευρώπη [8]. Και οι ερμηνείες αυτές συνοδεύονται από αντίστοιχες περιγραφές για τους «λαούς» των χωρών που είτε υφίστανται την κρίση είτε την χρηματοδοτούν με δάνεια [9].
Επειδή δεν έχουμε ακόμη δεδομένα για τις υπόλοιπες χώρες του Νότου σε ό,τι αφορά την πολιτική αξιολόγηση των πολιτικών λιτότητας που επιβάλλονται για τη θεραπεία της κρίσης χρέους, τα σχόλια θα περιοριστούν στη χώρα όπου αυτά τα δεδομένα υπάρχουν, δηλαδή στην Ελλάδα.
Η κύρια αιτία της πολιτικής αποσταθεροποίησης της μεταμνημονιακής Ελλάδας είναι αναμφίβολα η οικονομική. Τα μέτρα λιτότητας που συμφωνήθηκαν με τους δανειστές είναι τέτοιας έκτασης και δραστικότητας, που όχι μόνον η καθημερινότητα, αλλά τα σχέδια ζωής εκατομμυρίων Ελλήνων ακυρώθηκαν μέσα σε πολύ λίγο χρόνο. Η λέξη «τσουνάμι» που έχει χρησιμοποιηθεί πρόσφατα από τον Έλληνα πρωθυπουργό για την απεικόνιση της ελληνικής κρίσης είναι από τις πιο πετυχημένες, επειδή είναι ρεαλιστική. Από την άλλη μεριά, η διαπλοκή της ελληνικής οικονομίας με τις αντίστοιχες των ευρωπαίων εταίρων δημιούργησε φόβους αλλά και ισχυρά στερεότυπα, ακόμη και μίσος, εναντίον των Ελλήνων σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς οι πολίτες τους άρχισαν να αναρωτιούνται – και σε αυτό «βοήθησαν» ιδιαίτερα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ορισμένοι ευρωπαίοι πολιτικοί – τι σημαίνει γι αυτούς προσωπικά η ελληνική κρίση. Πόσο εισόδημα θα χάσουν για να «σωθεί» η Ελλάδα και για ποιο λόγο πρέπει να χάσουν αυτό το εισόδημα, όταν η Ελλάδα εμφανίζεται ως βαρέλι δίχως πάτο, και κυρίως γιατί πρέπει να πληρώνουν εκείνοι για να ζουν οι Έλληνες διαρκώς πέρα από τις δυνατότητές τους.
Αν έτσι προσλαμβάνει ο μέσος πολίτης της Βόρειας Ευρώπης την ελληνική κρίση χρέους, δηλαδή ως πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα από τους Έλληνες και που πρέπει να λυθεί από εκείνους που το προκάλεσαν και μόνο, αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη αναδυθεί η βάση για την αναμόχλευση των στερεοτύπων του παρελθόντος τόσο από τη γερμανική [10], όσο και από την ελληνική [11] πλευρά.
Αυτό που τρία χρόνια σχεδόν μετά την εκδήλωση της απόσυρσης της εμπιστοσύνης των διεθνών χρηματαγορών απέναντι στην Ελλάδα - αλλιώς διατυπωμένο: μετά από την έναρξη της επίθεσης των «αγορών» εναντίον της χώρας - αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο πολιτικός φορέας (ΠΑΣΟΚ) που κέρδισε τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 και σχημάτισε κυβέρνηση με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν μπορούσε τότε να διανοηθεί ότι η εκλογική του νίκη θα ισοδυναμούσε λίγους μήνες αργότερα με τον πολιτικό του θάνατο. Ο λόγος είναι απλός και έχει διατυπωθεί πολλές φορές από σημαίνοντα στελέχη του πρώην κυβερνητικού κόμματος: το βάρος που η τότε κυβέρνηση ανέλαβε να σηκώσει στους ώμους της ήταν δυσανάλογο για τις αντοχές της και γενικά πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που τα κυβερνητικά κόμματα στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης είχαν συνηθίσει και άντεχαν πολιτικά να σηκώνουν. Όταν αυτό έγινε αντιληπτό, το κόμμα αυτό δεν είχε ούτε την τόλμη, ούτε την πολιτική σοφία να προτείνει μια πολυκομματική κυβέρνηση που μετά την εκδήλωση της κερδοσκοπικής επίθεσης θα ήταν ίσως η πιο ενδεδειγμένη λύση για τη χώρα. Το πολιτικό αυτό σφάλμα οδήγησε στο να απωλέσουν την αξιοπιστία τους τόσο η κυβέρνηση - η οποία καθησύχαζε τους πολίτες ότι η κατάσταση δεν είναι και τόσο τραγική - όσο και η αντιπολίτευση, η οποία εστίαζε μόνο στο πώς θα ανεβάσει με φόντο την κρίση τα εκλογικά της ποσοστά. Η αντιπολίτευση έχασε έτσι την ευκαιρία να δείξει ότι αισθάνεται την ανάγκη να συστρατευθεί σε μια κοινή προσπάθεια για την αποτροπή της πτώχευσης, η οποία θα ερχόταν αναγκαστικά είτε με τη μορφή της στάσης πληρωμών, είτε με τη μορφή της δραστικής μείωσης των εισοδημάτων, και συνεπώς της αγοραστικής δύναμης του μέσου Έλληνα και ιδιαίτερα του οικονομικά αδύνατου.
Ο κανόνας, ότι όποιος διαχειρίζεται στην Ελλάδα αυτή την κρίση εντός του πλαισίου που του επιβάλλουν - για τους δικούς τους λόγους - οι δανειστές πεθαίνει πολιτικά, απειλεί πλέον όλα τα «συστημικά» κόμματα, ανεξαρτήτως του εάν αυτά είχαν στο παρελθόν εμπειρία διακυβέρνησης ή όχι. Οι πολίτες που προτιμούν «αντισυστημικά» κόμματα, καθώς βιώνουν πρωτόγνωρες και οδυνηρές επεμβάσεις της πολιτικής με τις οποίες μειώνεται πλαγίως (με τους έμμεσους φόρους), και ευθέως (με τις περικοπές των αποδοχών), το εισόδημά τους, χωρίς να βλέπουν ταυτόχρονα αντίστοιχες επεμβάσεις που να μειώνουν τις τιμές βασικών καταναλωτικών αγαθών (καθώς αυτές, με βάση τη φιλοσοφία του «συστήματος», διαμορφώνονται αυτόνομα από τις δυνάμεις της αγοράς και όχι της πολιτικής), βγάζουν το συμπέρασμα ότι οι «συστημικοί» διαχειριστές είναι ανίκανοι και κυνικοί, ότι δεν μπορούν και δεν θέλουν να νιώσουν την αγωνία του Έλληνα που φτωχαίνει και βρίσκεται σε απόγνωση. Τα στατιστικά επιχειρήματα των διαχειριστών δεν τους αγγίζουν και όσο αισθάνονται ότι θα βρίσκονται και αύριο εκτός νυμφώνος, ριζοσπαστικοποιούνται πολιτικά είτε προς τα αριστερά, είτε προς τα δεξιά. Ο μεταρρυθμιστικός λόγος των διαχειριστών της κρίσης - είτε ως απαίτηση από την πλευρά των δανειστών, είτε ως λογοδοσία από την πλευρά των κυβερνώντων - παύει να τους αφορά από τη στιγμή που αυτός συμπίπτει χρονικά με τη δική τους εξαθλίωση. Με αυτή την έννοια, η άποψη ότι οι Έλληνες ψηφοφόροι ριζοσπαστικοποιούνται και εγκαταλείπουν τα παραδοσιακά κόμματα, επειδή αυτά έχουν απωλέσει τη δυνατότητα να ικανοποιούν πελατειακά αιτήματα [12], είναι από ένα σημείο και μετά προβληματική. Δεν υπάρχουν μόνον εξοργισμένοι Έλληνες επειδή κόπηκαν (κάτι για το οποίο ούτως ή άλλως υπάρχουν ισχυρές αμφιβολίες) τα «ρουσφέτια», αλλά επειδή υποχωρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, είτε είχαν την πρόθεση να ζητήσουν «ρουσφέτια», είτε όχι [13].
Αυτή είναι η βασική γεννήτρια του αντισυστημικού κλίματος ανάμεσα στους Έλληνες ψηφοφόρους, τρία χρόνια σχεδόν μετά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους. Το γεγονός, μάλιστα, ότι προς τα ίδια αντισυστημικά κόμματα ή κόμματα με αντισυστημική ρητορική στρέφονται μαζί με τους «χαμένους» του μνημονίου και οι μέχρι χθες - και ίσως μέχρι σήμερα - προνομιούχοι του προηγούμενου καθεστώτος [14], δεν αλλάζει κάτι στον κανόνα ότι «όποιος διαχειρίζεται την κρίση χρέους στην Ελλάδα με τους όρους του Μνημονίου, κινδυνεύει να πεθάνει πολιτικά» και ότι ο θάνατός του ουσιαστικά εξαρτάται από τους αρχιτέκτονες των λεγόμενων πολιτικών λιτότητας.
ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΩΝ
Για τη διαμόρφωση του τύπου της «θεραπείας» που επιβλήθηκε στην πολιτική τάξη της Ελλάδας και δι’ αυτής στους Έλληνες από τους δανειστές της, όταν οι διεθνείς «αγορές» απέσυραν την εμπιστοσύνη τους από την Ελλάδα, πρωτοστάτησε η γερμανική κυβέρνηση. Δεν ήταν η μόνη ευρωπαϊκή κυβέρνηση που επέμεινε σε μια επώδυνη συνταγή, αλλά εκείνη που με το ειδικό οικονομικό και πολιτικό βάρος της χώρας που εκπροσωπεί θα μπορούσε να οδηγήσει τους μικρότερους εταίρους που κινούνται στη γερμανική σφαίρα επιρροής σε μια πιο ισορροπημένη και φιλοευρωπαϊκή «θεραπεία». Είναι αυτή η σκληρή γραμμή της αδυσώπητης λιτότητας που άλλαξε το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα μετά το 2010. Όχι μόνο σε ό,τι αφορά την καθημερινότητα εκατομμυρίων Ελλήνων, αλλά παράλληλα την πολιτική και την κοινωνική ζωή [15]. Οι πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν εκβιαστικά στη χώρα ανέτρεψαν, όπως έδειξαν καθαρά οι δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις και όπως δείχνουν οι σημερινές δημοσκοπήσεις, τον πολιτικό προσανατολισμό πολύ μεγάλου μέρους του πολιτικού φάσματος, αποδυναμώνοντας δραματικά τα πολιτικά κόμματα που διαχειρίστηκαν την κρίση και συνεπώς ήταν υποχρεωμένα να δεχθούν τους εκβιασμούς των δανειστών, οι οποίοι απειλούσαν με την εναλλακτική λύση της επίσημης πτώχευσης, κάτι που θα μπορούσε να σημάνει και το τέλος του πολιτικού βίου των εν λόγω («συστημικών») κομμάτων.
Η πολιτική ελίτ της χώρας, συνηθισμένη στη διευθέτηση της συνηθισμένης ρουτίνας της «διανομής», βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, την κρισιμότητα της οποίας επέτειναν οι ερασιτεχνισμοί της ηγεσίας του κόμματος που κέρδισε τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2011 αλλά και τα ανύπαρκτα αντανακλαστικά του ίδιου κόμματος (ΠΑΣΟΚ), καθώς επίσης η τακτική, εκείνη την περίοδο, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που έβλεπε τις δυσκολίες της κυβέρνησης να διαχειριστεί το πρόβλημα ως ευκαιρία για την εξασφάλιση εκ μέρους της πολιτικού κεφαλαίου και για αναρρίχηση στην εξουσία. Όταν το κόμμα αυτό (Νέα Δημοκρατία) προς το τέλος του 2011 αναγκάστηκε να αλλάξει στάση και προσχώρησε στη ρητορική των αναγκαίων θυσιών για τη «σωτηρία της χώρας», οι πολιτικές διαθέσεις του εκλογικού σώματος είχαν ήδη αλλάξει και οι τέσσερις περίπου στους δέκα Έλληνες είχαν αρχίσει να προσανατολίζονται σε «αντισυστημικά» - δηλαδή «αντιμνημονιακά» - κόμματα. Όχι επειδή αυτά πρότειναν κάποια ορθολογικότερη, κοινωνικά δίκαιη και κυρίως ρεαλιστική λύση, αλλά για δύο λόγους: επειδή τα όρια της «προσφοράς» των συστημικών κομμάτων είχαν εξαντληθεί - οι δανειστές δεν άφηναν κανένα περιθώριο για κάτι καλύτερο - και επειδή ένας αναδυόμενος «πατριωτισμός» των φτωχών και των εξαθλιωμένων δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την υποταγή σε γερμανικές συνταγές οι οποίες, εκτός των άλλων, εμπεριείχαν και ισχυρές δόσεις προσβολής και ύβρης απέναντι στους Έλληνες. Η δημόσια ανάγνωση και η δημόσια ερμηνεία της κρίσης χρέους από τους δανειστές - η οποία είναι πολύ διαφορετική από την ιδιωτική - δεν επέτρεψε σε πολλούς Έλληνες ψηφοφόρους να διακρίνουν χρησιμότητα και καλή διάθεση στη συνταγή των τελευταίων. Απέρριψαν όχι μόνο για οικονομικούς, αλλά και για «πατριωτικούς» λόγους τη συνταγή και μαζί με αυτή και τους εκτελεστές της.
Και εδώ γεννάται ένα μείζον πολιτικό και θεωρητικό ερώτημα:
Αν δεχθούμε το προφανές, το ότι δηλαδή οι πολιτικές διαχείρισης της κρίσης χρέους για την Ελλάδα που ουσιαστικά αποτελούν ένα μίγμα από μέτρα λιτότητας και «μεταρρυθμίσεις» νεοφιλελεύθερης κοπής, δεν είναι πρωτοβουλία της εγχώριας, ελληνικής πολιτικής ελίτ, αλλά επιβλήθηκαν σε αυτή από ισχυρούς εξωγενείς παράγοντες, τότε ποια είναι ακριβώς τα πολιτικά κίνητρα αυτών των παραγόντων, και ιδιαίτερα της Γερμανίας; Είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι οι «δεξαμενές» της νεοφιλελεύθερης πολιτικής σκέψης στη χώρα αυτή, οι σύμβουλοι της ηγεσίας, είναι τόσο προκλητικά ανεπαρκείς, ώστε να μη μπορούν να σκεφτούν ότι παρόμοιες πολιτικές οδηγούν αναγκαστικά σε πολιτική και κοινωνική αποσταθεροποίηση της Ελλάδας, και συνεπώς της νοτιοανατολικής Ευρώπης; Είναι δυνατόν οι «σοφοί» να μην κατάφεραν να πείσουν τους ηγέτες της χώρας αυτής ότι τόσο δραστικές ανατροπές στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων δεν μπορούν να απορροφηθούν εύκολα από το «σύστημα» και ότι οι πολίτες της χώρας αυτής δεν θα μείνουν πιστοί στις πολιτικές δυνάμεις που εκτελούν μια αντικοινωνική συνταγή «σωτηρίας», επειδή βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο;......
πατήστε εδώ για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο: