Σύντομα μυθιστορηματικά χρονογραφήματα- της ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ ΒΑΒΟΥΡΑΝΑΚΗ
Το κτήνος
Τεμπέλης μονόχνωτος και κρυψίνους. Ο τύπος ήταν τόσο αδιάφορος που είτε πέρναγες δίπλα του είτε όχι αποκλειόταν να τον προσέξεις. Έδινε την εντύπωση «φοβισμένου», κοιτούσε πάντα κάτω αλλά αν τον πρόσεχες θα διαπίστωνες ότι ήταν ύπουλος. Κοιτούσε πάντα με την άκρη του ματιού του, ο άνθρωπος που θα έπρεπε να φοβάσαι να του γυρίσεις πλάτη.
Ο μάγκας πολύ γρήγορα και από μικρή ηλικία έγινε πληροφοριοδότης της αστυνομίας. Όχι από αγάπη στο δίκαιο αλλά από σφοδρή επιθυμία να αισθάνεται πως έχει μια αύρα εξουσίας. Δεν υπήρχε γείτονας, «φίλος» του ή γνωστός που να μην του «ζωγράφισε» στις αναφορές του στην αστυνομία κάθε του αδυναμία. Έχτιζες παράνομα; Σε κάρφωνε. Έφτιαχνες ποιο ψηλή την μάντρα σου; Σε κάρφωνε. Είχες οικογενειακά προβλήματα; Εδινε τακτική αναφορά. Ψόφαγε για το χτύπημα στην πλάτη του αστυνομικού αναφοράς. Πέθαινε από ευχαρίστηση να βλέπει το περιπολικό να συλλαμβάνει κάθε μικροπαρανομούντα γείτονα. Ηδονιζόταν και στο τέλος του ΄γινε συνήθεια και μόνιμη έννοια. «Περιπολούσε» την γειτονιά του για να μην του ξεφεύγει τίποτα που θα μπορούσε να του δώσει αυτήν την διαστροφική ικανοποίηση: να συμμετέχει στην δυστυχία του διπλανού του. ‘Εστηνε αυτί, ξύπναγε την νύχτα μόλις άκουγε φωνή γείτονα, κόλλαγε το αυτί του στον τοίχο για να ακούει τι λένε οι διπλανοί....Ρουφιάνος με τα όλα του. Η κουκούλα του έλειπε άλλωστε μετά την Κατοχή δεν ήταν και της μόδας. Μετά από αυτήν οι ρουφιάνοι ήταν ξέσκεποι. Ήταν «in”..
Σε λίγο δεν του έφτανε. Η ψυχή του γύρευε μεγαλύτερη «ικανοποίηση», μεγαλύτερο κακό, η διαστροφή μεγάλωνε. Και βρήκε νέα ασχολία: άρχισε να δηλητηριάζει τα ζωντανά της γειτονιάς. Έφτιαχνε μικρές μπουκίτσες από κιμά και μέσα έβαζε σπασμένα γυαλιά. Δεν έμενε γάτα ή σκύλος περισσότερο από δυο-τρείς μήνες στην γειτονιά του. Η ευχαρίστηση της θέας των ζώων που πέθαιναν στριφογυρίζοντας από πόνο του έγινε μόνιμη ιδέα, απόκτησε την συνήθεια και την ψυχολογία του δολοφόνου. Πολλές φορές σκεπτόταν πως θα ήταν καλά να σκότωνε και μερικούς γείτονες αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι δεν θα τον έπιαναν. Έτσι λίγο αργότερα άρχισε να δηλητηριάζει και τα πουλιά, με σιτάρι βουτηγμένο στο δηλητήριο.
Γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν φτιαγμένος για δουλειά. Δεν σήκωνε ζόρι και του άρεσε να ξυπνάει στις 11.00 να πίνει καφέ ως τις 1.00 και να ξανακοιμάται για να ξεκουραστεί από τον πρωϊνό…κάματο.
Η μάνα του του φώναζε:
-βρες βρε άχρηστε μια δουλειά. Πως θα ζήσεις;
Ευτυχώς αυτή έφυγε νωρίς και δεν είδε την συνέχεια του γιόκα της.
Σε μια βραδυνή του.. «ανακούφιση» γνώρισε ένα «κορίτσι από σπίτι». Και τότε του ήρθε μια φαεινή ιδέα: να! τι δουλειά έπρεπε να κάνει!!! Πως δεν το είχε σκεφτεί ενωρίτερα;
Γρήγορα την έπεισε να φύγει από το «σπίτι» αφού της έκανε..πρόταση γάμου. Η άλλη μετά από τα πρώτα «ζουμιά» συγκίνησης, τσίμπησε.. είχε βαρεθεί και το επάγγελμα, η γειτονιά την ξεφώνιζε, οι γονείς της πέθαναν από τον καϋμό της..και τον παντρεύτηκε. Εφυγε από το «σπίτι» και απόκτησε σύζυγο και στεφάνι. Της είχαν ξεφύγει όμως κάτι μικρολεπτομέρειες.
Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι ο συζυγάτος της για την ίδια δουλειά την καπάρωσε. Μάλιστα συνέχισε να παρέχει «σκληρές» υπηρεσίες και η αμοιβή ήταν καλή. Τα λεφτά ερχόντουσαν αλλά αν και δεν ήταν λίγα, δεν του έφταναν. Ονειρευόταν ακόμα και με τα μάτια ανοιχτά βίλες, αυτοκινητάρες, εξοχικά στα νησιά και τα τοιαύτα.
Μια των ημερών, ένας «πελάτης» τους έκανε την πρόταση να μοιράζουν «μικροφακελάκια».
-Τι σας είναι να τα μοιράζετε; Και το κέρδος 50%-50ο%. Και «κύριοι»!!Σταματάτε την «δουλειά» και θησαυρίζετε μόνο με «παραδόσεις». Ο κόσμος θα ξεχάσει ποίοι είσαστε… και σε λίγο θα γενείτε και νοικοκυραίοι αφού θα τον φυσάτε τον παρά. Άμα θέτε σεβασμό στην κοινωνία αυτόνε μόνο ο παράς θα σας τον δώκει….
Δεν ήθελε και πολύ ο μάγκας. Βλέπετε η «κερά» είχε μείνει και έγγυα και είχαν αρχίσει να σκέφτονται πως θα τα μεγαλώσουν μέσα στο …περιβάλλον εργασίας τους.
Και δέχτηκαν.
Αυτομάτως αλλάξανε σπίτι, αλλάξανε τηλέφωνα, τους έχασε η πιάτσα, χτίσανε αψηλή μάντρα που δεν μπορούσε να την πηδήξει κανείς, κόψανε τα πολλά-πολλά με τους γείτονες, και γενικώς άρχισαν να διάγουν ζωήν μονήρη και ..νοικοκυρέϊκη. Τα φακελάκια άρχισαν να αποδίδουν και ο λογαριασμός της τράπεζας αυγάτιζε. Ήρθαν και οι αυτοκινητάρες, τα εξοχικά, οι πισίνες, τα νοικιαζόμενα στα νησιά και το σκάφος.Στην τράπεζα η συζυγάτα κάθε φορά που πήγαινε να καταθέσει (!) απολάμβανε μεγάλης υποδοχής και περιποίησης. Και εκείνη δεν έχανε την ευκαιρία:
-εμείς… ΝΟΙΚΟΚΟΙΡΗΔΕΣ άνθρωποι..
..και κατέβαζε τα μάτια κάτω ως ..μωρή Παρθένος.
Ουδείς από τράπεζα ή την εφορία αρώτηξε ποτέ ΠΟΘΕΝ τα χρήματα. Ο λογαριασμός βλέπετε, όλο και μεγάλωνε..
Οι γείτονες βέβαια στην αρχή απορούσαν που βρισκόντουσαν όλα αυτά αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβαν την φάμπρικα. Κάποιοι άρχισαν τις καταγγελίες αλλά οι παλιές γνωριμίες του λεχρίτη είχαν ακόμα ισχύ. Ολες οι καταγγελίες έπεσαν στον κενό και ο μάγκας δούλευε στο ρελαντί και μόνος του. Στο σπίτι δεν έμπαινε κανείς και για ολόκληρα χρόνια, έτσι οι γείτονες το βάφτισαν ειρωνικά «μοναστήρι»!! Και ποτέ, κανένα ζωντανό στην γειτονιά δεν έζησε πάνω από ένα δίμηνο: η ηδονή του θανάτου στάθηκε η μοναδική «διασκέδαση» του κτήνους.
Το «μοναστήρι» δούλεψε καλά για δεκαετίες. Το σελοφάν έγραφε «νοικοκύρηδες άνθρωποι». Και τα πάνω από τα 400 ζώα που δηλητηρίασε ο «νοικοκύρης» δεν βρήκαν ποτέ δικαίωση.
Γιατί οι νοικοκύρηδες την σήμερον ημέρα δεν είναι αυτοί που έχετε εσείς στο μυαλό σας.
Είναι αυτοί που σας περιέγραψα στον σημερινό μου μυθιστόρημα…
Μ.Χ.Β
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου