Μεγάλωσε σε ένα ακριτικό χωριό. Από φτωχούς γονείς και αγωνιστές. Αγρότες και οι δύο, ήλιο με ήλιο σκυφτοί πάνω στο χωράφι με τη σοδειά. Καλός μαθητής αλλά όλοι κι όλοι οι μαθητές στο σχολείο ήταν.. τρεις! Ερημιά στο χωριό. Οι κάτοικοι μετρημένοι στα δάχτυλα των χεριών και αυτός νέος πλάνταζε στη μοναξιά και την σιωπή που αντιλαλούσαν τα γύρω βουνά και οι σελίδες των βιβλίων που αγαπούσε. Είπε να αλλάξει τρόπο ζωής και η μάνα του συμφώνησε. Ο γέρος πάλι βόγγηξε:
-που θα πας εκεί με τα θηρία αγόρι μου. Κάτσε δω. Θα αλλάξουνε τα πράγματα, θα ΄ρθούνε κι άλλοι. Θα δεις. Εκεί στην πόλη με τα θηρία και εσύ άμαθος..
Δεν τον άκουσε. Και ήρθε.
Μπήκε στην Αστυνομία. Στην αρχή δυσκολεύτηκε. Ακόμα και η μιλιά του ήταν χαρακτηριστική και οι συνάδελφοι τον ψιλοδουλεύανε. Στην αρχή έσκαγε, μετά το συνήθισε αυτός, το συνηθίσανε και οι άλλοι. Συνήθισε και το όπλο που στις αρχές τον πάγωνε και του άρεσε και η στολή. Χαιρόταν που οι κοπέλες τον κοιτούσαν κάπως, με ενδιαφέρον που του ήταν πρωτόγνωρο. Οσες φορές πήγαινε να δει τους γέρους στο χωριό, μαζευόντουσαν όλοι γύρω του σαν να έβλεπαν κάτι ξεχωριστό.
Καλός και μπεσαλής, στο τέλος τον εκτίμησαν και οι συνάδελφοι και ο αρχηγός. Λιγάκι απότομος όμως και μοναχικός. Τούμεινε από τα βουνά και από το χούϊ του πατέρα του. Κι αυτός λίγα έλεγε.
-«με το τσιγκέλι να σου πάρω μιλιά» ..του΄λεγε η μάνα του γέρου. Δεν αποκρινόταν αυτός.
Στην Αθήνα νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα και τα έφερνε δύσκολα βόλτα. Μικρός ο μισθός είπε να συγκατοικήσει με κάποιον συνάδελφο, φερτός κι αυτός από νησί. Έτσι κάτι γινότανε. Δυνατότητα να στείλει λεφτά στους γέρους ούτε λόγος. Λίγο το νοίκι, λίγο τα κοινόχρηστα, να φάει, να πιει, να βγει, τσίμα-τσίμα.
Αντίθετα, εκείνοι του έστελναν πεσκέσια. Λάδι, αυγά, κανα έτοιμο φαγητό, τα ήθελε. Του λείπανε. Τους αγαπούσε πολύ. Όμως σκοτωνόταν στην δουλειά και το ξεπερνούσε.
Στο σπίτι, όταν χαλάρωνε, τρωγότανε. Όλο κάτι του΄φταιγε, κάτι δεν του πήγαινε καλά. Και σε λίγο κατάλαβε τι ήταν : ο συγκάτοικος. Ίδιος μισθός, ίδια δουλειά αλλά άλλη ζωή. Πλήρωνε το μισό νοίκι χωρίς κόπο, τα κοινόχρηστα και τα κοινά έξοδα το ίδιο, αγόρασε αυτοκίνητο, τα ρούχα που φορούσε ένα κι ένα. Άρχισε να πονηρεύεται ο Νίκος. Αλλά δεν ήταν μαζί , στην ίδια υπηρεσία. Αλλού ο ένας αλλού ο άλλος δεν μπορούσε να βγάλει άκρη εύκολα.
Το άλλο που τον ενοχλούσε ήταν τα παιδιά. Το μίσος που του έδειχναν στην καταστολή των καταλήψεων ή στις διαδηλώσεις. Εκείνος έσκαγε. Η διαταγή-διαταγή κι άμα ήθελε ας μη την εκτελούσε. Όταν φόραγε τη στολή του φαινόταν το βάρος της ασήκωτο. Πάλι θα τον πετροβολούσαν, πάλι θα τις έριχνε με το γκλόμπ, πάλι θα τσούζανε τα μάτια του από τα καπνογόνα, ένοιωθε χάλια. Σαν να πήγαινε σε πόλεμο. Έβλεπε κάποιους συναδέλφους να το απολαμβάνουν και αρρώσταινε.
Ήταν και ο φόβος. Φοβόταν απίστευτα και ας μην το έδειχνε. Μερικοί από τους διαδηλωτές ήταν δυνατοί και γρήγοροι. Για πότε μπορούσες να πάρεις φωτιά και να καείς ούτε που το καταλάβαινες και οι πέτρες αν δεν τις προλάβαινες με την ασπίδα σου ανοίγανε τρύπα. Τα ξύλα που κρατούσαν ανοίγανε πληγή σε χρόνο ντε τε . Σε μια διαδήλωση, κόπηκε άσχημα από ένα σπασμένο μπουκάλι μπύρας που του πέταξε ένας κουκουλοφόρος. Μάτωσε άσχημα. Πόνεσε πολύ. Όχι τόσο από το κόψιμο όσο από αυτή την διάθεση που είχε να κλάψει. Από θυμό; Από φόβο; Δεν καταλάβαινε. Απλά, ήθελε να κλάψει..
Ένα βράδυ, ήταν μόνος του στο σπίτι. Έπινε μπύρα και έβλεπε μάτς. Χτύπησε η πόρτα. Άνοιξε χωρίς να κοιτάξει από το «μάτι». Ορμήσανε μέσα έξι δικοί του.
-Ρε μαλάκα, που είναι ο άλλος;
Πάγωσε.
-..τι έγινε ρε σεις;
Ρώτησε.
-..άσε τα λόγια και λέγε που είναι. Ποιο είναι το δωμάτιό του;
Δεν αφήσανε τίποτα όρθιο. Σε λιγότερο από τρία λεπτά έβλεπε το σπίτι και δεν το γνώριζε. Όσα άκουσε για τον συγκάτοικο, τον έκαναν να κάτσει στην πολυθρόνα γιατί του κόπηκε η μιλιά.
Όχι ότι δεν είχε πάρει πρέφα τίποτα, αλλά δεν τα φανταζότανε και έτσι. Και ο «μεγάλος» τον κοίταζε περίεργα ή του φάνηκε;
Οι ανακρίσεις κρατήσανε κάτι μέρες. Τον συγκάτοικο δεν τον ξαναείδε αλλά ο ίδιος στο τέλος καθάρισε γιατί ήταν πεντακάθαρος.
Όταν του το είπε ο «μεγάλος» πήρε τρεις ώρες άδεια για να συνέλθει. Μέσα του βόγγηξε. Θυμήθηκε την κουβέντα του γέρου του:
-..που πας εκεί αγόρι μου με τα θηρία…
Έκλαψε.
Από τη φύση του ήρεμος και ήπιος άρχισε να πιστεύει πως ήταν σε λάθος δουλειά. Κοίταξε την Γιώτα που τον αγαπούσε και του ζήταγε γάμο και το σκεφτότανε δυο φορές. Τι του χρώσταγε το κορίτσι να την αφήσει χήρα ή ορφανά τα παιδιά που θα΄κανε…και αν τα παιδιά του γινόντουσαν σαν αυτά τα άθλια κουρέλια που έβλεπε μέσα από το περιπολικό ή αυτά που μάζευε από το δρόμο; Θα αυτοκτονούσε..
Άρχισε να βεβαιώνεται πως είναι σε λάθος δουλειά.
Ο θυμός του όταν έβλεπε στις ειδήσεις την τσουράπω να εκφωνεί την λέξη «αστυνομικός» με τόση αηδία και να κάνουν οι παραθυράτοι τον ξύπνιο απέξω από το χορό, λύσσαγε. Μετά όμως ο θυμός καταλάγιαζε και έμενε ο φόβος και ο πόνος. Σάματι λίγα είχανε κάνει και οι δικοί του; Αλλά γιατί όλα μονόπλευρα; Γινότανε κάτι και βούϊζε όλη η γη-στην άλλη άκρη του κόσμου μαθαινότατε- και όταν πέθαινε συνάδελφος πέρναγε στα ψιλά. Η δική του ζωή δεν είχε καμιά αξία; Μια φορά έπιασε τον εαυτό του να ορμάει στην καταστολή σαν λύκος. Είχε πεθάνει συνάδελφος από σφαίρα ληστή και είχε γυρίσει από την κηδεία. Ένα πέλαγος θυμού τον έπνιγε και ξεχείλιζε η ψυχή του οργή. Βάραγε χωρίς να βλέπει μπροστά του. Είχε την αίσθηση πως μπροστά του ήταν ο δολοφόνος.
Όταν απόκανε, κάθισε κάτω. Ευτυχώς η κάσκα έκρυβε τα δάκρυά του αλλιώς θα γινόταν ρεζίλι… άλλαζε ο χαρακτήρας του; Τρομοκρατήθηκε.
Δεν ήταν ευτυχισμένος πια. Ένιωθε κουρασμένος και δυστυχής. Όταν χτυπούσε το τηλέφωνο για καταστολή αρρώσταινε. Με το ζόρι πήγαινε. Η ιαχή «μπάτσε-γουρούνι-δολοφόνε» του αφαιρούσε κάθε διάθεση για ζωή.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως ήταν σε λάθος δουλειά. Πολύ αργά όμως για να κάνει πίσω..
Μια μέρα πήγε να φτιάξει το κινητό του. Μπήκε μέσα και περίμενε την σειρά του. Ο καταστηματάρχης εξυπηρετούσε μια κυρία που ήταν πριν από αυτόν. Ο ληστής μπήκε μέσα σαν κύριος.
-..ρίξε τα λεφτά ρε στη σακούλα..
Είπε στον καταστηματάρχη. Αυτός έντρομος πάγωσε.
Ο «μπάτσος» αντέδρασε ακαριαία. Δεν σκέφτηκε τίποτα. Ηταν εκεί, είχε το πιστόλι και η δουλειά του ήταν να προστατεύει τον κόσμο «από τα θηρία».
Σε δευτερόλεπτα έπεσε πάνω στο ληστή. Αυτός αιφνιδιάστηκε και τρόμαξε στην θέα του «πολίτη» με το πιστόλι που τον κρατούσε καρφωμένο στο δάπεδο.
Ο μπάτσος όμως, δεν είχε δει τον άλλο λεχρίτη που βάσταγε τσίλιες. Και το πιστόλι, ή το τραβάς και ρίχνεις με αυτό, ή σε «σκοτώνει» εκείνο. Δεν υπάρχει μέση λύση. Και ο λεχρίτης πυροβόλησε.
Το παιδί από το χωριό που ονειρεύτηκε ένα ορίζοντα με φως, πήγε να τον βρει κοντά στον ήλιο.
Ο πατέρας του μιλάει λίγο, δεν κλαίει καθόλου, ούτε «βλέπει» πια. Κοιτάει το δειλινό και ρωτάει κάποιον:
-τι ήθελες εσύ αγόρι μου εκεί με τα θηρία;
Τα παράθυρα το ανέφεραν, είπαν δυο τρία σχόλια και το θέμα έκλεισε. Η θυσία δεν «πουλάει» για πολύ. Ιδιαίτερα όταν προέρχεται από έναν μπάτσο..
(Αφιερωμένο στο παιδί-αστυνομικό που χαροπαλεύει στην εντατική, με την ευχή απο καρδιάς ΝΑ ΖΗΣΕΙ...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου