Η εφημερίδα μας κάνει ό,τι μπορεί για να ενημερώσει τους Αχαρνείς και δημοσιεύει απο σήμερα αποσπάσματα απο την πολύτιμη μελέτη,που είναι ΑΠΕΛΠΙΣΤΙΚΑ επίκαιρη, έστω και αν πέρασαν οκτώ χρόνια. Αντιγράψτε τις δημοσιεύσεις έτσι ώστε να έχετε κάποια στιγμή όλη την μελέτη.
Η εφημερίδα πιστεύει οτι ο τόπος οφείλει πολλά σε αυτούς που έφτιαξαν αυτό το αριστούργημα γνώσης, και πληροφορεί τους δημότες οτι κυκλοφορεί η φήμη οτι "δεν εξοφλήθηκαν ποτέ". Είμαστε υποχρεωμένοι να το αναφέρουμε ΩΣ ΦΗΜΗ, επειδή τα κείμενα που δημοσιεύονται οφείλονται σε μια καθόλα άξια επιτροπή του ξεχωριστού ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΕΤΣΟΒΕΙΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ και αν μη τι άλλο, οφείλεται ένα "ευχαριστώ" σε όσους κουράστηκαν γι αυτό.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΡΩΤΗ
2.2. Κεντρικός πυρήνας του Δήμου
Το «Παλαιό Μενίδι» (ή «Ανω Μενίδι» σύμφωνα με παλαιότερη ονομασία), διαθέτει εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο από το 1933. Η περιοχή που περιλαμβανόταν στο αρχικό σχέδιο του «Ανω Μενιδίου» ορίζεται σήμερα από τον περιφερειακό δακτύλιο της οδού Αριστοτέλους και τις οδούς (από δυτικά προς ανατολικά) Εθν. Αντιστάσεως, Σαλαμίνος, Τσεβά, Βαρελά, Μπόσδα, και Κύπρου. Σήμερα, στην ενότητα αυτή μπορεί να θεωρηθεί οτι περιλαμβάνονται ακόμη τα μέτωπα της απέναντι πλευράς της οδού Αριστοτέλους, καθώς και κάποια οικοδομικά τετράγωνα στην είσοδο του «Ανω Μενιδίου» ανατολικά της σιδηροδρομικής γραμμής και εκατέρωθεν της οδού Αθηνών. Στις ζώνες αυτές, η οικιστική ανάπτυξη και οι χρήσεις γης ακολουθούν τα πρότυπα των όμορων περιοχών του παλιού Μενιδίου. Το «Παλαιό Μενίδι» αποτελεί σήμερα το φυσικό, κεντροβαρικό και λειτουργικό κέντρο του Δήμου. Σηματοδοτείται από την κεντρική πλατεία του οικισμού και συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό χρήσεων επιπέδου Δήμου, με τον κύριο όγκο λιανικού εμπορίου, προσωπικών υπηρεσιών και αναψυχής καθώς και το σύνολο των διοικητικών λειτουργιών.
Το ρυμοτομικό σχέδιο οργανώνει στο εσωτερικό του κυκλικού δακτυλίου σχετικά κανονικά οικοδομικά τετράγωνα και δίκτυο εσωτερικών δρόμων σε ορθογώνιο κάναβο. Το κέντρο της ενότητας του «Παλαιού Μενιδίου», που αποτελεί έως και σήμερα το κέντρο του Δήμου, αναπτύσσεται γύρω από το σύστημα των δύο κεντρικών πλατειών που έχουν ενοποιηθεί με τη δημιουργία μικρού δικτύου πεζοδρόμων. Στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου έχουν εγκατασταθεί χρήσεις λιανικού εμπορίου, αναψυχής, προσωπικών υπηρεσιών και διοίκησης. Οι χρήσεις αυτές αναπτύσσονται κατά μήκος των αρχικών ακτινικών αξόνων των οδών Φιλαδέλφειας, Δεκέλειας, Πάρνηθος, Εθν. Αντιστάσεως και Λιοσίων. Η μέγιστη πυκνότητα των χρήσεων αυτών εντοπίζεται γύρω από την πλατεία, και υπάρχει σταδιακή αραίωση όσο απομακρυνόμαστε από αυτήν. Δευτερευόντως, αντίστοιχες χρήσεις (με κυρίαρχο το λιανικό και χονδρικό εμπόριο και τις υπηρεσίες) αναπτύσσονται και κατά μήκος της οδού Αριστοτέλους.
Εκτός από τις ζώνες στα μέτωπα κεντρικών αξόνων, στις υπόλοιπες γειτονιές κυριαρχεί η κατοικία. Η υφιστάμενη εικόνα στο «Παλαιό Μενίδι» όσον αφορά την πυκνότητα του κτηριακού όγκου κρίνεται ικανοποιητική έως ελκυστική. Αν και το «κέντρο» αποτελεί το πιό πυκνοδομημένο τμήμα του Δήμου, υφίστανται παρ' όλα αυτά αδόμητα οικόπεδα, που δημιουργούν ανοίγματα στον αστικό ιστό. Επίσης, η ανάμιξη τύπων κατοικιών που περιλαμβάνουν μονόροφα αγροτόσπιτα με άρθρωση διαφορετικών κτισμάτων και εσωτερικές αυλές, νεοκλασικές και μεσοπολεμικές μονοκατοικίες και λίγες πολυκατοικίες, προσδίδει μορφολογική πολλαπλότητα στον ιστό. Ταυτόχρονα επιτρέπει την ανάπτυξη θετικών βιοκλιματικών συνθηκών, ιδιαίτερα δε,καθώς τα περισσότερα μονόροφα ή δυόροφα κτίσματα διαθέτουν αυλές με φροντισμένους κήπους, αναπληρώνοντας έτσι εν μέρει την έλλειψη δημόσιων χώρων πρασίνου στην περιοχή. Παρ' όλα αυτά, τελευταία καταγράφεται μια τάση ανέγερσης νέων πολυόροφων κτιρίων σε όσα οικόπεδα κρίνονται κατάλληλα από την αγορά.
Τα κυριώτερα προβλήματα του «Παλαιού Μενιδίου», εντοπίζονται στα ζητήματα οργάνωσης του οδικού δικτύου και της κυκλοφορίας καθώς και στα ζητήματα εξοπλισμού σε ελεύθερους χώρους και σε χώρους κοινωνικής υποδομής. Και τα δύο έλκουν την καταγωγή τους από τη διαδικασία εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου του 1933. όο ρυμοτομικό σχέδιο της εποχής διακρίνεται από μία γεωμετρικότητα στη χάραξη, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη τις προϋφιστάμενες τάσεις αυθόρμητης ανάπτυξης του οικισμού και το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Ο προϋφιστάμενος αγροτικός οικισμός, αρθρωμένος αρχικά σε άξονες με ακτινική ανάπτυξη, αναγκάστηκε να υπακούσει σε μία Ιπποδάμεια χάραξη που οριζόταν από περιμετρικό κυκλικό δακτύλιο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία ομαλής σύνδεσης Ιπποδάμειας χάραξης με τους διαγώνιους άξονες, ενώ ένα ποσοστό από τις προβλεπόμενες διανοίξεις δεν εφαρμόστηκε τελικά, με αποτέλεσμα το δίκτυο των δρόμων να παρουσιάζει ασυνέχειες, κυρίως στην κατεύθυνση ανατολής - δύσης. Ακόμη, η επέκταση του σχεδίου νότια της σιδηροδρομικής γραμμής, δημιούργησε ένα διαμπερές ρήγμα στο εσωτερικό του ιστού. Από την άλλη, η γεωμετρικότητα που διακρίνει τη χάραξη, δε συνεπάγεται αυτομάτως και ορθολογικοποίηση της οικιστικής ανάπτυξης, καθώς δεν υπήρξε πρόβλεψη για επαρκείς χώρους κοινωνικού εξοπλισμού, πολύ περισσότερο δε, για κοινόχρηστους ελεύθερους χώρους.
Σήμερα, η ύπαρξη του περιφερειακού δακτυλίου της οδού Αριστοτέλους δεν οδηγεί σε αποτελεσματική αποφόρτιση του κέντρου, καθώς τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του δρόμου, η μη ολοκλήρωση του δακτυλίου στα νότια και οι συνδέσεις του με το υπόλοιπο δίκτυο από τη μία, και η υπερτοπική κυκλοφορία από την άλλη καθιστούν τη λειτουργία του προβληματική. Η υφιστάμενη σιδηροδρομική γραμμή επίσης, διασπά το οδικό δίκτυο, δημιουργώντας προβλήματα στην ολοκλήρωση του περιφερειακού δακτυλίου. Οι δρόμοι του εσωτερικού δικτύου είναι ιδιαίτερα στενοί (6-8μ. πλάτος) με αποτέλεσμα να μη μπορεί να συλλειτουργήσουν ομαλά η κυκλοφορία και η στάθμευση, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα το μικρό εύρος πεζοδρομίων. Η διαμόρφωση του ενιαίου κεντρικού χώρου με ενοποίηση πλατειών και πεζοδρομήσεις, έχει αποτρέψει τη διαμπερή κυκλοφορία, δημιουργώντας έναν βιώσιμο κεντρικό χώρο, έχει όμως μεταθέσει το πρόβλημα της κυκλοφορίας στους γύρω δρόμους και κόμβους. Ταυτόχρονα βέβαια με τα προβλήματα που δημιουργεί, η υφιστάμενη οργάνωση του οδικού δικτύου έχει και θετικές πλευρές. Η μη ολοκλήρωση του εσωτερικού δικτύου, αποτρέπει την ανεξέλεκτη διαμπερή κυκλοφορία στις γειτονιές, διαμορφώνοντας ήπιες συνθήκες στους περισσότερους δρόμους. Αντίστοιχα, η ύπαρξητης σιδηροδρομικής γραμμής ορίζει αναγκαστικά συγκεκριμένα σημεία διέλευσης της υπερτοπικής κυκλοφορίας, προστατεύοντας επίσης τις εσωτερικές γειτονιές.
Η έλλειψη κοινόχρηστων ελεύθερων χώρων καθώς και χώρων κοινωνικού εξοπλισμού είναι ιδιαίτερα έντονη σε όλες τις οικιστικές περιοχές του Δήμου Αχαρνών. Στο «Παλαιό Μενίδι» όμως επιτείνεται, καθώς η υφιστάμενη πυκνότητα δημιουργεί αντίστοιχα αυξημένες ανάγκες σε τέτοιους χώρους. Πέρα από τον κεντρικό δημόσιο χώρο στην υπόλοιπη περιοχή οι ελεύθεροι δημόσιοι χώροι περιορίζονται σε τέσσερεις πλατείες, οι οποίες δεν κατορθώνουν να δημιουργήσουν τοπικές κεντρικότητες καθώς δεν εμφανίζουν ιδιαίτερο χαρακτήρα και δεν έχουν κατορθώσει να προσελκύσουν ανάλογες σημαντικές λειτουργίες. Περιορίζονται έτσι στη λειτουργία τους ως χώροι πρασίνου απευθυνόμενοι σε περιορισμένο αριθμό κατοίκων των γύρω οικοδομικών τετραγώνων. Η πλατεία Εθν. Αντίστασης μόνο, που σηματοδοτεί τη δυτική είσοδο του «Παλαιού Μενιδίου», κατορθώνει να προσελκύσει κάποιες συγκεντρώσεις χρήσεων αναψυχής. Ενα ενδιαφέρον στοιχείο σχετικά με το πράσινο και τους ελεύθερους χώρους στην περιοχή, αποτελεί η υφιστάμενη σιδηροδρομική γραμμή. Το σύμπλεγμα του πρασίνου εκατέρωθεν των γραμμών με το κτίριο του σταθμού και δύο νησίδες αναψυχής στη διασταύρωση με την οδό Αριστοτέλους, στην παρούσα φάση δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει για το κοινό ως δημόσιος ελεύθερος χώρος στο σύνολο του. Δημιουργεί,ωστόσο, μία ευρεία ανακουφιστική ζώνη στο εσωτερικό του «Παλαιού Μενιδίου» που, εκτός από τον αδόμητο χαρακτήρα της, συνδέεται με μνήμες και παραστάσεις, αποτελώντας μ' αυτό τον τρόπο ένα ιδιαίτερο «τοπόσημο» για την περιοχή του κέντρου αλλά και για ολόκληρο το Δήμο.
Μαζί με την έλλειψη δημόσιων ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου στο «Παλαιό Μενίδι», διαπιστώνει κανείς την έλλειψη κοινωνικού εξοπλισμού, πρόβλημα που βέβαια είναι εξίσου ή και πιό σημαντικό στις υπόλοιπες ενότητες του Δήμου. Χαρακτηριστικότερη είναι ίσως η έλλειψη χώρων άθλησης με μόνη εξαίρεση το γήπεδο του Αχαρναϊκού που κι' αυτό όμως, καθώς πρόκειται για γήπεδο επαγγελματικής ομάδας δεν προσφέρει δυνατότητες μαζικού αθλητισμού, ενώ δεσμεύει μία σημαντική έκταση στο εσωτερικό του ιστού, δημιουργώντας και άλλα προβλήματα (κυκλοφοριακά κλπ). Εκτός από το γήπεδο αυτό, υπάρχουν ακόμη ένα κλειστό γυμναστήριο του Δήμου (στο δυτικό όριο της ενότητας όπως την έχουμε προσδιορίσει) και ένα ανοικτό γήπεδο μπάσκετ . Επίσης σημαντικό είναι το πρόβλημα των υποδομών υγείας και πρόνοιας, καθώς στην περιοχή που εξετάζουμε δεν υπάρχει δημόσιο ιατρικό κέντρο οποιασδήποτε δυναμικότητας, ενώ υπάρχει μόνο ένα ΚΑΠΗ και ένας παιδικός σταθμός. Τέλος, και η εκπαιδευτική υποδομή είναι ελλειπής αν και σαφώς καλύτερη τόσο σε σύγκριση με τους άλλους τομείς στους οποίους αναφερθήκαμε όσο και σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ενότητες του Δήμου.
Η κυρίαρχη τάση στην περιοχή του «Παλαιού Μενιδίου» είναι αυτή της μετατόπισης του κέντρου βάρους του Δήμου νοτιότερα, εξ' αιτίας κυρίως των νέων έργων. Το ζήτημα αυτό είναι βασικός παράγοντας αναδιοργάνωσης όλης της νότιας περιοχής του Δήμου. Ως τέτοιο εξετάζεται με ενιαίο τρόπο στη συνέχεια. Μία δεύτερη τάση, που αφορά ειδικά το «Παλαιό Μενίδι» (είναι όμως δυνατόν να ενταθεί από τις επιπτώσεις της πρώτης) είναι η τάση αύξησης του πραγματοποιημένου συντελεστή δόμησης με κατασκευή νέων πολυόροφων κτιρίων. Πρέπει να σημειωθεί εδώ οτι ο θεσμοθετημένος συντελεστής δόμησης (1,8 για όλο το «Παλαιό Μενίδι») δίνει πολλά περιθώρια παραπέρα πύκνωσης του αστικού ιστού. Αντίσταση σ' αυτή την τάση αποτελούν τα μικρά οικόπεδα, όπου υπάρχει ήδη σημαντική επενδεδυμένη αξία κτιριακού όγκου, καθώς και συγκεκριμένες πρακτικές σχετικές με τη μικροϊδιοκτησία και την κοινωνική αναπαραγωγή.
Το πιό πρόσφατο και πιεστικό πρόβλημα του Δήμου Αχαρνών είναι η αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων του μεγάλου σεισμού του Σεπτεμβρίου 1999. Τα ζητήματα που προκύπτουν σε σχέση μ' αυτό είναι δύο ειδών: η όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη αποκατάσταση των σεισμοπαθών και η πολεοδομική ανασυγκρότηση του Δήμου. Για την περιοχή που εξετάζουμε ο σεισμός, πέρα από τα σημαντικά προβλήματα που δημιούργησε και τον ανθρώπινο πόνο που προκάλεσε, αποτελεί επίσης μία ευκαιρία ανασυγκρότησης του κέντρου του Δήμου Αχαρνών. Με μία πρώτη μακροσκοπική εκτίμηση, φαίνεται οτι η περιοχή αυτή κτυπήθηκε από το σεισμό με μεγαλύτερη ένταση απ' οτι άλλες ενότητες του Δήμου. Επίσης, φαίνεται οτι οι καταστροφές και στο εσωτερικό του «Παλαιού Μενιδίου» έχουν ανομοιόμορφες χωρικές κατανομές. Μ' αυτή την έννοια, η λεπτομερής καταγραφή των καταστροφών σε συνδυασμό με μία γενικότερη πολιτική αποκατάστασης των σεισμοπαθών, που θα περιλαμβάνει και μερική μεταστέγαση, θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόκτηση από το Δήμο συγκεκριμένων οικοπέδων στην περιοχή του κέντρου. Τα οικόπεδα αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη αναγκών σε ελεύθερους χώρους και κοινωνική υποδομή.
2.3. Οι οικιστικές ενότητες εκτός του Κέντρου.
Γενικά χαρακτηριστικά συγκρότησης του οικιστικού ιστού.
Οι οικιστικές ενότητες εκτός του Κεντρικού Μενιδίου, διαφοροποιούνται μεταξύ τους σε διάφορα επίπεδα που σχετίζονται με κάποια από τα χαρακτηριστικά οργάνωσης του αστικού ιστού, τις πρακτικές εγκατάστασης ατόμων και χρήσεων γης, τις υφιστάμενες δεσμεύσεις του χώρου, τα λειτουργικά τους προβλήματα, τις τάσεις και τις προοπτικές εξέλιξης τους και τις δυνατότητες δράσεων για την ανασυγκρότηση τους. Πέρα όμως από τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, η οργάνωση του οικιστικού ιστού παρουσιάζει κοινά γενικά χαρακτηριστικά που ανάγονται σε αντιστοιχίες στη διαδικασία συγκρότησης τους, καθώς και προβλήματα και/ή δυσλειτουργίες που, αν και διαφοροποιούνται στη λεπτομέρεια τους, αναγνωρίζονται γενικά ως κοινά για τις διάφορες οικιστικές ενότητες.
Τόσο τα χαρακτηριστικά οργάνωσης του αστικού ιστού όσο και τα προβλήματα που αυτός εμφανίζει σχετίζονται με το γεγονός οτι το σύνολο των οικιστικών ενοτήτων εκτός του Κεντρικού Μενιδίου δημιουργήθηκε με διαδοχικές εντάξεις στο σχέδιο πόλης πρώην περιοχών αυθαιρέτων. Η ένταξη στο σχέδιο, πέρα από τη νομιμοποίηση της προϋφιστάμενης κατάστασης και τη διευκόλυνση στη συνέχεια των διαδικασιών αστικοποίησης, δεν επέφερε σημαντικές αλλαγές στην προβληματική δομή των οικιστικών συγκεντρώσεων, και δεν οδήγησε στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων. Κατ' αρχήν οι νέες εντάξεις γινόταν κάθε φορά κατόπιν εορτής, όταν δηλαδή είχαν ήδη παγιωθεί στις διάφορες υποπεριοχές συγκεκριμένες ανελαστικές δομές οργάνωσης του οδικού δικτύου, του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και της κατάτμησης της γης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός οτι εκτός από το Κεντρικό Μενίδι (1933) και τη Λυκότρυπα (1977) οι υπόλοιπες ενότητες του Δήμου άρχισαν να αποκτούν σταδιακά ρυμοτομικό σχέδιο μετά το 1985.
Επίσης, κατά την ένταξη στο σχέδιο δεν ενεργοποιήθηκαν (τουλάχιστον μέχρι το 1992) τα θεσμικά εργαλαία των νόμων Ν. 947/1979 και Ν. 1337/1983 που βοηθούν το σχεδιασμό κατά τη φάση της ένταξης στο σχέδιο, με κύριο στόχο την εξασφάλιση χώρων για κοινόχρηστες χρήσεις, την οργάνωση κέντρων κ.λ.π. Σημαντικότερα και αποτελεσματικότερα από τα εργαλεία αυτά, ειδικά για περιοχές αιθαιρέτων και άναρχης δόμησης είναι οι «Ζώνες Ενεργού Πολεοδομίας» (ΖΕΠ) και οι «Ζώνες Αστικού Αναδασμού» (ΖΑΑ). Λιγότερο επεμβατικά εργαλεία που θα ήταν δυνατόν να έχουν ενεργοποιηθεί είναι οι «Ζώνες Κοινωνικού Συντελεστή» (ΖΚΣ), οι «Ζώνες Ειδικών Κινήτρων» (ΖΕΚ) και οι «Ζώνες Μεταφοράς Συντελεστή» που προβλέπονται από το Ν. 1337/1983. Η χρήση τέτοιων εργαλείων εξασφαλίζει την ορθολογική οργάνωση του οδικού δικτύου, τις διαβαθμισμένες πυκνότητες στο εσωτερικό του αστικού ιστού, την απόκτηση κοινόχρηστων χώρων και τη δημιουργία συνεκτικών κέντρων. Μία τέτοια διαδικασία, ταυτόχρονα με τα στοιχεία οργάνωσης με τα οποία θα εφοδίαζε τον αστικό ιστό, θα εξασφάλιζε τη δυνατότητα ανάπτυξης συνεκτικών (και εξ αυτού οικονομικότερων και αποτελεσματικότερων) δικτύων τεχνικής υποδομής.
Σημαντικός όμως παράγοντας υπεύθυνος για τις δυσλειτουργίες που παρουσιάζει σήμερα ο πολεοδομικός ιστός είναι και η καθυστέρηση ολοκλήρωσης και τελικά η ελλειπής εφαρμογή επί του εδάφους των «πράξεων εφαρμογής». Επίσης, κατά τη διαδικασία αυτή, τίθεται και το ζήτημα των εισφορών σε γη και χρήμα. Οι εισφορές αυτές που γίνονται προς τη δημοτική αρχή, έχουν ως στόχο τη δημιουργία τράπεζας γης για την κάλυψη αναγκών σε κοινόχρηστους χώρους καθώς και την εξασφάλιση οικονομικών πόρων για έργα υποδομής. Το σκεπτικό αυτό όμως συνηθέστερα ανατρέπεται κατά την ένταξη στο σχέδιο περιοχών πρώην αυθαιρέτων, τόσο λόγω της φύσης των προβλημάτων όσο και λόγω κακής διαχείρισης. Συγκεκριμένα, οι εισφορές σε γη, όταν πραγματοποιούνται, επαρκούν μόνο για τη διάνοιξη του οδικού δικτύου, το οποίο στις περιοχές που αποκτούν ρυμοτομικό σχέδιο είναι υποτυπώδες, και γενικά για την τακτοποίηση των οικοπέδων. Τις περισσότερες φορές επίσης, καθώς οι υφιστάμενες ιδιοκτησίες είναι εξαιρετικά μικρές η εισφορά μετατρέπεται σε χρηματική και εδώ τίθεται το ζήτημα της διαχείρισης των πόρων που προκύπτουν. Η συνηθέστερη πάντως πρακτική είναι η κάλυψη με αυτούς τους πόρους των λειτουργικών αναγκών των ΟΤΑ (που σε τέτοιες περιπτώσεις έχουν μεγάλες ανάγκες και λίγους πόρους), με αποτέλεσμα την έλλειψη επαρκών πόρων για έργα λειτουργικών ή κοινωνικών υποδομών, διαμορφώσεις χώρων πρασίνου κ.λ.π.
Αυτό είναι σε αδρές γραμμές το πλαίσιο οικιστικής ανάπτυξης των περισσότερων ενοτήτων του Δήμου Αχαρνών. Η αποκρυστάλλωση αυτής της διαδικασίας επί του εδάφους αναδεικνύει σήμερα δύο διαφορετικής φύσης χαρακτηριστικά. Από τη μία, σε πολλές περιπτώσεις αναγνωρίζεται ακόμη και σήμερα η προϋπάρχουσα δομή της οργάνωσης του αγροτικού χώρου, στοιχείο το οποίο σε συνδυασμό με άλλα χαρακτηριστικά (μορφολογία και μεγέθη στο κτισμένο περιβάλλον, ύπαρξη φυσικής βλάστησης ή απομεινάρια αγροτικής παραγωγής κ.λ.π.) προσδίδει ταυτότητα και ποιοτικά χαρακτηριστικά στο χώρο. Από την άλλη, η ίδια αυτή η οργάνωση δημιουργεί σημαντικές ελλείψεις και δυσλειτουργίες στον αστικό ιστό.
Οι περιοχές αυθαίρετης δόμησης αναπτύχθηκαν αρχικά σε πρώην αγροτικές εκτάσεις. Η αρχική δομή του οδικού δικτύου (αγροτικοί δρόμοι) υπάκουε σε κατατμήσεις της γης σε μακρόστενες ιδιοκτησίες, γεωμετρικό σχήμα που με τη σειρά του σχετίζονταν με το είδος και την τεχνική οργάνωση των καλλιεργειών. Οι ιδιοκτησίες αυτές ονομάζονταν «λαχείδια» καθώς περνούσαν στους κληρονόμους των αρχικών ιδιοκτητών με κλήρο. Η διατήρηση ή μη αυτής της δομής, στη μετάβαση από τις αγροτικές εκμεταλεύσης στον αστικό ιστό, εξαρτάται από το βαθμό και τον τρόπο κατάτμησης των λαχειδίων για να πωληθούν στην αγορά ανεξάρτητα οικόπεδα, από τις προβλέψεις των πολεοδομικών μελετών βάση των οποίων έγιναν οι εντάξεις στο σχέδιο και το βαθμό εφαρμογής τους επί του εδάφους καθώς και από το χρόνο που έχει παρέλθει από την ένταξη στο σχέδιο έως σήμερα. Ετσι, σε περιοχές που κατά την πώληση αγροτεμαχίων σε εσωτερικούς μετανάστες για την κατασκευή (αυθαίρετης) κατοικίας είχε προβλεφθεί η διάνοιξη εγκάρσιων δρόμων, τα οικοδομικά τετράγωνα είναι μικρά και ο οικιστικός ιστός αρκετά πυκνός. Στις περιπτώσεις αυτές, συνηθέστερα υπάρχει και μεγαλύτερη κατάτμηση της γης σε ιδιοκτησίες, με αντίστοιχα μικρά μεγέθη οικοπέδων. Στις υπόλοιπες περιοχές, όπου δεν έχουν διανοίγει εγκάρσιοι δρόμοι, στη δομή του οδικού δικτύου και κατ' επέκταση του υφιστάμενου οικιστικού ιστού, ακολουθεί τα χνάρια της οργάνωσης των αγροτικών κατατμήσεων. Σ' αυτές τις περιπτώσεις έχουμε αντίστοιχα και μικρές πυκνότητες στον οικιστικό ιστό αλλά και στο κτισμένο περιβάλλον. Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει από αυτή τη διαδικασία στο εσωτερικό του ιστού σχετίζεται με το οδικό δίκτυο των υποπεριοχών. Το δίκτυο αυτό δομείται από τη ύπαρξη λίγων διαμπερών αξόνων οι οποίοι συμπίπτουν με τους αρχικούς (πριν και από το ρυμοτομικό σχέδιο του Κεντρικού Μενιδίου το 1933) άξονες αυθόρμητης ανάπτυξης των οικιστικών συγκεντρώσεων. Στις εκτάσεις ανάμεσα σ' αυτούς τους άξονες αναπτύσσεται ο οικιστικό ιστός των υποενοτήτων του Δήμου με το αντίστοιχο εσωτερικό οδικό δίκτυο. Εκεί, Στο εσωτερικό των ενοτήτων αυτών υφίστανται οι αρχικοί αγροτικοί δρόμοι που έχουν - λίγο ή πολύ - ενιαία χάραξη για αρκετό μήκος, και ταυτόχρονα νέοι δρόμοι που παρουσιάζουν διαφορετικό χαρακτήρα ανά περιοχή. Ετσι, αλλού διαμορφώνουν ένα συγκροτημένο δίκτυο και αλλού το χαρακτήρα μικρών στενών που δεν αναπτύσσονται περισσότερο από δύο ή τρία οικοδομικά τετράγωνα. Σε κάθε περίπτωση πάντως στην πλειοψηφία τους είναι στενοί δρόμοι, χωρίς πεζοδρόμια, ενώ λίγοι από αυτούς - ανάλογα βέβαια με την υποενότητα αναφοράς - είναι ασφαλτοστρωμένοι.Ενα δεύτερο ζήτημα, που επίσης σχετίζεται με την ελλειπή υλοποίηση των πράξεων εφαρμογής, είναι η σαφής έλλειψη χώρων κοινωνικής υποδομής. Συγκυριακή και άρα τυχαία είναι η χωροθέτηση των χρήσεων τέτοιου τύπου ενώ ειδικό πρόβλημα λόγω των ανελαστικών αναγκών αποτελεί η έλλειψη εκπαιδευτικών χώρων, οι οποίοι γενικά δε φαίνεται να επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών του Δήμου. Επίσης σημαντική είναι η έλλειψη ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων. Ολα αυτά συντελούν τελικά στην απουσία κεντρικών τόπων στις οικιστικές ενότητες που δεν εντάσσονται στο Παλαιό Μενίδι. Λειτουργικά, τα προβλήματα εμφανίζονται με την έλλειψη εναλλακτικών λύσεων σε αγορά και παντώς είδους εξυπηρετήσεις που έλκονται συνήθως από τέτοια κέντρα. Χωρίς συγκροτημένα κέντρα, οι λειτουργίες επιπέδου γειτονιάς διασπείρονται τυχαία, ελλατώνονται σε αριθμό και χάνουν κάθε δυνατότητα συμπληρωματικότητας. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει την ανάγκη μετακινήσεων, πολλές φορές σε μεγάλες αποστάσεις, γεγονός που
σε συνδυασμό με τις ελλείψεις σε συγκοινωνιακές υποδομές εντείνει τη γενικότερη δυσλειτουργία του χώρου. Η έλλειψη όμως τοπικών κέντρων αποδιοργανώνει συνολικά τις οικιστικές ενότητες στερώντας τους σε συμβολικό επίπεδο μία ταυτότητα. Ετσι, ειδικά σε ενότητες με μικρή οικιστική πυκνότητα που μάλιστα βρίσκονται μακρυά από το κέντρο επικρατεί περισσότερο ένας χαρακτήρας ημιαστικών - ημιαγροτικών περιοχών. Οταν τώρα στη δυσμενή αυτή εικόνα έρχεται να προστεθεί και το πρόβλημα της έλλειψης τεχνικών υποδομών αλλά και πολλές φορές αυτό της ποιότητας της κατοικίας του νοικοκυριού, στοιχειοθετείται σε μεγάλο βαθμό η έννοια της υποβάθμισης για την οποία μιλάνε συχνά οι ίδιοι οι κάτοικοι.
Η έννοια αυτή στη συνέχεια, με την αναπαραγωγή της σε πολλά επίπεδα, γίνεται το κυρίαρχο συνολικό χαρακτηριστικό που συνοδεύει την περιοχή. Εμπεριέχει δε στο εσωτερικό της τη σύγκριση περιοχών άτυπης αστικοποίησης με ένα νοητικό ομογενοποιημένο πρότυπο για τις κλασσικές αστικές περιοχές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μία σύγκριση στατικών εικόνων που αγνοεί δομές και διαδικασίες αλλά και τον παράγοντα του χρόνου. Δηλαδή συγκρίνονται περιοχές άτυπης αστικοποίησης που απέκτησαν ρυμοτομικό σχέδιο μετά το 1985, με παραδοσιακές αστικές περιοχές του ευρύτερου κέντρου της Αθήνας, ή ακόμη και με ακριβά προάστια. Ετσι, η έννοια της υποβάθμισης, ξεκινώντας από τα πραγματικά προβλήματα και τις δυσλειτουργίες των οικιστικών ενοτήτων προκύπτει ως μία νοητική κατασκευή, που δε λαμβάνει υπόψη την υφιστάμενη δυναμική και τις εν δυνάμει ποιότητες των οικιστικών ενοτήτων του Δήμου. Μ' αυτόν όμως τον τρόπο υπονομεύει και τις δυνατότητες προσαρμοσμένων στρατηγικών για την ανασυγκρότηση του αστικού ιστού.
2.4. Οι οικιστικές ενότητες στις νότιες περιοχές του Δήμου.
2.4.1. Λυκότρυττα - Χαμόμηλο
Η περιοχή της Λυκότρυπας, απέκτησε ρυμοτομικό σχέδιο το 1977. Ομως, παρά το γεγονός του ενιαίου ρυμοτομικού σχεδίου, στην ουσία αποτελείται από δύο διακριτές μεταξύ τους γειτονιές. Οι γειτονιές αυτές δεν έχουν φυσική επικοινωνία μεταξύ τους, κυρίως λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής αλλά και της μορφολογίας του εδάφους, καθώς το τμήμα δυτικά της γραμμής, σε κάποιες θέσεις βρίσκεται χαμηλότερα από το ανατολικό. Το δυτικό τμήμα αποτελεί τη γειτονιά «Γεροβουνό» και το αντολικό τη γειτονιά «Λυκότρυπα», σύμφωνα με τα αρχικά τους τοπονύμια που διατηρούνται έως σήμερα. Η δομή αυτή και η γενικότερη κατανόηση του διαφορετικού χαρακτήρα των δύο γειτονιών, οδήγησαν και την ομάδα έρευνας στην αντιμετώπιση τους ως ξεχωριστές περιοχές αναφοράς στα πλαίσια της διαδικασίας αναγνώρισης και τυπολόγησης των χωρικών ενοτήτων του Δήμου.
Η αρχική ονομασία της περιοχής ως «Κάτω Μενίδι» είναι αποκαλυπτική της σχέσης της περιοχής με τον κεντρικό πυρήνα του Δήμου. Πράγματι, η απόσταση ανάμεσα στα όρια του «Παλαιού Μενιδίου» και της «Λυκότρυπας» φθάνει το 1χλμ. Η έκταση που παρεμβάλεται στο μεταξύ, περιλαμβάνει το στρατόπεδο της ΑΒΥΠ και το χώρο του τελωνείου (μεγάλες εκτάσεις - κενά στον αστικό ιστό, χωρίς δυνατότητα χρήσης ή ακόμη και διέλευσης από τους κατοίκους) ενώ η περιοχή της Χαραυγής, που απέκτησε ρυμοτομικό σχέδιο μόλις το 1990 (ένα μικρό τμήμα είχε από το 1985) δεν απέκτησε ποτέ συνεκτικό ιστό ώστε να δημιουργήσει συνέχειες. Μ' αυτή την έννοια, αναφερόμαστε στην ουσία σε μία οικιστική ενότητα, αποκομένη από τον υπόλοιπο οικισμό του Μενιδίου. Η γειτονιά της Λυκότρυπας ορίζεται από τη σιδηροδρομική γραμμή και το ρέμα Καναπίτσας και αναπτύσεται σε μία ζώνη πλάτους 400 - 600 μ. έως τά όρια του Δήμου Αχαρνών με το Δήμο Αγ. Αναργύρων. Η οδός Φιλαδέλφειας τη συνδέει με την Φιλαδέλφεια και μέσω αυτής με την Αθήνα, αφού παρεμβληθεί η αδόμητη περιοχή του νεκροταφείου (Κόκκινος Μύλος) ενώ η οδός Κων/πόλεως (παράλληλη των γραμμών) με το Δήμο Αγ. Αναργύρων.
ΣΤΟ νοτιοανατολικό άκρο της Λυκότρυπας βρίσκεται η περιοχή «Χαμόμηλο» που απέκτησε ρυμοτομικό σχέδιο το 1991. Πρόκειται για οικιστική νησίδα ελάχιστης έκτασης, στα ανατολικά του ρέματος της Καναπίτσας. Η περιοχή αυτή είναι εντελώς απομονωμένη από τον υπόλοιπο ιστό, καθώς βρίσκεται ανάμεσα στο ρέμα και στη ζώνη του Κηφισσού ποταμού. Μοναδική της σύνδεση αποτελεί μία γέφυρα πάνω από το ρέμα, που επιτρέπει την οριακή επικοινωνία της με τη Λυκότρυπα. Δύο ακόμη εγκάρσιες οδικές προσβάσεις συνδέουν τη νησίδα αυτή με την οδό Φιλαδέλφειας στην περιοχή του νεκροταφείου και την περιοχή των βιομηχανικών - βιοτεχνικών σεγκεντρώσεων στα βόρεια.
Η διαδικασία άτυπης αστικοποίησης, μέσω της αυθαίρετης δόμησης σε πρώην αγροτικές εκτάσεις, αποτελεί το μοντέλο οργάνωσης του αστικού ιστού και στην περίπτωση της Λυκότρυπας. Η τελική δομή πάντως, έχει διαφοροποιηθεί αρκετά από τις αρχικές χαράξεις καθώς έχουν γίνει αρκετές διανοίξεις εγκάρσιων δρόμων, οι τελικές ιδιοκτησίες είναι μικρές και ο οικιστικός ιστός αρκετά πυκνός. Στο Χαμόμηλο αντίθετα, η δομή του οδικού δικτύου στις χαράξεις του οποίου αρθρώνεται ο ιστός είναι τυχαία, καθώς στην περιοχή δεν προϋπήρξε οργανωμένη κατάτμηση της αγροτικής γης. Αντίστοιχα η πυκνότητα είναι μικρή, καθώς η σχέση του αδόμητου προς τον δομημένο χώρο ξεπερνά το 1:1. Στην αίσθηση αυτή συμβάλλει και η ύπαρξη πολύ κοντά στον ιστό, περιοχών εκτός σχεδίου καθώς και των ρεμάτων.
Η χρήση που κυριαρχεί στο εσωτερικό της γειτονιάς της Λυκότρυπας είναι η κατοικία, με λίγες εξυπηρετήσεις λιανικού εμπορίου. Ταυτόχρονα όμως υφίστανται διάσπαρτες χρήσεις βιοτεχνίας αποθηκών και χονδρεμπορίου. Κατά μήκος της οδού Φιλαδέλφειας πυκνώνει η συγκέντρωση χρήσεων λιανικού εμπορίου ενώ κάνουν την εμφάνιση τους και κάποιες χρήσεις αναψυχής με τοπικό χαρακτήρα. Οι ελεύθεροι κοινόχρηστοι χώροι και οι κοινωνικές υποδομές κρίνονται επαρκείς για το μέγεθος της περιοχής (με την έννοια των προτύπων πολεοδομικής οργάνωσης). Παρ' όλα αυτά, δεν υπάρχει κάποιος χώρος που να λειτουργεί ως φυσικό κέντρο της περιοχής, εκτός από τη γραμμική κεντρικότητα που αναπτύσσεται κατά μήκος του υπερτοπικού οδικού άξονα της οδού Φιλαδέλφειας. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται και ο αρχαίος θολωτός τάφος, ένδειξη του λαμπρού ιστορικού παρελθόντος του Δήμου Αχαρνών. Σήμερα πάντως ο τάφος είναι ένα απλό υψωματάκι καλυμμένο με φυσικό χλοοτάπητα και περιφραγμένο με συρματόπλεγμα, χωρίς να διαφέρει από ένα συνηθισμένο άκτιστο οικόπεδο. Πράγματι, η έκταση του περιφραγμένου χώρου δεν υπερβαίνει αυτή ενός οικοπέδου, ενώ το μόνο στοιχείο που βοηθά στον εντοπισμό του ιστορικού τόπου είναι μία πινακίδα της αρχαιολογικής υπηρεσίας.
Στο εσωτερικό της γειτονιάς της Λυκότρυπας, η εικόνα είναι αυτή της ήπιας ανάπτυξης, με μικρά (δυόροφα και λίγα τριόροφα) κτίσματα, που αποτελούν συνήθως οικογενειακές ιδιοκτησίες. Ταυτόχρονα υπάρχουν ακόμη κάποια άκτιστα οικόπεδα, ενώ γενικά υπάρχουν αρκετές μικρές ιδιωτικές αυλές που, σε συνδυασμό, δημιουργούν ανοίγματα για την κυκλοφορία του αέρα και κάποια αίσθηση πρασίνου. Η αίσθηση αυτή τονώνεται και από την ύπαρξη υψηλής βλάστησης κατά μήκος της οδού Φιλαδέλφειας, η οποία αν και αραιή δημιουργεί ενδιαφέρον αισθητικό αποτέλεσμα. Ο θεσμοθετημένος συντελεστής δόμησης (1,00) δεν έχει εξαντληθεί, καθώς η πρακτική οικοδόμησης για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών δεν οδήγησε σε υπερεκμετάλλευση των ιδιοκτησιών. Παρά το γεγονός οτι οι υφιστάμενοι δρόμοι στις εσωτερικές περιοχές είναι μικροί, με ελάχιστα πεζοδρόμια και κάποιοι από αυτούς δεν έχουν διανοίγει πλήρως ή παραμένουν χωματόδρομοι, οι κυκλοφοριακές φορτίσεις στο εσωτερικό οδικό δίκτυο
είναι μικρές, καθώς αυτό λειτουργεί μόνο για τις τοπικές προσβάσεις αφού δεν επιτρέπει καμμία διαμπερή κίνηση. Ομως η εγγύτητα με τους υπερτοπικούς άξονες και τη σιδηροδρομική γραμμή δημιουργεί αρκετές οχλήσεις και στο εσωτερικό. Από την άλλη, το μικρό πλάτος των οικιστικών ζωνών και η ύπαρξη των υπερτοπικών αξόνων από τους οποίους διέρχονται λεωφορεία, εξασφαλίζουν στις γειτονιές καλές συγκοινωνιακές συνδέσεις.
ΣΤΟ Χαμόμηλο, η κατάσταση εμφανίζεται λιγότερο οργανωμένη. Οι χωματόδρομοι αποτελούν την πλειοψηφία του οδικού δικτύου, τα κτίσματα αν και πιό πρόσφατης κατασκευής είναι λιγότερο φροντισμένα και βεβαίως πιό τυποποιημένης μορφής. Σε αντίθεση με τη Λυκότρυπα, στο Χαμόμηλο υπάρχουν αρκετές πολυκατοικίες καθώς έχει εισχωρήσει εδώ το σύστημα της αντιπαροχής. Ο υφιστάμενος σ.δ. (0,8 για τα πρώτα 200μ2 του οικοπέδου και 0,6 για τα υπόλοιπα) επιτρέπει την κατασκευή πολυκατοικιών 5-6 ορόφων σε οικόπεδα έκτασης πάνω από 500μ2. Τέτοια οικόπεδα υφίστανται στην περιοχή καθώς οι κατατμήσεις είναι σχετικά πρόσφατες. Οι δημόσιοι ελεύθεροι χώροι περιορίζονται σε ένα «κέντρο νεότητας» και σε ένα ανοικτό γήπεδο μπάσκετ. Στα δομημένα οικόπεδα, παράλληλα με την κατοικία, μεγάλη παρουσία έχουν οι βιοτεχνικές χρήσεις στα ισόγεια κυρίως των κτηρίων. Επίσης, πολλά από τα αδόμητα οικόπεδα καταλαμβάνονται από χρήσεις υπαίθριας αποθήκευσης υλικών (μάνδρες). Στις ζώνες δίπλα στο ρέμα και τον Κηφισσό, σε εκτάσεις εκτός σχεδίου υπάρχει ανάπτυξη αυθαίρετων κτισμάτων με ευτελή υλικά και πρόχειρες μεθόδους κατασκευής που φιλοξενούν διάφορες χρήσεις (λιγότερο την κατοικία).
Οπως έχει ήδη αναφερθεί, το Χαμόμηλο έχει ως μόνη διέξοδο σύνδεσης με το κεντρικό οδικό δίκτυο και τις συγκοινωνιακές γραμμές τη γέφυρα στην οδό 25ης Μαρτίου. Στο εσωτερικό του όμως διέρχεται η οδός «Λαϊκών Αγώνων» η οποία συνδέει τη ζώνη συγκέντρωσης βιομηχανικών εγκαταστάσεων στα ανατολικά με την οδό Φιλαδέλφειας στα δυτικά. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη διαμπερή κυκλοφορία βαρέων οχημάτων με ιδιαίτερη όχληση. Γενικότερα όμως, το πιό σημαντικό πρόβλημα για την οικιστική περιοχή του Χαμόμηλου, είναι η γειτνίαση του με τη ζώνη συσσώρευσης βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Στη ζώνη αυτή, προτείνεται άλλωστε η δημιουργία ΒΙΠΑ - ΒΙΟΠΑ. Σήμερα, τα όρια ανάμεσα στις δύο ζώνες δεν είναι σαφή καθώς στη βόρεια πλευρά του Χαμόμηλου η ανάμειξη χρήσεων κατοικίας και βιοτεχνίας είναι έντονη. Ταυτόχρονα, την ασάφεια εντείνει το γεγονός οτι στη θέση αυτή δεν υφίσταται κάποιο φυσικό όριο, όπως για παράδειγμα είναι το ρέμα Καναπίτσας στην περιοχή της Λυκότρυπας.
Στην περιοχή Λυκότρυπα - Χαμόμηλο, το σημαντικότερο γεγονός που συνδέεται με το μελλοντικό χαρακτήρα της περιοχής είναι η διάνοιξη της Αττικής οδού και η προοπτική της νέας κεντρικότητας που αναμένεται να αναπτυχθεί γύρω από το ΣΚΑ. Στο επίπεδο αυτό ο σχεδιασμός για την περιοχή της Λυκότρυπας πρέπει να διέπεται από την εννιαία λογική των παρεμβάσεωνστην ευρύτερη ζώνη των νότιων περιοχών του Δήμου. Πέρα όμως από το γενικότερο αυτό πλαίσιο διαχειριστικών ενεργειών, σημαντικά ζητήματα της περιοχής σχετίζονται με την αποκατάσταση των συνδέσεων μεταξύ της Λυκότρυπας και του Χαμόμηλου, την ανάπτυξη κεντρικών λειτουργιών και κοινόχρηστων χώρων στο εσωτερικό της γειτονιάς και τα ζητήματα της σχέσης της ενότητας με την περιοχή συγκέντρωσης βιομηχανικών χρήσεων στα ανατολικά της.
2.4.2. Γεροβουνό - Αγ. Αννα - Πύργουθι - Αυλίζα.
Η χωρική ενότητα που εξετάζεται εδώ, συναπαρτίζεται από περιοχές που απέκτησαν ρυμοτομικό σχέδιο μετά το 1987, με εξαίρεση τη γειτονιά «Γεροβουνό» που εντάχθηκε στο σχέδιο το 1977 μαζί με την γειτονιά της «Λυκότρυπας». Από τις υπόλοιπες η «Αυλίζα» απέκτησε ρυμοτομικό σχέδιο το 1987, η «Αγ. Αννα» το 1991 και το «Πύργουθι» μόλις το 1998. Είναι λοιπόν φυσικό το γεγονός πως το «Γεροβουνό» παρουσιάζει τη μεγαλύτερη πυκνότητα στον ιστό του. Αντίθετα προκαλεί εντύπωση πως, παρ' όλα αυτά, η πυκνότητα του είναι σαφώς μικρότερη από τη γειτονιά της Λυκότρυπας, αλλά και από άλλες περιοχές (π.χ. Αγ. Αθανάσιος, Αγ. Πέτρος κλπ) που απέκτησαν ρυμοτομικό σχέδιο πολύ αργότερα. Μάλιστα, το πυκνό τμήμα περιορίζεται σε μία μικρή ζώνη κατά μήκος της οδού Αθηνών, ενώ προς τα δυτικά ο ιστός αρχίζει να αποσυντίθεται και να αποκτά, ομαλά, τα χαρακτηριστικά των όμορων γειτονιών. Η ενότητα στο σύνολο της βρίσκεται δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής, στο νοτιοδυτικό άκρο του Δήμου. Δυτικό της όριο αποτελεί το ρέμα «Εσχατιάς» που συμπίπτει με το όριο του Δήμου Αχαρνών προς το Ζεφείρι. Ως βόρειο όριο της μπορεί να θεωρηθεί η οδός Λιοσίων - Αχαρνών, καθώς βορειότερα τα χαρακτηριστικά αλλάζουν, με κυριότερο την πύκνωση του ιστού.
Και η περιοχή αυτή απέκτησε ρυμοτομικό σχέδιο σταδιακά, αφού είχε προχωρήσει στο εσωτερικό της η αυθαίρετη δόμηση. Αντίστοιχα με τη γειτονιά της Λυκότρυπας, τον τόνο στην κατάτμηση των ιδιοκτησιών τον δίνει η προϋπάρχουσα δομή των αγροτικών λαχειδίων. Πάντως, υφίστανται αρκετές περιοχές όπου τα (υποτυπώδη) οικοδομικά τετράγωνα ξεφεύγουν από το γνωστό μακρόστενο σχήμα, καθώς πρόκειται για νέες κατατμήσεις, σε γη που δεν ανήκε στις εντατικές αγροτικές εκμεταλεύσεις. Αλλού πάλι υφίστανται ακόμη ενιαίες εκτάσεις, χωρίς όμως να είναι γνωστό αν το γεγονός αυτό αντιστοιχεί στο ιδιοκτησιακό τους καθεστώς (ένα ιδιοκτήτης) ή οχι. Οπως έχει ήδη αναφερθεί, το πυκνό τμήμα του αστικού ιστού αναπτύσσεται εκατέρωθεν της οδού Αθηνών (λεωφ. Δημοκρατίας) στη γειτονιά Γεροβουνό. Μία άλλη θέση πύκνωσης του ιστού εντοπίζεται στην Αγ. Αννα. Στις υπόλοιπες ενότητες η δόμηση είναι διάσπαρτη, σε περιοχές που διατηρούν πολλά από τα αγροτικά τους χαρακτηριστικά, με καλλιέργειες κυρίως ελαιόδενδρων και κηπευτικών. Ιδιαίτερα ως αγροτικές «σε μετάβαση», θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι περιοχές στο Πύργουθι και την Αυλίζα.
Στα δομημένα οικόπεδα κυριαρχεί η χρήση της κατοικίας, με σημαντική όμως παρουσία χρήσεων αποθηκών και χονδρεμπορίου και σε μικρότερο βαθμό βιομηχανίας- βιοτεχνίας. Κατά μήκος της οδού Αθηνών αναπτύσσονται χρήσεις λιανικού εμπορίου και υπηρεσιών. Σε κάθε περίπτωση όμως, τον τόνο σε όλες σχεδόν τις γειτονιές δεν τον δίνουν τα πλήρη και οι χρήσεις, παρά τα αδόμητα οικόπεδα, είτε πρόκειται για καλλιεργούμενες εκτάσεις, είτε για οικόπεδα με αυτοφυή φρυγανική βλάστηση, είτε απλώς για κενούς χώρους. Τα κτίσματα παρουσιάζουν ποικιλία τύπων, ποιότητας κατακευής και προθέσεων. Τα περισσότερα είναι μονόροφα ή διόροφα χαμηλής ποιότητας κατασκευής, με προφανή στόχο την επείγουσα στέγαση της οικογένειας και μελλοντικά της οικογενειακής επιχείρησης. Μετά το 1992 όμως, έχει κατασκευαστεί μεγάλος αριθμός πολυκατοικιών με το σύστημα της αντιπαροχής. Οι συντελεστές δόμησης ποικίλουν από 1,00 για το Γεροβουνό, έως 0,8. Παρά την ένταξη στο σχέδιο υπάρχουν ακόμη κτίσματα - παράγκες αν και αποτελούν συνήθως προσαρτήματα της κύριας κατοικίας (γκαράζ, αποθήκες κλπ). Ακόμη, οι αποθήκες χονδρεμπορίου, οι βιοτεχνίες κλπ στεγάζονται στο μεγαλύτερο ποσοστό τους σε στοιχειώδεις κτηριακές εγκαταστάσεις. Τελευταία πάντως εντοπίζεται και μία, περιορισμένη ακόμη, τάση κατασκευής μεζονέτων αστικού - προαστιακού τύπου με διάθεση διαφοροποίησης και προβολής.
Η συνολική εικόνα της περιοχής συμβαδίζει με το γεγονός οτι μέχρι πρόσφατα αποτελούσε ενότητα αυθαίρετης δόμησης. Η έλλειψη πυκνότητας, πέρα από άλλους παράγοντες, συνδέεται και με το γεγονός οτι οι αρχικοί κάτοικοι δεν προέρχοντο από συγκροτημένες πληθυσμιακές ομάδες με κοινή καταγωγή που θα δημιουργούσαν τοπικές πυκνώσεις. Με την ένταξη στο σχέδιο και κάποια αντιπλημμυρικά έργα, η τιμή της γης ακρίβυνε με αποτέλεσμα, παρά την επάρκεια της, να μην αποτελεί πλέον πεδίο εγκατάστασης των ομάδων νέων μεταναστών, που προτιμούν τις εκτός σχεδίου εκτάσεις, διαιωνίζοντας έτσι την εκτατική επέκταση του δομημένου χώρου χωρίς την εξασφάλιση βιώσιμης πυκνότητας.
Στην περιοχή της Αυλίζας υπάρχει μεγάλος συνοικισμός τσιγγάνων. Αποτελεί συνέχεια του αντίστοιχου στο Ζεφύρι και αναπτύσσεται σε εκτάσεις ελάχιστα διαμορφωμένες με φτωχές υποδομές σε τεχνικά δίκτυα και δύσκολες συνθήκες διαβίωσης. Οι πρώτη συστηματική εγκατάσταση στην περιοχή χρονολογείται από το 1960, ενώ και νωρίερα υπήρχαν εποχιακές κατασκηνώσεις. Η έλευση των τσιγγάνων στην περιοχή σχετίζεται με τη δυνατότητα απασχόλησης σε γεωργικές εργασίες στην ευρύτερη περιοχή. Σύμφωνα με σχετική έρευνα, οι «εδραιοποιημένοι» τσιγγάνοι στην περιοχή (Αχαρνών και Ζεφυρίου) αριθμούσαν περίπου 400 οικογένειες ενώ άλλες 100 περίπου κατασκήνωναν περιστασιακά. Πολλές από αυτές τις οικογένειες διαθέτουν ιδιόκτητα οικόπεδα, γενικά όμως το ιδιοκτησιακό καθεστώς αρκετών εκτάσεων είναι εξαιρετικά αμφισβητούμενο. Η παρουσία των τσιγγάνων φέρεται οτι αποτελείπαράγοντα μη εγκατάστασης άλλων κοινωνικών ομάδων στην περιοχή, ή ακόμη απαξίωσης και εγκατάλειψης περιουσιών από τους ιδιοκτήτες τους.
Στη συνολική εικόνα της περιοχής, αυτό που αναγνωρίζεται ως πρόβλημα είναι η έλλειψη συγκρότησης και βιώσιμης πυκνότητας του αστικού ιστού, σε συνδυασμό με τα προβλήματα τεχνικής και κοινωνικής υποδομής. Το ζήτημα αυτό, οι παράμετροι και οι διαδικασίες που έχουν οδηγήσει στην υφιστάμενη κατάσταση έχουν περιγραφεί, για το σύνολο των οικιστικών ενοτήτων εκτός του κέντρου, παραπάνω. Στην συγκεκριμένη περιοχή αναφοράς, ιδιαίτερη ένταση έχει το ζήτημα της κυκλοφορίας φορτηγών και μηχανημάτων, στο προβληματικό οδικό δίκτυο, καθώς η περιοχή μοιάζει να βρίσκεται σε συνεχή ανοικοδόμηση. Ιδιαίτερα κατά μήκος της οδού Αθηνών, η όχληση και η ρύπανση (κυρίως σκόνη) είναι ιδιαίτερα μεγάλες λόγω της διέλευσης βαρέων οχημάτων που μεταφέρουν πολλές φορές χύδην υλικά. Στα προβλήματα της περιοχής πρέπει επίσης να προστεθεί η έλλειψη πρασίνου, τόσο στους δημόσιους χώρους όσο και στις αυλές των σπιτιών ιδιαίτερα δε, όπου έχουν εγκαταληφθεί οι καλλιέργειες. Ακόμη, πολλά από τα άκτιστα οικόπεδα αποτελούν χώρους απόθεσης (ή οργανωμένης αποθήκευσης) παλαιών υλικών, αυτοκινήτων κλπ. Η έκταση της περιοχής και οι αποστάσεις των περισσότερων σημείων της από τον μόνο κεντρικό άξονα της οδού Αθηνών, δημιουργεί και πρόβλημα συγκοινωνικής εξυπηρέτησης. Το γεγονός αυτό τονίζει για ακόμη μία φορά τον ασαφή χαρακτήρα του ιστού, που από τη μία διαθέτει ρυμοτομικό σχέδιο ενώ από την άλλη σχεδόν κανένα από τα προφανή χαρακτηριστικά του αστικού χώρου.Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραμέτρων συνθέτει μία εικόνα υποβάθμισης, παρά το χαρακτηριστικό της μικρής πυκνότητας, που σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να αποτελεί ένα ποιοτικό στοιχείο συγκρότησης της περιοχής.
Και σ' αυτή την ενότητα, η κύριες μελλοντικές τάσεις συνδέονται με την ανάπτυξη της νέας κεντρικότητας από τη διάνοιξη της Αττικής οδού και το ΣΚΑ. Η Αττική οδός θα εφοδιάσει το σύνολο της περιοχής με έναν άξονα υπερτοπικής κυκλοφορίας και ταυτόχρονα έναν άξονα οργάνωσης κεντρικών υπερτοπικών χρήσεων. Ομως ειδικά για την περιοχή που εξετάζουμε η σημασία αυτού του άξονα γίνεται ακόμα μεγαλύτερη καθώς στη διασταύρωση της Αττικής οδού με την οδό Αθηνών προβλέπεται η δημιουργία ανισόπεδου κόμβου.
2.4.3. Χαραυγή
Η περιοχή της Χαραυγής αποτελεί μία γειτονιά με έντονες ασυνέχειες στο εσωτερικό της, που απέκτησε ρυμοτομικό σχέδιο σε δύο φάσεις. Το πρώτο τμήμα (Χαραυγή Α') εντάχθηκε στο σχέδιο το 1985 και αποτελούσε μία οικιστική νησίδα στο νοτιοανατολικό όριο του στρατοπέδου της ΑΒΥΠ και σε επαφή με αυτό. Σε επόμενη φάση, το 1990 εντάχθηκε στο σχέδιο και το δεύτερο τμήμα (Χαραυγή Β') που περιελάμβανε στην ουσία όλες τις μέχρι τότε εκτός σχεδίου περιοχές ανατολικά και νότια του κέντρου έως τη Λυκότρυπα. Ανατολικό όριο της περιοχής αποτελεί το ρέμα
Καναπίτσας και δυτικό η σιδηροδρομική γραμμή. Η περιοχή διασπάται από την ύπαρξη στο εσωτερικό της του στρατοπέδου της ΑΒΥΠ και τη διέλευση της οδού Φιλαδέλφειας. Ειδικά το τμήμα δυτικά της Φιλαδέλφειας συγκροτείται σε μία ζώνη πλάτους 150 - 300μ. που ορίζεται από στην οδό και τη σιδηροδρομική γραμμή. Ταυτόχρονα, στη θέση αυτή υπάρχει και μεγάλη υψομετρική διαφορά από την περιοχή της Αγ. Αννας και του Γεροβουνού.
Σήμερα, αν και ο θεσμοθετημένος συντελεστής δόμησης είναι ενιαίος (0,8), τα τμήματα που εμφανίζουν στοιχειώδη συγκρότηση και πυκνότητα του ιστού είναι η παλιά γειτονιά (Χαραυγή Α') καθώς και κάποιες ζώνες κατά μήκος της οδού Μπόσδα και λιγότερο κατά μήκος της οδού Κύπρου στο ανατολικό όριο του κέντρου. Στην υπόλοιπη περιοχή η δόμηση είναι διάπαρτη στο εσωτερικό εκτάσεων με (λιγότερο ή περισσότερο) αγροτικό χαρακτήρα. Το φαινόμενο αυτό είναι πιό έντονο στη ζώνη ανατολικά του κέντρου, από την οδό Κύπρου έως το ρέμα. Οπως σε όλες τις περιοχές με αντίστοιχο χαρακτήρα, η ελλειπής οργάνωση αστικού ιστού αντικατοπρίζεται στη μ ή διάνοιξη των προβλεπόμενων δρόμων, και στην αντίστοιχη έλλειψη οδοστρωμάτων και διαμορφώσεων πεζοδρομίων, ενώ χαρακτηριστική είναι η πλήρης απουσία κοινόχρηστων χώρων. ΣΤΟ επίπεδο της κοινωνικής υποδομής, σε όλη την έκταση υπάρχει μόνο ένα δημοτικό σχολείο στην παλιά γειτονιά, ενώ άλλο ένα σχολικό συγκρότημα βρίσκεται υπό κατασκευή στην οδό Κύπρου. Γενικά στο εσωτερικό της περιοχής η κυκλοφοριακές συνθήκες είναι ήπιες και μόνο το βόρειο τμήμα της Χαραυγής δέχεται έντονες κυκλοφοριακές οχλήσεις. Συγκεκριμένα, από την οδό Κύπρου διέρχονται βαριά οχήματα προς την περιοχή των βιομηχανικών συγκεντρώσεων στα νοτιοανατολικά.
Ο δομημένος χώρος αποτελείται από δυόροφα έως τριόροφα κτίσματα διαφόρων εποχών και χαρακτηριστικών. Λίγες πολυκατοικίες κάνουν την εμφάνιση τους τα τελευταία χρόνια, ενώ υπαρκτή είναι η τάση κατασκευής μεζονέτων με ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά και μορφολογία. Στην περιοχή της παλιάς γειτονιάς, υπάρχουν διαμορφωμένα πεζοδρόμια με κάποιες δενδροφυτεύσεις, ενώ οι ιδιωτικοί κήποι των κατοικιών εμφανίζονται πράσινοι και περιποιημένοι. Η κύρια χρήση είναι η κατοικία. Κάποιες μικρές συγκεντρώσεις λιανικού εμπορίου αναπτύσσονται κατά μήκος της οδού Μπόσδα και σε θέσεις κατά μήκος της οδού Φιλαδέλφειας.
ΣΤΟ βόρειο όριο της Χαραυγής, εκατέρωθεν της οδού Κύπρου υπάρχει μικρός συνοικισμός Τσιγγάνων. Στην περιοχή αυτή κατοικούν περίπου 15-20 οικογένειες «εδραιοποιημένων» Τσιγγάνων, η πρώτη εγκατάσταση των οποίων χρονολογείται πριν από 50 χρόνια. Η παρουσία τους στη θέση αυτή, πολύ κοντά στο κέντρο του Δήμου και σε αναπτυσσόμενες περιοχές φαίνεται πως προκαλεί τριβές με τους υπόλοιπους πληθυσμούς του Δήμου. Πρόσφατα, μεμονωμένες οικογένειες (1-2) έχουν εγκατασταθεί στην περιοχή ανατολικά του ρέματος της Καναπίτσας, σε έκταση που βρίσκεται εκτός σχεδίου.
Η σημερινή μορφή της περιοχής εκτιμάται οτι θα μεταβληθεί άρδην από την επίδραση των μεγάλων έργων και τη νέα κεντρικότητα που θα δημιουργηθεί. Η Αττική οδός διεέρχεται σε μία ζώνη ανάμεσα στη Χαραυγή και τη Λυκότρυπα, ενώ το στρατόπεδο της ΑΒΥΠ που αποτελεί θέατρο ανάπλασης και εγκατάστασης κεντρικών και/ή υπερτοπικών λειτουργιών βρίσκεται σ' αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως γεωμετρικό κέντρο της ενότητας.
2.5. Οικιστικές περιοχές στη βορειοδυτική πλευρά του Δήμου
2.5.1. Αγ. Αθανάσιος
Η περιοχή του Αγ. Αθανάσιου καταλαμβάνει μία μικρή έκταση στα δυτικά του Παλαιού Μενιδίου. Απέκτησε ρυμοτομικό σχέδιο το 1986. Αποτελεί εν δυνάμει μία κεντρική περιοχή καθώς αναπτύσσεται ανάμεσα στις κύριες δυτικές εισόδους του Μενιδίου, δηλ. τις οδούς Λιοσίων και Εθν. Αντιστάσεως. Στα δυτικά, όριο με τον οικισμό του ΟΕΚ αποτελεί το ρέμα της Εσχατιάς. Παρά το γεγονός οτι προέρχεται από ένταξη στο σχέδιο μίας πρώην περιοχής αυθαιρέτων, διαθέτει αρκετά οργανωμένο αστικό ιστό σε σχεδόν Ιπποδάμεια χάραξη. Η κύρια χρήση στο εσωτερικό της περιοχής είναι η κατοικία. Μικρή διαφοροποίηση υπάρχει στο μέτωπο προς την οδό Λιοσίων, όπου αναπτύσσονται λίγες μονάδες λιανικού εμπορίου.
ΣΤΟ εσωτερικό της περιοχής δεν υπάρχουν εγκαταστάσεις κοινωνικής υποδομής, ενώ αντίθετα στα όρια της με το «κέντρο» υπάρχει συγκρότημα σχολείων και κλειστό δημοτικό γυμναστήριο. Η υποδομή αυτή κρίνεται κατ' αρχήν ικανοποιητική για το μέγεθος της περιοχής. Στην πραγματικότητα όμως δεν επαρκεί, καθώς εξυπηρετεί ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό των γύρω περιοχών. Κύριο πρόβλημα πάντως είναι η απουσία κοινόχρηστων ελεύθερων χώρων στο εσωτερικό της γειτονιάς.
2.5.2. Νεάπολη - Αγ. Πέτρος
Οι περιοχές στις οποίες αναφερόμαστε σ' αυτή την ενότητα αναπτύσσονται στη δυτική -βορειοδυτική πλευρά του «Παλαιού Μενιδίου». Οι εντάξεις τους στο σχέδιο έγιναν για μεν τον Αγ. Αθανάσιο και τη Νεάπολη το 1986, για δε τον Αγ. Πέτρο σταδιακά το 1985 (Αγ. Πέτρος Α' & Αγ. Πέτρος Β') και το 1987 (Αγ. Πέτρος Γ'). Σήμερα, οι τρείς αυτές περιοχές εμφανίζουν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ενοποιητικά χαρακτηριστικά, αποτέλεσμα της κοινής διαδικασίας συγκρότησης τους και των αντίστοιχων εξελίξεων κατά τα επόμενα χρονικά διαστήματα. Παράλληλα όμως παρουσιάζουν στο εσωτερικό τους τοπικές διαφοροποιήσεις, ως αποτέλεσμα επίσης της ιστορικής πορείας συγκρότησης του ιστού. Οριο της περιοχής αυτής προς τα βόρεια είναι η έκταση των εγκαταστάσεων της ΕΥΔΑΠ (Διυλιστήριο του νερού που φθάνει από το Μόρνο). Νότιο όριο είναι η οδός Λιοσίων και η οδός Αριστοτέλους, ανατολικό η οδός Πάρνηθος και το ρέμα Εσχατιάς και δυτικό το νεκροταφείο και η οδός Αναπαύσεως.
Μία πρώτη διαφοροποίηση του ιστού προκύπτει από τη διέλευση του ρέματος Εσχατιάς από το εσωτερικό της περιοχής. Ειδικά η γειτονιά Αγ. Πέτρος Γ, που βρίσκεται εξ ολοκλήρου στα ανατολικά του ρέματος της Εσχατιάς, είναι σχετικά απομονωμένη από τις υπόλοιπες καθώς οι συνδέσεις περιορίζονται σε δύο σημεία, όπου υπάρχουν γεφυράκια («τεχνικά») διέλευσης του
ρέματος (οδοί Θεμιστοκλέους και Αγ. Πέτρου). Διαφοροποίηση στην οργάνωση του ιστού υπάρχει και ανάμεσα στις βόρειες και τις νότιες γειτονιές της περιοχής ανατολικά του ρέματος και συνίσταται στο μέγεθος και τη μορφή των οικοδομικών τετραγώνων. Συγκεκριμένα, στο νότιο τμήμα της περιοχής, η δομή έχει διαφοροποιηθεί αρκετά από τις αρχικές χαράξεις καθώς έχουν γίνει αρκετές διανοίξεις εγκάρσιων δρόμων, οι ιδιοκτησίες είναι μικρές και ο οικιστικός ιστός αρκετά πυκνός. Παρά την έλλειψη συγκεκριμένων στοιχείων, οι εμπειρικές παρατηρήσεις μας οδηγούν στη διαπίστωση οτι από τη μία μεν δεν έχει εξαντληθεί ο θεσμοθετημένος σ.δ. (0,8), από την άλλη όμως, δεν υφίσταται μία κατάσταση διάσπαρτης δόμησης. Αντίθετα, στο βόρειο τμήμα (βορειότερα των οδών Φιλικής Εταιρείας και Αγ. Πέτρου), η δομή του οικισμού διατηρεί τα χαρακτηριστικά που είχαν προκύψει από τις κατατμήσεις στη λογική των «λαχειδίων». Ο ιστός εδώ οργανώνεται από διαμήκεις οδικούς άξονες, στην κατεύθυνση βορρά- νότου, και τα οικοδομικά τετράγωνα είναι επιμήκη με μικρό βάθος, σε βαθμό που αρκετά οικόπεδα να έχουν πρόσωπο σε δύο παράλληλους δρόμους (διαμπερή). Παράλληλα, η πυκνότητα μικραίνει και ο οικιστικός χώρος αποκτά χαρακτηριστικά ημιαστικού - ημιαγροτικού τοπίου.
Η περιοχή που εξετάζουμε εδώ, εποικίστηκε κυρίως κατά τις δεκαετίες '50-'60 από εσωτερικούς μετανάστες. Ειδικά η περιοχή του Αγ. Πέτρου, εποικίστηκε κυρίως από πληθυσμούς ποντίων, που αποτελούν δυναμική κοινωνική ομάδα στο σύνολο του Δήμου. Σήμερα, η διαδικασία αυτή έχει ανακοπεί σημαντικά. Σ' αυτό δεν έχει συμβάλλει τόσο ο περιορισμός της εσωτερικής μετανάστευσης, καθώς ακόμη, σημαντικοί αριθμοί ποντίων (κυρίως) μεταναστών εξακολουθούν να εγκαθίστανται στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου αλλά και γενικότερα της δυτικής Αττικής. Οι νέοι αυτοί μετανάστες όμως, επιλέγουν να εγκαθίστανται σε περιοχές εκτός σχεδίου, καθώς οι ήδη ενταγμένες, λόγω αύξησης των τιμών έχουν καταστεί απαγορευτικές για αγορά γης.
Η ενότητα αυτή παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις ως προς την πυκνότητα και το χαρακτήρα του κτισμένου περιβάλλοντος, εμφανίζοντας τοπικές συγκεντρώσεις αλλά και αραιές εκτάσεις. Γενικά όμως, είναι μαζί με το «Παλαιό Μενίδι» και την περιοχή της «Λυκότρυπας», από τις πιό πυκνοκατοικημένες και πυκνοδομημένες περιοχές του Δήμου. Παρ' όλα αυτά, υπάρχει ακόμη μεγάλο ποσοστό άκτιστων οικοπέδων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τους ακάλυπτους χώρους των δομημένων οικοπέδων δίνει την αίσθηση σημαντικών ελεύθερων χώρων με αρκετό πράσινο, είτε πρόκειται για αυτοφυείς χλοοτάπητες με λουλούδια και φρύγανα στα αδόμητα οικόπεδα ή περιποιημένους κήπους στα κτισμένα. Τα κτίσματα σπάνια υπερβαίνουν του τρείς ορόφους και γενικά είναι διόροφα. Η ηλικία, τα υλικά και ο χαρακτήρας τους ποικίλουν. Σημαντική διαφοροποίηση στα χαρακτηριστικά του ιστού παρατηρείται στις ζώνες κατά μήκος των οδών Λιοσίων, Αριστοτέλους και Πάρνηθος (στην αρχή της). Εκεί έχουμε τη δημιουργία ενός συνεχούς οικιστικού μετώπου που μορφολογικά δε διαφοροποιείται από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Ετσι, σ' αυτές τις περιοχές παρατηρείται περισσότερο η δημιουργία ενιαίων ζωνών εκατέρωθεν των αξόνων. Η αίσθηση αυτή σχετίζεται επίσης και με τις χρήσεις που αναπτύσσονται σ' αυτές τις ζώνες.
Ως προς τις χρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην περιοχή, κυριαρχεί η κατοικία ενώ αναπτύσσονται παράλληλα μικρές βιοτεχνικές και βιομηχανικές μονάδες και αποθήκες. Οι εγκαταστάσεις χρήσεων πέραν της κατοικίας δε δημιουργούν συγκεκριμένες χωρικές συγκεντρώσεις και πάντως δε χαρακτηρίζουν την περιοχή ή γειτονιές της, σε αντίθεση με άλλες ενότητες του Δήμου. Οι εξυπηρετήσεις επιπέδου γειτονιάς (λιανικό εμπόριο, προσωπικές υπηρεσίες κλπ) είναι περιορισμένες. Οι μόνες θέσεις που υφίσταται συγκέντρωση τέτοιων λειτουργιών είναι κατά μήκος της οδού Αριστοτέλους και λιγότερο της οδού Λιοσίων και Πάρνηθος. Η ύπαρξη πάντως του ρέματος περιορίζει την άμεση επιρροή αυτών των συγκεντρώσεων στις ζώνες ανατολικά του ρέματος. Η συγκέντρωση χρήσεων πέραν της κατοικίας κατά μήκος των συγκεκριμένων οδικών αξόνων αποτελεί στην ουσία επέκταση των λειτουργιών της περιοχής του κεντρικού Μενιδίου.
Τα σημεία προφανούς αδυναμίας του οικιστικού ιστού συνδέονται με τις διαδικασίες συγκρότησης του και είναι, λίγο - πολύ, κοινά με τις υπόλοιπες, εκτός του κέντρου, οικιστικές ενότητες, όπως αναφέρονται παραπάνω. Στο επίπεδο του οδικού δικτύου (ως στοιχείο σύνθεσης του ιστού), εκτός από το πολύπλοκο δίκτυο ημιδιανοιγμένων και ασυνεχών εσωτερικών δρόμων, την περιοχή διασχίζουν ελάχιστοι διαμπερείς οδοί που έχουν χαραχθεί στα ίχνη παλαιότερων κινήσεων. Τέτοιοι είναι η οδός Αγ. Πέτρου στα βόρεια που διασχίζει εγκάρσια την ομώνυμη περιοχή από την οδό Παναγίας Ντάρδιζας έως την οδό Πάρνηθος, η οδός Θεμιστοκλέους που συνδέει την περιοχή του Αγ. Πέτρου με το δακτύλιο του κέντρου (οδός Αριστοτέλους), η οδός Βάϊου Κρήτης που διασχίζει κατά μήκος της ίδια περιοχή και τέλος η οδός Αγ. Διονυσίου που διασχίζει εγκάρσια τη Νεάπολη. Η ύπαρξη αυτών των αξόνων σήμερα, μόνο εν δυνάμει είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς οτι προκαλεί κάποιου είδους συγκρότηση στην περιοχή, στο βαθμό που απλώς οργανώνει τις μεγάλες κινήσεις. Κατά τα άλλα το πρόβλημα συγκρότησης του ιστού παραμένει και μάλιστα είναι εξαιρετικά μεγάλο στο βόρειο τμήμα της περιοχής. Ταυτόχρονα όμως με τα αρνητικά στοιχεία αυτής της κατάστασης, το γεγονός οτι αποτρέπονται οι διαμπερείς κινήσεις απαλλάσει την περιοχή από κυκλοφοριακές οχλήσεις δημιουργώντας ήπιες καταστάσεις και μία συγκεκριμένη ποιότητα συνθηκών κατοικίας. Πέρα από το οδικό δίκτυο, σημαντικές είναι οι ελλείψεις σε δίκτυα τεχνικής υποδομής.
Επίσης πλήρης είναι η απουσία ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων. Καθώς και κεντρικών λειτουργιών σε τοπικό επίπεδο. Η έλλειψη πλατειών που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πόλους τέτοιων λειτουργιών είναι βέβαια ένας λόγος. Ταυτόχρονα όμως δεν υφίστανται ούτε κεντρικοί άξονες ανάπτυξης χρήσεων επιπέδου γειτονιάς. Οι μόνες θέσεις που παρατηρείται συγκέντρωση
τέτοιων χρήσεων είναι η οδοί Λιοσίων και Εθν. Αντιστάσεως στα όρια της περιοχής και προς το κεντρικό Μενίδι. Οι αντίστοιχες συγκεντρώσεις στην οδό Αριστοτέλους και στα νοτιότερα σημεία της οδού Πάρνηθος δε λειτουργούν στο επίπεδο της γειτονιάς, καθώς η επικοινωνία τους με τη γειτονιά περιορίζεται από το ρέμα της Εσχατιάς. Επίσης, οι λίγοι υφιστάμενοι διαμπερείς άξονες στο εσωτερικό της περιοχής δεν έχουν αναλάβει (ακόμη;) ρόλο προσέλκυσης κεντρικών λειτουργιών.
Την προβληματική εικόνα της περιοχής ολοκληρώνουν οι συγκοινωνικές ελλείψεις. Αυτές είναι ιδιαίτερα έντονες, καθώς αναφερόμαστε σε μία περιοχή με μεγάλο πληθυσμό διασπαρμένο τευτόχρονα σε μεγάλη έκταση με ελλείψεις σε κοινωνικές υποδομές αλλά και σε τοπικές αγορές ακόμη και στοιχειωδών προϊόντων. Πρόσφατα, λόγω των σεισμών και της δημιουργίας καταυλισμού σεισμοπαθών στο στρατόπεδο «Καποτά» υπάρχει μία σχετική πύκνωση δρομολογίων στη λεωφορειακή γραμμή κατά μήκος της οδού Παναγίας Ντάρδιζας, γεγονός όμως με ελάχιστη σημασία για το εσωτερικό της περιοχής.
2.5.3. Μεσονύχι - Αγ. Παρασκευή - Μττόσκιζα.
Οι περιοχές αυτές που αναπτύσσονται στα βόρεια της προηγούμενης ενότητας, ορίζονται ανατολικά από το ρέμα Εσχατιάς και την οδό θρακομακεδόνων και δυτικά από τις εκτάσεις του στρατοπέδου «Καποτά» και των εγκαταστάσεων της ΕΥΔΑΠ. Βόρειο όριο για την περιοχή της Μπόσκιζας αποτελεί η έκταση της Αμυγδαλέζας. Το αντίστοιχο όριο της Αγ. Παρασκευής δε συμπίπτει με κάποιο φυσικό ή υλοποιημένο τεχνητό όριο. Αντίθετα ως όριο ορίζεται μάλλον συγκυριακά ένας από τους κάθετους στην οδό Πάρνηθος δρόμους. Βορειότερα αρχίζουν οι εκτός σχεδίου περιοχές, όπου και αναπτύσσεται με έντονους ρυθμούς αυθαίρετη δόμηση. Οι περιοχές που εξετάζονται εδώ εντάχθηκαν στο σχέδιο σταδικά, το μεν Μεσονύχι το 1986, και η Αγ. Παρασκευή και η Μπόσκιζα το 1992. Αντίστοιχα, για το Μεσονύχι εκδόθηκε πράξη εφαρμογής το 1994, για την Μπόσκιζα το 1996, ενώ για την Αγ. Παρασκευή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η διαδικασία. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η συνεχής διάσπαση τους σε διχωρισμένες ζώνες είτε από τα ρέματα είτε από τους οδικούς άξονες που διασχίζουν την περιοχή. Συγκεκριμένα η ύπαρξη του ρέματος της Εσχατιάς καθώς και άλλων μικρότερων ρεμάτων απομονώνουν οικιστικές ζώνες χωρίς να επιτρέουν την ελεύθερη επικοινωνία τους με τις γύρω περιοχές παρά μέσα από λίγες σημειακές προσβάσεις. Ταυτόχρονα, οι οδοί Πάρνηθος και το βορειότερο τμήμα της οδού Καραμανλή ορίζουν μικρότερες ενότητες.
Η κύρια χρήση στο εσωτερικό των γειτονιών είναι η κατοικία, ειδικά στις περιοχές που απομονώνονται από τα ρέματα. Βέβαια, και εκεί υπάρχουν σημεία που η κατοικία συνυπάρχει με το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Στους μεγάλους οδικούς άξονες πάντως αναπτύσσονται άλλες χρήσεις. Στα νοτιότερα σημεία της περιοχής, κατά μήκος των οδών θρακομακεδόνων και
Καραμανλή αναπτύσσονται χρήσεις λιανικού εμπορίου, βιοτεχνίας και κυρίως χονδρεμπορίου ή μάντρες υλικών, ενώ πιό βόρεια κατά μήκος της Πάρνηθος κάνουν σταδιακά την εμφάνιση τους οι ταβέρνες, που πληθαίνουν στην εκτός σχεδίου περιοχή. Ο χαρακτήρας των κτισμάτων διαφοροποιείται και αυτός. Στις απομονωνμένες περιοχές διατηρεί ακόμη τα χαρακτηριστικά των αυθαίρετων κατασκευών επείγουσας ανάγκης, είναι δηλαδή κτισμένα με ευτελή υλικά και αδόκιμες μεθόδους με προσθετικό τρόπο. Κατά μήκος των οδικών αξόνων και στα οικοδομικά τετράγωνα που βρίσκονται κοντά τους απαντώνται νεώτερες κατασκευές με χαρακτήρα μεσαίου μεγέθους μεζονέτας, με πυρήνα το παλιό αυθαίρετο ή και εξ' αρχής κατασκευή. Οι χρήσεις της βιοτεχνίας και του χονδρεμπορίου στεγάζονται σε απλά πλακοσκεπή ισόγεια κτίσματα. Ο θεσμοθετημένος συντελεστής δόμησης είναι για μεν το Μεσονύχι 0,8 και για την Αγ. Παρασκευή και την Μπόσκιζα 0,6. Οι συντελεστές αυτοί σε καμμία περίπτωση δεν εκφράζουν την πραγματοποιημένη δόμηση στην περιοχή, είτε αναφερόμαστε στο σύνολο της (πάνω από τα μισά οικόπεδα είναι αδόμητα), είτε στον πραγματοποιημένο συντελεστή στα δομημένα οικόπεδα.
Τα προβλήματα των περιοχών αυτών εντοπίζονται, όπως συμβαίνει τελικά σε όλες τις περιοχές του Δήμου εκτός του κέντρου, στη μη εφαρμογή κάποιου σχεδιασμού επί του εδάφους, τις ελλείψεις τεχνικών υποδομών, την απουσία ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων και κοινωνικών υποδομών, την απουσία τοπικών κέντρων οργάνωσης των οικισμών κ.λ.π. Στις θέσεις αυτές, ένα παραπάνω σημαντικό πρόβλημα είναι επίσης οι αποστάσεις από το κέντρο. Αντίθετα, η συγκοινωνιακή υποδομή είναι υποφερτή, καθώς υπάρχει διέλευση λεωφορείου κατά μήκος της οδού
2.5.4. Ο οικισμός του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας.
Δυτικά του Αγ. Αθανασίου και της Νεάπολης βρίσκεται η έκταση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, η οικοδόμηση της οποίας ολοκληρώνεται στις μέρες μας με τον νέο οικισμό στον βόρειο λόφο. Στην έκταση αυτή η οργάνωση διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες περιοχές, καθώς υπακούει σε οργανωμένο σχέδιο πολεοδόμησης της περιοχής. Επίσης η πυκνότητα είναι μεγαλύτερη, καθώς οι συντελεστές δόμησης (1,5) είναι αυξημένοι από τους ισχύοντες στις υπόλοιπες περιοχές και δεν υπάρχουν άκτιστα οικόπεδα. Στο σύνολο της έκτασης του ΟΕΚ επικρατεί η ομοιομορφία σε μικρές ενότητες. Αυτό οφείλεται από τη μία στη λογική της οργανωμένης δόμησης που δημιουργεί ομοιομορφία σε επιμέρους ενότητες και από την άλλη στο γεγονός οτι τα συστήματα οργάνωσης και οι μορφές των κτιρίων διαφέρουν ανάλογα με την εποχή κατασκευής, διαφοροποιώντας ταυτόχρονα τις ενότητες μεταξύ τους. Ο συνολικός οικισμός, έχει αναπτυχθεί σε δύο λόφους και στην ενδιάμεση τους έκταση. Η θέση αυτή βρίσκεται στα όρια του Δήμου Αχαρνών με το Δήμο Α. Λιοσίων, όπου κατά το παρελθόν είχε προταθεί η δημιουργία περιαστικού πάρκου.
Αυτό πάντως που προκαλεί εντύπωση, είναι η έλλειψη διαμορφωμένων κοινόχρηστων χώρων και σχεδιασμένου κεντρικού χώρου γειτονιάς, παρά το γεγονός της οργανωμένης δόμησης. Οι ελεύθεροι χώροι που έχουν αφεθεί ανάμεσα στα οικοδομικά τετράγωνα αποτελούν στην καλύτερη περίπτωση φυτεμένους χώρους χωρίς ιδιαίτερο χαρακτήρα και δυνατότητα προσέλκυσης δραστηριοτήτων , στη χειρότερη δε, έχουν χαρακτήρα εγκαταλειμένων οικοπέδων. Τα τρία μικρά «κέντρα νεότητας» δε φαίνεται να μπορούν να αποτελέσουν κάποιου είδους τοπικά κέντρα. Τα σχολεία της περιοχής αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες των μαθητών καθώς ο αριθμός τους είναι εξαιρετικά περιορισμένος (από ένα δημοτικό, γυμνάσιο και ΤΕΛ). Εκτός πολεοδόμησης έχει αφεθεί μόνο η κορυφή του λόφου του «προφήτη Ηλία» όπου υπάρχουν κάποιες διαμορφώσεις και ανοικτό θεατράκι του Δήμου. Στα νότια του οικισμού, μετά την οδό Λιοσίων, βρίσκεται η έκταση των 40 Μαρτύρων όπου προβλέπεται η δημιουργία πάρκου. Ενα ακόμη αρνητικό αποτέλεσμα της οργανωμένης δόμησης είναι η πλήρης απουσία χρήσεων επιπέδου γειτονιάς. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στη δομή των κτιρίων, στα οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη καταστημάτων, αλλά και στο γεγονός οτι πρόκειται για χώρους χωρίς ιστορία γειτονιάς, καθώς ο πληθυσμός προέρχεται από δικαιούχους του οργανισμού που δεν είχαν στο παρελθόν σχέση με την περιοχή.
2.5.5. Περιοχές αυθαιρέτων στο δυτικό όριο του Δήμου.
Βόρεια του οικισμού του ΟΕΚ, και δυτικά από τα όρια του υφιστάμενου ρυμοτομικού σχεδίου έχει αναπτυχθεί μία σειρά συγκεντρώσεων αυθαίρετων κτισμάτων οι οποίες, παρά το γεγονός οτι παρουσιάζουν ασυνέχειες, δημιουργούν στην ουσία μία οικιστική ζώνη. Η ζώνη αυτή περιορίζεται χωρικά σε στενά τμήματα γης λόγω των δεσμεύσεων που επιβάλλει κυρίως το φυσικό ανάγλυφο. Συγκεκριμένα, βρίσκεται στις υπώρειες της Πάρνηθας και σε ορισμένα σημεία οι κλίσεις του εδάφους είναι απαγορευτικές για την κατασκευή κτισμάτων, δικτύου πρόσβασης και στοιχειωδών υποδομών, με τις τεχνολογίες που επιβάλλουν οι διαδικασίες αυθαίρετης δόμησης. Επίσης σημαντικός παράγοντας της μη παραπέρα επέκτασης είναι το γεγονός οτι οι γύρω εκτάσεις έχουν χαρακτηριστεί ως δασικές και - ίσως το κυριώτερο - το δασαρχείο τις έχει περιφράξει (παρανόμως), υλοποιώντας επί του εδάφους τη θεσμική αυτή δέσμευση. Το ενδιαφέρον - και άξιο γενικότερου προβληματισμού - στοιχείο, είναι βέβαια το γεγονός οτι το υλοποιημένο αυτό όριο δεν παραβιάζεται από του οικιστές (κτίζουν έως και «πάνω στο σύρμα» αλλά οχι πέρα από αυτό).
Η πρώτη συγκέντρωση αυθαιρέτων κτισμάτων αναπτύσσεται γύρω από το «νέο» νεκροταφείο του Δήμου, στην περιοχή «Πλάτωνα». Ανατολικά του νεκροταφείου η συγκέντρωση πέρνει τη μορφή ζώνης ανάμεσα στη μάντρα του νεκροταφείου και το ρέμα «Ντάρδιζας» (σε επαφή με την οδό Παναγίας Ντάρδιζας) στα όρια του υφιστάμενου ρυμοτομικού σχεδίου. Η σύνδεση με τις εντός σχεδίου περιοχές γίνεται μέσα από τρείς γέφυρες πάνω από το ρέμα. Η δομή των
κατατμήσεων και των χαράξεων του οδικού δικτύου ακολουθεί την αντίστοιχη δομή στην όμορη περιοχή του Αγ. Πέτρου. Δυτικά του νεκροταφείου τα αυθαίρετα κτίσματα αναπτύσσονται προς το βουνό σε μία ακανόνιστη ζώνη. Η δομή του οδικού δικτύου, πέρα από τον παράλληλο στο νεκροταφείο δρόμο, είναι τυχαία καθώς οι δρόμοι χαράσονται σε διεύθυνση κάθετη στην κλίση έως το σημείο που οι τεχνικές δυνατότητες το επιτρέπουν. Η περιοχή αυτή είναι στην ουσία αποκομμένη από τον υπόλοιπο Δήμο λόγω της ύπαρξης του νεκροταφείου. Η ύπαρξη του ήταν επίσης και το εμπόδιο για την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο, καθώς δεν τηρούντο οι ελάχιστες αποδεκτές αποστάσεις μεταξύ του νεκροταφείου και του προς ένταξη οικισμού. Σήμερα, μετά από γεωτεχνικές και υδρολογικές μελέτες, έχει εκτιμηθεί οτι επι της ουσίας δεν υφίσταται κίνδυνος για την υγεία των κατοίκων και έτσι προχωρά η διαδικασία εκπόνησης ρυμοτομικού σχεδίου.
Βορειότερα, ξαναβρίσκουμε μία ακόμη συγκέντρωση των αυθαιρέτων που αναπτύσσεται γενικά παράλληλα με το δυτικό όριο της έκτασης που καταλαμβάνουν οι εγκαταστάσεις της ΔΕΗ, της ΕΥΔΑΠ και του στρατοπέδου «Καποτά». Η ακανόνιστη διάταξη του οικισμού σχετίζεται με τις δυνατότητες επέκτασης στις μισγάγγειες που σχηματίζονται στις υπώρειες της Πάρνηθας, παράλληλα με υφιστάμενα ρέματα. Η περιοχή αυτή, με τα τοπονύμια «Ρέθι» ή «Αγ. Ιωάννης Ρώσος» (νοτιότερα το ρέθι και στη συνέχεια ο Αγ. Ιωάννης Ρώσος) είναι και το κύριο θέατρο εγκατάστασης νέων κατοίκων οι οποίοι στο σύνολο τους σχεδόν είναι ελληνοπόντιοι μετανάστες. Η διαδικασία εγκατάστασης τους περνάει από τη φάση της αγοράς αγροτεμαχίου στη φάση τοποθέτησης του πρώτου καταλύματος που τις περισσότερες φορές συμπίπτει (με κάποιες μετατροπές) με το ξύλινο κοντέϊνερ μεταφοράς της οικοσκευής. Στη συνέχεια κτίζεται ένας οικίσκος με τη χρήση υλικών (ξυλείας) από το κοντέϊνερ. Η τάση είναι φυσικά η κατασκευή μίας ολοκληρωμένης κατοικίας, σήμερα όμως λίγα σπίτια βρίσκονται φάση τέτοια που να επιτρέπει την πλήρη εγκατάλειψη της αρχικής ξύλινης κατασκευής.
Είναι βέβαια κατανοητό οτι η κύρια χρήση στις περιοχές αυτές είναι η κατοικία. Παρ' όλα αυτά, στο εσωτερικό των συγκεντρώσεων των αυθαιρέτων υπάρχουν χρήσεις μικρεμπορίου και βιοτεχνίας, ακόμη και μία - δύο ταβέρνες, εγκατεστημένες στα ίδια αυθαίρετα κτίσματα σε άμεση συνάρτηση πάντα με την κατοικία του «επιχειρηματία». Το γεγονός αυτό αποδεικνύει από μόνο του οτι η διαδικασία αυθαίρετης δόμησης στην περιοχή αυτή είναι μία κατ' εξοχήν διαδικασία «άτυπης» αστικοποίησης και κοινωνικής ενσωμάτωσης των νέων οικιστών. Αντίθετα, κάποιες πρακτικές στις ίδιες περιοχές συνδυάζουν τη στεγαστική αποκατάσταση με την ιδιωτική απόλαυση των ποιοτήτων του δάσους. Πρόκειται για μεμονωμένα κτίσματα στο δρόμο προς το βουνό (προς την Ι.Μονή Γέννησης της Θεοτόκου στην κορυφή Ντάρδιζα) σε δασικές περιοχές, μακριά από τον πυρήνα της συγκέντρωσης των αυθαιρέτων
Κατά τα άλλα, τα προβλήματα της περιοχής είναι γενικά τα γνωστά προβλήματα των περιοχών αυθαιρέτων συν κάτι ακόμη. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονται με την ποιότητα του κτισμένου περιβάλλοντος, την απουσία τεχνικών υποδομών, την απουσία και μη πρόβλεψη ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων, την ποιότητα και την οργάνωση του οδικού δικτύου, τα προβλήματα συγκοινωνίας. Πέρα από αυτά, οι συγκεκριμένες περιοχές αντιμετωπίζουν δύο ειδικά προβλήματα. Το πρώτο είναι αυτό της απομόνωσης από τον υπόλοιπο αστικό ιστό λόγω του νεκροταφείου και των μεγάλων εκτάσεων που είναι δεσμευμένες από ειδικές χρήσεις. Το δεύτερο αναφέρεται στο γεγονός οτι, καθώς οι περιοχές αυτές υπακούουν σε φυσικούς περιορισμούς ως προς τις διαθέσιμες εκτάσεις, οι κατατμήσεις είναι σε εξαιρετικά μικρά οικόπεδα (ανάλογα ίσως με την αγοραστική δύναμη των οικιστών) και η πυκνότητα σε ορισμένες ενότητες είναι πολύ μεγάλη. Τότε, ακόμη και οι ελεύθεροι χώροι στο εσωτερικό των δομημένων «αγροτεμαχίων» (οι απλές αυλές) εκλείπουν, καθώς και το παραμικρό μέτρο γης αποδεικνύεται πολύτιμο
2.5.6. Η περίπτωση της «Ανω Λίμνης».
Εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση της εκτός σχεδίου οικιστικής ενότητας που βρίσκεται ανατολικά τον οικισμό του ΟΕΚ και βόρεια της οδού Αχαρνών - Λιοσίων. Η περιοχή αυτή, γνωστή ως «Ανω Λίμνη» βρίσκεται σήμερα εκτός σχεδίου πόλης, παρά το γεγονός οτι είναι αρκετά πυκνοδομημένη. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι το γεγονός οτι βρισκόμενη στα όρια, είναι ταυτόχρονα αποκομένη από τον υπόλοιπο Δήμο λόγω του γεωγραφικού ανάγλυφου, καθώς παρεμβάλονται οι λόφοι του «Πρ. Ηλία» και του «Τάφου της Γύφτισας» (οικισμός ΟΕΚ). Επίσης, τα χαρακτηριστικά, οι διαδικασίες ανάπτυξης της και οι υφιστάμενες συνδέσεις της την καθιστούν περισσότερο φυσικό τμήμα του Δήμου Α. Λιοσίων παρά αυτού των Αχαρνών. Η κοινή αυτή αίσθηση έχει οδηγήσει σε προσέγγιση των δύο δήμων στην κατεύθυνση διευθέτησης των διοικητικών ορίων. Συγκεκριμένα, έχει προταθεί η μεταφορά του ορίου των δύο δήμων στην οδό «Ανεξαρτησίας» που συμπίπτει με το όριο του οικισμού του ΟΕΚ και η παραχώρηση στο Δήμο Α. Λιοσίων της Ανω Λίμνης. Αντίστοιχα, έχει προταθεί η παραχώρηση στον Δήμο Αχαρνών έκτασης στην περιοχή βόρεια του Αγ. Ιωάννη Ρώσου, η οποία βρίσκεται εκτός σχεδίου και είναι στο μεγαλύτερο μέρος της δασική.
2.6. Οικιστικές περιοχές στη βορειοανατολική πλευρά του Δήμου
Στην ενότητα αυτή περιλαμβάνονται όλες οι εντός σχεδίου περιοχές βόρεια του κεντρικού Μενιδίου και ανατολικά της οδού Πάρνηθος, καθώς και οι γειτονιές Μεγάλα Σχοίνα και ο οικισμός του συνεταιρισμού ξενοδοχοϋυπαλλήλων. Παρά τη σταδιακή τους ένταξη (ή όχι ακόμη) στο σχέδιο, τα στοιχεία των περιοχών αυτών που τις ταυτοποιούν ως ενότητα με κοινά χαρακτηριστικά, προβλήματα και προοπτικές σχετίζονται με το χαρακτήρα του αστικού ιστού, όπως και με το γεγονός οτι - γενικά - βρίσκονται στην ευρύτερη ζώνη επιρροής του Ολυμπιακού χωριού. Η διαφοροποίηση τους σε δύο τμήματα, σχετίζεται κυρίως με τις διαφορετικές χρήσεις γης που εγκαθίστανται στο εσωτερικό τους.
2.6.1. Λαθέα - Αγριλέζα
Σε άμεση επαφή με το παλαιό Μενίδι βρίσκεται η γειτονιά της Λαθέας που απέκτησε ρυμοτομικό σχέδιο σε δύο φάσεις, το 1986 (Λαθέα Α') και το 1987 (Λαθέα Β'). Στη συνέχεια, βορειότερα βρίσκεται η γειτονιά της Αγριλέζας που απέκτησε ρυμοτομικό σχέδιο μόλις το 1996. Στα νότια, το όριο της περιοχής είναι ο περιφερειακός δακτύλιος της οδού Αριστοτέλους. Το δυτικό όριο είναι η οδός Πάρνηθος (και στη συνέχεια η οδός Θρακομακεδόνων), ενώ ανατολικά ο ιστός μετασχηματίζεται σταδικά μεταξύ των περιοχών εντός και εκτός σχεδίου, χωρίς να υφίσταται όριο κάποιου τύπου. Αντίστοιχο είναι το φαινόμενο στα βόρεια, όπου τα όρια ανάμεσα στην Αγριλέζα και τα Μεγάλα Σχοίνα (περιοχή εκτός σχεδίου) στην πραγματικότητα δεν υφίστανται, και τυπικά ως όριο της εντός σχεδίου περιοχής έχει οριστεί ένα δίκτυο ημιανοιγμένων δρόμων. Στα ανατολικά ως συμβατικό όριο μπορεί να θεωρηθεί η οδός Πλήθωνος Γεμιστού, που αποτελεί και όριο του ρυμοτομικού σχεδίου, παρά το γεγονός οτι ο οικιστικός ιστός αρχίζει να αποδιοργανώνεται αρκετά πιό πρίν και να απαντώνται ολοένα και περισσότερες αδόμητες εκτάσεις.
Την περιοχή διασχίζουν εκτός από την οδό Πάρνηθος-Θρακομακεδόνων και άλλοι μεγάλοι οδικοί άξονες. Ο σπουδαιότερος από αυτούς είναι η οδός Καραμανλή που αποτελεί και τον κυριότερο δρόμο πρόσβασης στον Δήμο από την Εθνική οδό αλλά και από περιοχές ανατολικότερα αυτής (Μεταμόρφωση, Ν. Ηράκλειο, Ν. Ιωνία κ.λ.π.) μέσω ανισόπεδου κόμβου. Στη συνέχεια η οδός Καραμανλή συμβάλει με την Πάρνηθος καταλήγοντας στον δρόμο ανάβασης στην Πάρνηθα. Ετσι, η οδός Καραμανλή παραλαμβάνει διαμπερή υπερτοπική κυκλοφορία. Αλλος σημαντικός δρόμος είναι η οδός Αγ. Τριάδος, που αποτελούσε έναν από τους άξονες ανάπτυξης του αρχικού οικισμού του Μενιδίου πριν την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου του 1933 και αναπτύσσεται από την οδό Αριστοτέλους έως την οδό Καραμανλή. Πέρα από αυτούς τους δρόμους, σε διάφορες χρονικές περιόδους έχουν διανοίγει τμήματα δύο «υποψήφιων» λεωφόρων της οδού Πλήθωνος Γεμιστού και της οδού Λαθέας. Οι οδοί αυτοί προτίθενται προφανώς να
υποκαταστήσουν υφιστάμενους οδικούς άξονες, χωρίς όμως να φαίνεται πως αποτελούν τμήμα ενός γενικότερου σχεδιασμού κυκλοφοριακής αναδιοργάνωσης. Η οδός Πλήθωνος Γεμιστού καταλήγει σήμερα στην οδό Δεκέλειας, ενώ νοτιότερα δεν μπορεί να επεκταθεί παρά μόνο σε περίπτωση κάλυψης του ρέματος Καναπίτσας σε όλη τη διαδρομή του, κάτι το οποίο μοιάζει σχετικά απίθανο. Πάντως προοπτικά, η οδός Πλήθωνος Γεμιστού σε συνδυασμό με την οδό Ξενοδοχοϋπαλλήλων είναι δυνατόν να αποτελέσουν τον κύριο άξονα σύνδεσης του Ολυμπιακού χωριού με το κέντρο του Μενιδίου. Αντίθετα η οδός Λαθέας δε φαίνεται να έχει καμμία προοπτική, καθώς δε θα διευκολύνει, ακόμη και σε περίπτωση πλήρους διάνοιξης της, υπαρκτές κινήσεις.
Στη γενικότητα του, ο αστικός ιστός στο εσωτερικό των περιοχών παρουσιάζεται αραιός και ασυνεχής. Τα διάσπαρτα κτίσματα αναπτύσσονται στο εσωτερικό πρώην αγροτικών εκτάσεων με κυρίαρχο στοιχείο τους ελαιώνες αλλά και την αραιή φυσική βλάστηση, που την απαρτίζουν κυρίως συστάδες με πεύκα. Οι θεσμοθετημένοι συντελεστές δόμησης (0,8 για τη Λαθέα και 0,6 για την Αγριλέζα) δεν έχουν υλοποιηθεί παρά σε ποσοστό 30% περίπου, σύμφωνα με την εμπειρική παρατήρηση. Αλλο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι οι ασυνεχείς του εσωτερικού οδικού δικτύου αλλά και οι ανεπάρκεια του, στοιχεία που παρουσιάζονται εντονότερα από οποιαδήποτε άλλη εντός σχεδίου οικιστική ενότητα. Αρκετές είναι οι περιπτώσεις όπου ιδιοκτησίες δεν έχουν πρόσωπο σε δρόμο. Ολα αυτά δε, παρά το γεγονός οτι για την περιοχή της Λαθέας έχουν εκδοθεί πράξεις εφαρμογής από την περίοδο 1990-92. Ταυτόχρονα, πλήρης είναι η απουσία κοινόχρηστων ελεύθερων χώρων και χώρων κοινωνικής υποδομής. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι επίσης φανερό οτι δεν μπορεί να γίνει λόγος για τοπικά κέντρα, ή άλλες μορφές οργάνωσης και ταυτότητας του οικιστικού ιστού. Η «αταξία» του οικιστικού ιστού εντείνεται από την ύπαρξη μεγάλου πλήθους χρήσεων πέραν της κατοικίας στην περιοχή, καθώς η περιοχή Λαθέα -Αμυγδαλέζα έχει προσελκύσει τις περισσότερες μονάδες βιομηχανίας - βιοτεχνίας και αποθηκών χονδρεμπορίου από οποιαδήποτε άλλη χωρική ενότητα εντός σχεδίου.
2.6.2. Μεγάλα Σχοίνα - Ξενοδοχοϋπάλληλοι - Πανόραμα
Οι τρείς αυτές περιοχές αποτελούν τις βορειότερες οικιστικές ενότητες στην έκταση του Δήμου Αχαρνών και σκαρφαλώνουν αρκετά ψηλά στις υπώρειες της Πάρνηθας, διατασσόμενες γύρω από την κοινότητα θρακομακεδόνων. Τα Μεγάλα Σχοίνα (περιοχές Α' και Β') όπως και οι «Ξενοδοχοϋπάλληλοι» δε διαθέτουν ρυμοτομικό σχέδιο. Η γειτονιά του Πανοράματος που εντάχθηκε στο σχέδιο το 1992 αναπτύσσεται στα δυτικά της κοινότητας θρακομακεδόνων. Δυτικό όριο σ' αυτές τις περιοχές αποτελεί η οδός θρακομακεδόνων και η έκταση της Αμυγδαλέζας, ενώ το ανατολικό, ορίζεται με σαφήνεια στο σημείο που σταματούν οι κατατμήσεις της γης και οι χαράξεις του οδικού δικτύου.
Η διαφοροποίηση των περιοχών αυτών από τις νοτιότερες της Λαθέας και της Αγριλέζας εντοπίζεται κατ' αρχήν στην αλλαγή του τοπίου μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η διάσπαρτη εκτατική αστικοποίηση. Οι ελαιώνες δίνουν σταδιακά τη θέση τους στα πεύκα και το ημιαγροτικό τοπίο μετατρέπεται σε υποβαθμισμένο δασικό. Στην περιοχή του Πανοράματος μάλιστα, οι συστάδες πευκώνων πυκνώνουν και το τοπίο στα βορειότερα σημεία πλησιάζει προς αυτό στις υπώρειες της Πάρνηθας. Πάντως, σε όλες τις περιπτώσεις η δομή του ιστού οργανώνεται με βάση την κατάτμηση πρώην αγροτικής γης σε λαχείδια. Εξαίρεση αποτελούν οι ξενοδοχοϋπάλληλοι, όπου η δομή του ιστού εμφανίζει χαρακτήρα παραθεριστικού οικισμού μέσα σε αμειγή φυσικό αραιό πευκώνα. Ενα δεύτερο στοιχείο διαφοροποίησης από τις νοτιότερες περιοχές έχει να κάνει με την έλλειψη χρήσεων άλλων πέραν της κατοικίας, με ελάχιστες εξυπηρετήσεις επιπέδου γειτονιάς. Κατά τα άλλα, οι αδυναμίες στην οργάνωση του οικιστικού ιστού είναι αντίστοιχες με αυτές που εντοπίζονται στις υπόλοιπες περιοχές εκτός του κέντρου. Το γεγονός οτι το μεγαλύτερο τμήμα της οικιστικής αυτής ενότητας βρίσκεται εκτός σχεδίου δε την διαφοροποιεί ιδιαίτερα από τις υπόλοιπες. Συγκεκριμένα, δεν πρόκειται για περιοχή εντατικής ανάπτυξης αυθαίρετης δόμησης και η πολύ μικρή πυκνότητα του οικιστικού ιστού είναι μάλλον συνάρτηση της απόστασης της από το κέντρο.
Η ανατροπή εδώ έρχεται από την παρατήρηση πως όσο προχωράμε βορειότερα, ο χαρακτήρας της οργάνωσης αλλάζει. Ο ανοργάνωτος αστικός ιστός μετατρέπεται σταδιακά σε πρώιμο προάστειο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις κύριο χαρακτηριστικό είναι η τάση για ποιότητα στον ιδιωτικό χώρο, σε περιοχή αμειγούς κατοικίας χωρίς εξυπηρετήσεις και άλλες χρήσεις που «διαταράσσουν» τη γειτονιά και κυρίως την προς τα έξω εικόνα της. Βεβαίως οι περιπτώσεις που εξετάζουμε βρίσκονται ακόμη σε υβριδιακή μορφή αν και, ειδικά στο Πανόραμα, ο κύριος τύπος κατοικίας είναι αυτός της μεζονέτας με μεγάλο κήπο. Δε μπορούμε όμως να ισχυριστούμε το ίδιο για τα Μεγάλα Σχοίνα, όπου οι λίγες νεόκτιστες μεζονέτες συνυπάρχουν με σπίτια που έχουν προκύψει από διαδικασίες επείγουσας αυτοστέγασης.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί και εδώ ο οικισμός των ξενοδοχοϋπαλλήλων. Αρθρωμένος σε ένα κεντρικό δρόμο με κάθετους που οριοθετούν τα μικρά οικοδομικά τετράγωνα, φιλοξενεί μικρές, παλαιές, μονόροφες, πλακοσκεπείς κατοικίες με περιποιημένες αυλές στο εσωτερικό του μικρού δάσους που τελειώνει ακριβώς στα όρια τις έκτασης του συναιτερισμού. Το γεγονός αυτό μπορεί να μας κατευθύνει σε δύο υποθέσεις. Είτε οτι και στις όμορες περιοχές υπήρχε αντίστοιχη βλάστηση που αποψιλώθηκε για την απόκτηση αγροτικής και στη συνέχεια οικοδομήσιμης γης, είτε οτι το δασάκι αυτό είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης επέμβασης και φροντίδας. Τελικά μάλλον σε κάποιο βαθμό πρέπει να ισχύουν και τα δύο. Παρά τη γραφικότητα πάντως και τις ήπιες, ποιοτικές συνθήκες κατοικίας τα προβλήματα εξυπηρετήσεων από λειτουργίες τοπικού και υπερτοπικού χαρακτήρα σε κάποιες λογικές αποστάσεις από τον οικισμό παραμένουν.
Ε.Μ.Π. - τμήμα Αρχιτεκτόνων - Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος - Αθήνα Ιούλιος 2000
Ερευνητικό Πρόγραμμα : Διερεύνηση Πολεοδομικών - Κοινωνικών παραμέτρων στο Δήμο Αχαρνών & διατύπωση κατευθύνσεων στρατηγικού αστικού σχεδιασμού για μία βιώσιμη ανάπτυξη. Πρώτη Φάση
Βορειότερα από το Πανόραμα, και πέρα από το δασικό τμήμα της δημοτικής έκτασης της Αμυγδαλέζας έχει αναπτυχθεί διάσπαρτη αυθαίρετη δόμηση σε δασικές εκτάσεις. Τα κτίσματα εδώ, παρά το γεγονός οτι είναι αυθαίρετα, διεκδικούν πολυτέλεια, διαφοροποίηση και ιδιωτικοποίηση της φύσης. Μ' αυτή την έννοια, τείνουν περισσότερο να γειτνιάσουν (όπως χωρικά έτσι και συμβολικά) με αντίστοιχες περιπτώσεις στην κοινότητα Θρακομακεδόνων. Μία άλλη ιδιότυπη περίπτωση αυθαίρετης δόμησης εμφανίζεται στα ανατολικά της κοινότητα Θρακομακεδόνων. Εκεί, έκταση που είχε παραχωρηθεί από το Δήμο στην αεροπορία για τη δημιουργία χώρου αποθήκευσης πολεμικού υλικού, μετατρέπεται χωρίς επίσημες διατυπώσεις σε οργανωμένο οικισμό με μέσα και εργατική δύναμη που, όπως φαίνεται, προέρχονται εκ των ενόντων.
2.6.3. Η ευρύτερη περιοχή της Βαρυμττόττης.
Το 1941, τον πιό βαρύ χειμώνα της Γερμανικής κατοχής, αποκτά εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο η Βαρυμπόπη, ένας παραθεριστικός οικισμός που ανήκει σε οικοδομικό συναιτερισμό. Ο οικισμός αυτός, που αρχικά αποτελούσε ανεξάρτητη κοινότητα ανήκει σήμερα διοικητικά στο Δήμο Αχαρνών αν και αποτελεί μία εντελώς ξεχωριστή χωρική ενότητα. Συγκεκριμένα, βρίσκεται στο ανατολικό όριο του Δήμου, σε μεγάλη απόσταση από οποιαδήποτε άλλη οικιστική περιοχή του Δήμου. Φυσικό φράγμα ανάμεσα στη Βαρυμπόπη και τις υπόλοιπες περιοχές του Δήμου αποτελεί ο Κηφισσός ενώ ταυτόχρονα, οι μεγάλες αδόμητες εκτάσεις και το στρατιωτικό αεροδρόμιο του Τατοίου που παρεμβάλονται σηματοδοτούν τη χωρική απομόνωση της.
Οι οδικές συνδέσεις με τον υπόλοιπο Δήμο περιορίζονται πρακτικά στην οδό Τατοίου που, αφού διασχίζει τις αγροτικές εκτάσεις με τα θερμοκήπια και περνά μπροστά από το αεροδρόμιο φτάνει στο ύψος της Βαρυμπόπης, αφήνοντας τον οικισμό στα δυτικά της. Η πρόσβαση στην κεντρική πλατεία γίνεται από μία πάροδο. Αλλη οδική σύνδεση είναι ένας στενός ασφαλτοστρωμένος δασικός δρόμος που από την κεντρική πλατεία της Βαρυμπόπης κατευθύνεται προς την αντίστοιχη των Θρακομακεδόνων. Πέραν αυτών υπάρχουν κάποιοι χωματόδρομοι σε μάλλον κακή κατάσταση οι οποίοι μέσα από αδόμητες και γεωργικές εκτάσεις φτάνουν έως τις περιοχές της Λαθέας και του Μονοματιού. Ακόμη, οι συνδέσεις της Βαρυμοπόπης με το κέντρο της Αθήνας αλλά κυρίως την Κηφισιά, Ν. Ερυθραία, Εκάλη κ.λ.π. αυτονομούνται από το οδικό δίκτυο του Δήμου καθώς υφίσταται ανεξάρτητη πρόσβαση στην Εθνική οδό με κόμβο.
Η συνολική εικόνα στην ευρύτερη περιοχή της Βαρυμπόπης είναι αυτή του δασικού τοπίου από το οποίο όμως αποσπώνται συνεχώς τμήματα που μετατρέπονται σε οικιστικές περιοχές. Η τάση δεν είναι η δημιουργία ενός πυκνού αστικού ιστού, αλλά αντίθετα η δημιουργία προαστίων υψηλών εισοδημάτων αμιγούς κατοικίας με ιδιωτικοποίηση της φύσης. Η σύνδεση της περιοχής
από τη μία με τους Θρακομακεδόνες και από την άλλη με τα βόρεια προάστια δυτικά της εθνικής και η αυτονόμηση από τις υπόλοιπες οικιστικές ενότητες του Δήμου Αχαρνών (και τα προβλήματα τους) εντείνει σε πολλά επίπεδα αυτή την τάση. Η τάση αυτή αναμένεται να επιρεαστεί σημαντικά από τη δημιουργία του Ολυμπιακού χωριού πολύ κοντά στον οικισμό της Βαρυμπόπης και την αυθαίρετη οικιστική ενότητα της Φλόγας.
2.7. Ημιαγροτικές περιοχές «σε μετάβαση».
Οπως έχει ήδη τονιστεί το σύνολο των οικιστικών ενοτήτων του Δήμου Αχαρνών έχει συγκροτηθεί μέσω διαδικασιών αυθαίρετης δόμησης σε πρώην αγροτική γη. Η διαδιασίες αυτές, είτε πρόκειται για περιοχές που σήμερα διαθέτουν ρυμοτομικό σχέδιο είτε για περιοχές εκτός σχεδίου, δεν έχει μέχρι σήμερα ολοκληρωθεί. Από τη μία στις περιοχές εντός σχεδίου ο οικιστικός ιστός εμφανίζει σημαντικά κενά όπου αναγνωρίζονται ακόμη στοιχεία αγροτικών προτύπων οργάνωσης. Από την άλλη, στις εκτός σχεδίου περιοχές, όπου ο αγροτικός χαρακτήρας είναι πιό έντονος, εξακολουθεί η διαδικασία κατάληψης της γης από διαφορετικές χρήσεις. Μ' αυτή την έννοια, στην ουσία ακόμη και σήμερα σημαντικές εκτάσεις του Δήμου Αχαρνών χαρακτηρίζονται ως ημιαγροτικές περιοχές, που βρίσκονται σε μία δυναμική διαδικασία μετάβασης από το ένα πρότυπο οργάνωσης και εκμετάλλευσης στο άλλο. Παρ' όλα αυτά, είναι δυνατόν να θεωρηθεί οτι στις περιοχές που έχουν ήδη ενταχθεί στο σχέδιο πόλης, έχει υπάρξει μία δρομολογημένη κατεύθυνση που θα οδηγήσει αναπόφευκτα στο μετασχηματισμό των αγροτικών περιοχών, παρά τα προβλήματα της διαδικασίας αυτής της μετάβασης, όπως έχουν ήδη εντοπιστεί. Αντίθετα, στις εκτός σχεδίου περιοχές υφίστανται ακόμη σημαντικές αγροτικές εκτάσεις για τις οποίες οι τάσεις εξέλιξης δεν είναι προφανείς, και οι οποίες πάντως είναι δυνατόν να αποτελέσουν ιδιαίτερο αντικείμενο στα πλαίσια ενός στρατηγικού σχεδιασμού.
Οι εκτός σχεδίου ημιαγροτικές περιοχές βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του Δήμο και εκτείνονται, γενικά, ανάμεσα στο υφιστάμενο σχέδιο πόλης και τον Κηφισσό. Στα βόρεια, οι εκτάσεις αυτές φτάνουν έως το αεροδρόμιο του Τατοίου και στη συνέχεια περιορίζονται από τις φυσικές περιοχές πευκοδασών στις υπώρειες της Πάρνηθας. Ο χαρακτήρας τους, ως εκτάσεις με πολύ αραιή δόμηση, μεγάλο βάθος οπτικού πεδίου και αγροτική βλάστηση, τις σηματοδοτεί ως συνέχεια των δασικών εκτάσεων στις πεδινές περιοχές. Ετσι συγκροτούν στοιχείο ταυτότητας της ευρύτερης περιοχής του Δήμου αλλά και, μαζί με τις δασικές εκτάσεις, ένα πόρο που σχετίζεται με την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Παράλληλα, πέρα από τη μορφή οργάνωσης στο επίπεδο του εδάφους, διατηρούν ένα ενδιαφέρον παραγωγικό δυναμικό που προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης και συμπληρωματικό εισόδημα σε αρκετές ομάδες πληθυσμού.
Η ζώνη αυτή πάντως, που κατ' αρχήν γίνεται αντιληπτή ως ενιαία έχει ήδη, όπως αναφέρθηκε, να υφίσταται τις συνέπειες τις διαδικασίας μεταβολής των χρήσεων γης. Αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό της σε διακριτές ενότητες ανάλογα με την ένταση της μεταβολής των χρήσεων και τις μελλοντικές προοπτικές τους. Η κύρια διαφοροποίηση σχετίζεται με κάποιες συγκεντρώσεις μονάδων βιομηχανίας, βιοτεχνίας, χονδρεμπορίου, υπαίθριας αποθήκευσης υλικών (μάντρες), φυτωρίων κ.λ.π. Για τις συγκεντρώσεις αυτές διακρίνονται δύο τάσεις. Η πρώτη είναι η συγκέντρωση κατά μήκος δύο από τους υπερτοπικούς άξονες του Μενιδίου, την οδό
Καραμανλή και την οδό Δεκέλειας. Η δεύτερη είναι η συγκέντρωση σε εκτάσεις στα ανατολικά όρια του Δήμου, ανάμεσα σε κλάδους ρεμάτων και στον Κηφισσό, σε δύο θέσεις στις εκτός σχεδίου περιοχές Μονομάτι (προς τον Κηφισσό και την εθνική οδό) και Χαμόμηλο. Η διαφοροποίηση των συγκεντρώσεων αυτών εξαρτάται από πολλαπλούς παράγοντες όπως το κόστος της γης, το είδος της παραγωγικής δραστηριότητας και συγκεκριμένες ανάγκες για τη δυνατότητα πρόσβασης ή μη του καταναλωτικού κοινού, νομοθετικές δεσμεύσεις, συγκυριακοί παράγοντες κ.λ.π. Πάντως είναι σαφές οτι στις περιοχές στο Μονομάτι και το Χαμόμηλο οι εγκατεστημένες χρήσεις αφορούν περισσότερο παραγωγικές μονάδες του δευτερογενούς τομέα και λιγότερο άλλες χρήσεις (εμπόριο, εκθετήρια, φυτώρια κ.λ.π.), ενώ στις ζώνες κατά μήκος των οδικών αξόνων ισχύει το αντίθετο.
Εκτός από τις παραγωγικές χρήσεις, κατάληψη και μετασχηματισμός των αγροτικών εκτάσεων γίνεται σε μικρότερο βαθμό για την κατασκευή κατοικιών. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για αυθαίρετη δόμηση σε αγροτεμάχια, η δόμηση είναι διάσπαρτη και εξαιρετικά αραιή χωρίς να οργανώνει συγκεκριμένες οικιστικές συγκεντρώσεις και περιορίζεται σε ημιαγροτικές περιοχές κοντά στο Παλαιό Μενίδι. Συγκεκριμένα, αυτού του τύπου η αυθαίρετη δόμηση εντοπίζεται σε τμήμα της περιοχής «Κεραμιδιώτη» που ορίζεται από τις οδούς Πλήθωνος Γεμιστού (όριο του σχεδίου πόλης στην περιοχή της Λαθέας) και Καραμανλή με νότιο όριο τη σιδ. γραμμή. Λίγες κατοικίες εντοπίζονται και νοτιότερα στης σιδ. γραμμής στην περιοχή «Λουτρό». Οι περιοχές αυτές βέβαια, αποτελούν και ενότητες εγκατάστασης παραγωγικών χρήσεων. Παρ' όλα αυτά, έστω και σε μικροτοπικό επίπεδο, υπάρχει διαφοροποίηση καθώς οι παραγωγικές χρήσεις επιλέγουν περισσότερο τις ζώνες πλάι στους άξονες, ενώ η κατοικία αναπτύσσεται στις πιό εσωτερικές ζώνες. Η τάση εποικισμού αυτού του τύπου είναι μέχρι στιγμής περιορισμένη, καθώς ανακόπτεται κυρίως από την ύπαρξη των βιομηχανικών μονάδων που αποτρέπουν την ταυτοποίηση των περιοχών αυτών ως περιοχές κατοικίας. Τελευταία πάντως, παρατηρείται ένταση του εποικισμού από νέους ελληνοπόντιους μετανάστες.
Η πιό καθοριστική και δραστικότατη ενέργεια στην κατεύθυνση του μετασχηματισμού των αγροτικών εκτάσεων είναι η δημιουργία του Ολυμπιακού χωριού ως αποτέλεσμα κεντρικών επιλογών. Η περιοχή εγκατάστασης του βρίσκεται στα όρια με τις δασικές εκτάσεις της Πάρνηθας και αποτελεί μέρος της εκτός σχεδίου αγροτικής ζώνης. Πρέπει πάντως να διευκρινιστεί οτι δεν πρόκειται για καθαρά γεωργική ζώνη, καθώς δεν υφίστανται εκεί οργανωμένες καλλιέργειες. Ο χαρακτήρας της είναι περισσότερο αυτός της υποβαθμισμένης δασικής έκτασης με χαμηλή μακεία βλάστηση, φρύγανα και χλοοτάπητα, στοιχεία που μπορούν να τη χαρακτηρίσουν ως βοσκότοπο. Μάλιστα, στο όριο της έκτασης βρίσκεται ακόμη και σήμερα μικρή κτηνοτροφική μονάδα (μαντρί). Μετά τον χαρακτηρισμό και τις απαλλοτριώσεις που συντελέστηκαν, η έκταση έγινε αποδέκτης προϊόντων εσκαφής, μπάζων κ.λ.π. Σήμερα στο χώρο ενεργούνται χωματουργικές εργασίες.
Μετά την απόσπαση εδαφών αγροτικής γης όπως περιγράφθηκε παραπάνω, σήμερα ενιαίες εκτάσεις με κυρίαρχο τον αγροτικό τους χαρακτήρα παραμένουν μόνο σε δύο ενότητες. Η πρώτη από αυτές βρίσκεται στην περιοχή «Αγ. Σωτήρα». Πρόκειται για μία έκταση στα νοτιοανατολικά του Δήμου, που χωρίζεται από τις εκτάσεις εντός σχεδίου πόλης από το ρέμα της Καναπίτσας. Ανατολικό όριο της είναι οι κλάδοι του Κηφισσού, βόρειο η σιδ. Γραμμή ενώ στα νότια, στην περιοχή του Χαμόμηλου αρχίζει σταδιακά να αναπτύσσεται συγκέντρωση βιομηχανίας. Παρά την ύπαρξη στο εσωτερικό της μεμονωμένων παραγωγικών μονάδων και ελάχιστων κατοικιών, το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ύπαρξη εκτεταμένων ελαιώνων αλλά και κηπευτικών καλλιεργειών, ενώ σποραδικά εντοπίζονται και ανθοκαλλιέργειες. Η περιοχή αυτή δέχεται σήμερα έντονες πιέσεις αλλαγής χρήσης, καθώς περιβάλλεται από συγκεντρώσεις παραγωγικών μονάδων (κυρίως βιομηχανίας - βιοτεχνίας), η γή είναι ακόμη αρκετά φθηνή και ταυτόχρονα υπάρχει σαφής εγκατάλλειψη των αγροτικών ασχολιών. Ενα στοιχείο που συνηγορεί περισσότερο στο μετασχηματισμό της περιοχής είναι η διέλευση από το εσωτερικό της μίας νέας σιδ. γραμμής που θα κατευθύνεται προς το ΣΚΑ.
Η δεύτερη ενότητα αγροτικής γης βρίσκεται στην περιοχή βόρεια της οδού Καραμανλή και της σιδ. γραμμής, μετά τη ζώνη ανάπτυξης των συγκεντρώσεων παραγωγικών μονάδων. Συγκεκριμένα, αμειγείς αγροτικές εκτάσεις εντοπίζονται βορειότερα της οδού Κατεβασιάς, μέχρι το στρ. αεροδρόμιο Τατοίου και μέχρι την έκταση του Ολυμπιακού χωριού. Βεβαίως, και στην περιοχή Μονομάτι νοτιότερα υπάρχουν ακόμη σημαντικές αγροτικές εκτάσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις παραγωγικές μονάδες. Το φαινόμενο αυτό είναι πιό έντονο ανατολικά της οδού Ιβίσσκου μέχρι τις γραμμές του τρένου και τον ένα από τους δύο κλάδους του Κηφισσού. Οι καλλιέργειες που απαντώνται στο σύνολο των αγροτικών εκτάσεων αυτής της περιοχής είναι κυρίως ανθοκαλλιέργειες και λιγότερο κηπευτικά και ελαιόδενδρα. Στην περιοχή προς τις σιδ. γραμμές, αλλά και ανατολικότερα αυτών, αναπτύσσονται θερμοκήπια για την παραγωγή κυρίως κηπευτικών. Ακόμη, ανάμεσα στις αγροτικές εκτάσεις έχουν εγκατασταθεί και χρήσεις που σχετίζονται - με τον ένα ή τον άλλο τρόπο - με το χαρακτήρα της περιοχής, όπως συσκευαστήρια αγροτικών προϊόντων και κυρίως λουλουδιών αλλά και ένας μικρός ιππικός όμιλος. Η ενότητα αυτή απειλείται με αλλαγή του χαρακτήρα της με δύο τρόπους. Από τη μία, στα νότια πιέζεται από την εντεινόμενη εγκατάσταση βιομηχανικών - βιοτεχνικών χρήσεων. Από την άλλη, στα βόρεια, η χωροθέτηση του Ολυμπιακού χωριού αναμένεται να δημιουργήσει τάσεις εγκατάστασης κατοικίας στις εκτός σχεδίου εκτάσεις της περιοχής σε επαφή με το χωριό.
ΚΕΦ. 3. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ(ANAZHTHSTE TO SE ALLI DIMOSIEFSI)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου