Ο Παναγιώτης, πηγαίνει κάθε μέρα σχολείο. Σε ένα τεράστιο, τσιμεντένιο κουτί, με σπασμένα τζάμια, πνιγηρή ατμόσφαιρα, βρωμερά πατώματα και σκάλες που σιχαίνεται να αγγίζει το παραπέτο τους όταν ανεβαίνει. Ευτυχώς, είναι πολύ νέος ακόμα για να το χρειάζεται.
Το πρωί άκουσε τη μάνα του να φιλονικεί με τον πατέρα του γιατί του ζητούσε 10€ και εκείνος δεν είχε να της δώσει. Επι μεγάλο χρονικό διάστημα τρώνε μόνο όσπρια και τηγανιτές πατάτες. Για πετρέλαιο της σόμπας ούτε λόγος.
Ονειρεύεται εδώ και καιρό ένα μπουφάν σαν του Νίκου αλλά δεν δείχνει το όνειρο να είναι κοντινό. Διαβάζει σαν τρελός αφού θέλει να γίνει δικηγόρος αλλά οι δικηγόροι της πόλης του δεν του δείχνουν και τόσο επιτυχημένοι. Και προβληματίζεται. Μήπως να γινόταν υδραυλικός που του λέει και ο γέρος του για να βγάζει περισσότερα λεφτά;
Τον λυπάται τον πατέρα του. Λασπιάς στην οικοδομή, τα χέρια του είναι σαν οργωμένα με τρακτέρ. Σκληρά και χοντρόπετσα, συχνά τον πονάνε. Και τώρα τελευταία τον πονάει και η μέση του. Όσο περνάει ο καιρός, δυσκολεύεται να είναι στον οικοδομή το πρωϊ. «Γερνάει» σκέφτεται ο πιτσιρικάς. Αν αύριο αρρωστήσει τι θα γίνει; Ακούει να αναρωτιέται πολλές φορές η μάνα του. Η μάνα του πλένει σκάλες σε 7 πολυκατοικίες της πόλης. Σκυφτή, τις περισσότερες ώρες της μέρας και το μεροκάματο έρχεται όποτε θέλει ο διαχειριστής.
Χωρίς χαρτζιλίκι στην τσέπη τις περισσότερες φορές αποφεύγει ακόμα και την καφετέρια αφού δεν μπορεί να δέχεται εσαεί το κέρασμα του Νίκου. Κι έτσι, προτιμάει να διαβάζει και να βλέπει τηλεόραση. «Μαλακίες».. τον ακούει η μάνα του να λέει μερικές φορές και να την κλείνει. Τα πρωϊνά, συζητάει με τους συμμαθητές του την κατάσταση στην χώρα. Διαισθάνεται την απογοήτευση, τον προβληματισμό των άλλων παιδιών και προσθέτει εκεί και την δική του. Οσες καταλήψεις κάνανε, δεν έβγαλαν πουθενά. Πολλοί συμμαθητές τους, άφησαν τα όνειρα για σπουδές στην άκρη. Σπρώχνουν τον καιρό να τελειώσουν το Λύκειο. Με το ζόρι.. Ο γείτονάς του ο Πέτρος που σπούδασε και πήρε το Πτυχίο του Μηχανικού ψάχνει για δουλειά εδώ και δύο χρόνια. Τώρα απασχολείται στο γραφείο ενός Μηχανικού για τέσσερις ώρες και παίρνει 500€. «Προσωρινά, μέχρι να βρω δουλειά».. του λέει κάθε φορά που τον χαιρετάει στο δρόμο.
Όλα τα συγχωρεί αλλά τελευταία ο διαολόπαπας ο Εφραίμ τον έχει διαολίσει. Και αντί να τον δει φυλακή, τον βλέπει πρώτη μούρη στην τηλεόραση. Ακούει τρελά νούμερα που έφαγε αυτός και βλέπει σε αντιπαράθεση τον κατακουρασμένο πατέρα του . Στο σχολείο όλοι αισθάνονται το ίδιο. Οργή και θυμό, ενέργεια που δεν λέει να εκτονωθεί πουθενά. Τι θα γίνει αύριο; Που θα καταλήξουν; Όλοι σάπιοι είναι τελικά.. τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο. Να σπουδάσει ή όχι; Να τα παρατήσει ή όχι; Να γίνει υδραυλικός ή όχι; Και αν γίνει υδραυλικός, γιατί να χάνει τις ώρες του στο σχολείο; Ο κυρ Παντελής θα τον πάρει παραγιό και θα τον βγάλει τζιμάνι. Μήπως να γίνει υδραυλικός από τώρα, να ξεκουράσει και τον γέρο του; Μα αφού ονειρεύεται να γίνει δικηγόρος, δεν θέλει να μείνει αγράμματος! Σκέφτεται από το πρωί ως το βράδυ. Αλλά συμπέρασμα δεν μπορεί να βγάλει…
Ο Βαγγέλης σηκώθηκε το πρωί με το ζόρι. Τον πονούσε η μέση του φοβερά τον τελευταίο καιρό αλλά δεν μπορούσε να κάθεται συνέχεια στο κρεβάτι. Ο Βαγγέλης έχει τρία παιδιά, μια γυναίκα με την οποία έκανε τρία παιδιά, την μάννα του κατάκειτη και μια ανύπαντρη αδελφή. Ο Βαγγέλης είναι αστυνομικός. Και παίρνει 1100€ μηνιαίως. Χωρίς προσαυξήσεις.
Ο Βαγγέλης δεν τα φέρνει βόλτα. Πολύ δύσκολα τα πράγματα. Το βράδυ, κάνει καμιά αρπαχτή στο ταξί του Μήτσου και προσθέτει κάτι στο μισθό. Όμως και πάλι, το σπίτι του στερείται πολλά. Και ο Βαγγέλης, είναι κάθε μέρα μέσα στον κίνδυνο και τον φόβο.
Πολλές φορές φοβάται. Τι θα γίνει αν αρρωστήσει; Τι θα γίνει αν κάποιο βράδυ τον περιποιηθεί κανα τσογλάνι από αυτά που κυνηγάει; Θυμάται τη μέρα που η μολότοφ τον άναψε σαν λαμπάδα και τον σβήσανε οι συνάδελφοι. Άλλη μια φορά σε ένα κωλάδικο μια σφαίρα του πέρασε ξυστά στο μάγουλο πριν προλάβει να μπουζουριάσει έναν νταβατζή που είχε μετατρέψει την Πειραιώς σε σφαγείο.
Ο Βαγγέλης φοβάται. Μα που να το πει; Στα κωλόπαιδα που στις συγκρούσεις του βρίζουν την μάνα, τη γυναίκα, το σόϊ του όλο και τον ίδιο μαζί; «Μπάτσο» και «γουρούνι» τον ανεβάζουν, «δολοφόνο» τον κατεβάζουν. Αναρωτιέται γιατί. Ποιόν σκότωσε; Όταν ήρθε από το χωριό και μπήκε στο Σώμα, ήταν πολύ περήφανος. Του φάνηκε πως μπήκε στο Παράδεισο και ποτέ δεν φαντάστηκε πως θα κατέληγε να μην του λένε καλημέρα οι γείτονες κάθε φορά που γίνεται επεισόδιο και συνάδελφος τραβάει πιστόλι.
Τον ξέρει τον φόβο αυτό που κάνει τον συνάδελφο να τραβάει πιστόλι ο Βαγγέλης. Τον έχει νοιώσει στο πετσί του όταν μαζί με τον Αλέκο ήταν μέσα στο περιπολικό και γύρω -γύρω καμιά πενηνταριά διαδηλωτές είχαν ζώσει το αυτοκίνητο και το τσακίζανε με λοστούς, πέτρες και ξύλα. Ένας, κρατούσε τσεκούρι. Το τσεκούρι τσάκισε το τζάμι στην θέση του οδηγού και ο Αλέκος γέμισε αίματα. Ο Βαγγέλης τρελάθηκε. Ποιος θα τους γλύτωνε; Αν σκοτωνόταν τι θα γινόταν το σπίτι του; Τα παιδιά; Η μάνα του; Αγρίεψε… η ψυχή του μετέτρεψε το φόβο σε θυμό. «Γιατί γαμώ την ατυχία μου;» Σκέφτηκε!
«…για ένα μεροκάματο!! Έ όχι ρε πο----η!!» τράβηξε το πιστόλι και πυροβόλησε στον αέρα. Τα παιδιά έκαναν πίσω …
ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΕΣ, βρέθηκαν απέναντι σε μια αιματηρή διαδήλωση. Ο ένας ήταν ο Παναγιώτης , ο μαθητής του Γυμνασίου. Και ο άλλος, απέναντι, ήταν ο Βαγγέλης, ο αστυνομικός με τα τρία παιδιά.
Και ήταν εχθροί σε έναν εμφύλιο. Μόνο που και οι δύο, ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου