"..Τα παιδιά έγνεψαν κατατρομαγμένα "ΝΑΙ"με
κατάφαση του κεφαλιού τους, την ίδια στιγμή, με
τον ίδιο τρόπο και τα δυο.
Δεν είπαν ποτέ, τίποτα στον πατέρα τους.
Άλλωστε η Καλλιόπη, έκανε και τα δύο παιδιά πολύ σύντομα
«τσιλιαδόρους» της. Πότε η μια και πότε η άλλη, φύλαγαν απ’ έξω από το σπίτι μην
έρθει ο πατέρας τους πιο νωρίς και μάθει αυτό που ενδόμυχα ήξερε από πάντα.
Έτσι, πολύ σύντομα, ο έμπορος αντικαταστάθηκε από τον κουμπάρο που τους είχε παντρέψει και λίγο μετά, η Καλλιόπη
«εξυπηρετούσε» έναν νέο δικηγόρο που είχε έρθει στο χωριό.
Ομως η Καλλιόπη ποτέ
δεν έκανε τίποτα χωρίς διάφορο.
Ετσι, όλοι τους, άφηναν τον "οβολό"
τους στο κομοδίνο της φεύγοντας. Οταν άφηναν τα χαρτονομίσματα, εκείνη
"δεν έβλεπε". Είχε πάντα γυρισμένη την πλάτη της.
Οι γειτόνισες, έκοψαν σιγά-σιγά κάθε επαφή μαζί της, μέχρι
που σταμάτησαν και την καλημέρα. Παρακολουθούσαν τα πάντα, και εκτιμούσαν τον
άντρα της Καλλιόπης, άλλωστε τον παρακολουθούσαν να βιώνει μια πολύ
επώδυνη κατάσταση που σιγά-σιγά, μέρα με την ημέρα τον σκότωνε.
Επινε γερά και
ήταν ο τελευταίος που έφευγε από το καφενείο τα βράδια. Δύο φορές στο καρνάγιο
τραυματίστηκε σοβαρά από προσωπική του απροσεξία. Όμως η υγεία του πήγαινε από το
κακό στο χειρότερο. Έλυωνε, έφθινε, το κορμί του άρχισε να «μαζεύει», να «σουρώνει»,
να «μειώνεται». Ο άνθρωπος πέθαινε σιγά-σιγά μ΄ ένα μαρτυρικό θάνατο που τον
καθόριζε ο πλήρης και απόλυτος εξευτελισμός του.
Σιωπηλός, τραγικός, έφευγε
χωρίς «αντίο» το πρωί και γύρναγε τις περισσότερες φορές όταν είχαν όλοι
κοιμηθεί. Παραιτήθηκε από τη ζωή εθελούσια και περίμενε τον θάνατο σαν λύτρωση.
Μόνο όταν κοιτούσε τα παιδιά του μονολογούσε:
- ..τι θ’ απογίνουν άμα φύγω..
Μετά συνειδητοποιούσε ότι και που ζούσε, δεν ήταν σε θέση να
σταματήσει το «κακό» που τους είχε στρώσει για ζωή η μάνα τους. Και έκλεινε τα μάτια..
Η Καλλιόπη, από την άλλη, άρχισε το μάθημα νωρίς στις κόρες της:
-Κανονίστε να βγάλετε το σχολείο και να παντρευτείτε άντρα
με λεφτά. Καλά θα κάνετε να προσέχετε από τώρα (στο δημοτικό ήταν τότε η
Ελένη)ποιος συμμαθητής σας είναι από σπίτι με λεφτά και έχει εξασφαλισμένο μέλλον.
Μόνο έτσι θα περάσετε ζωή και κότα. Κορόϊδα υπάρχουν, όρεξη να΄χετε. Αλλιώς, θα
ζήσετε με μεροκάματο όπως ζω εγώ με τον πατέρα σας…
Η Καλλιόπη είχε βάλει νωρίς-νωρίς στο μάτι το γιο μιας
χήρας. Λίγο μεγαλύτερος από τις κόρες της, είχε σεβαστή περιουσία στην Αθήνα από κληρονομιά του πατέρα του. Όταν
μεγάλωνε και έβγαζε το σχολείο «ήθελε να γίνει αεροπόρος» όπως έλεγε στην μάνα
του. Το είχε δέσει «κόμπο» στο μυαλό της ότι θα τον έδινε σε μια από τις δυο της
κόρες. Εκανε σχέδια και όνειρα, και περίμενε να περάσουν τα χρόνια… Όμως η χήρα
μετακόμισε ξαφνικά στην Αθήνα αφού την ειδοποίησαν πως βρέθηκε μια καλή δουλειά
γι αυτήν και η Καλλιόπη έχασε άδοξα τον πολύφερνο μέλλοντα… «γαμπρό» της!
Η
χήρα γλύτωσε από τα νύχια της λύκαινας, εκείνη όμως δεν ξέχασε τον σκοπό
και το «όνειρό» της..
Στο μεταξύ οι κόρες της Καλλιόπης, ακολούθησαν κατά γράμμα
τις «επιταγές» και τα «σεμινάρια» που τους έδινε τόσα χρόνια αφού το "σκέτς" με τα ανοιγμένα πόδια της μάνας τους, το έβλεπαν να
παίζεται τακτικά και πολλές φορές έβλεπαν
τους άντρες να τρέχουν στην τουαλέτα να πλυθούν και να φύγουν πριν έρθει ο
πατέρας τους.
Αυτός όμως, είχε ήδη καταντήσει αλκοολικός και λίγο το
κρασί, λίγο η περιφρόνηση των συναδέλφων του και κάποιων συγχωριανών του που
δεν δεχόντουσαν την αποδοχή από τον ίδιο της στάσης της Καλλιόπης, τον έφεραν αρκετά
νέο, πολύ κοντά στον θάνατο. Άλλωστε με την λίγη οξυδέρκεια που του είχε
απομείνει, έβλεπε τις κόρες του, να παίρνουν τον ίδιο δρόμο με αυτόν της Καλλιόπης.
Δεν είχε όμως καμιά δύναμη να αντισταθεί ή να προσπαθήσει να αλλάξει την πορεία
των πραγμάτων.
Πέθανε γρήγορα από κίρρωση του ήπατος εξ αιτίας του ποτού.
Στο ψυχορράγημά του όμως, ήταν κοντά του η μικρή του κόρη, η
Πίτσα. Κανείς δεν είχε προσέξει ότι από ένα σημείο και μετά (από τότε που είδε
την μάνα της με τον έμπορο) η μικρή δεν ξαναγέλασε.
Το παιδί δεν γελούσε ποτέ
και πολλές φορές ήταν αφηρημένο και μελαγχολικό. Η Καλλιόπη σίγουρα, δεν ήταν
το είδος της μάνας που θα έδινε σημασία.
Οταν όμως ο πατέρας της ψυχορραγούσε στο
σπίτι, η Πίτσα έτυχε να είναι μόνη της. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και ένιωθε
έναν βαθύ ψυχικό πόνο και η έντασή του ήταν τέτοια που ένοιωσε ξαφνικά έναν οξύ
πονοκέφαλο.
-Μπαμπά.. του είπε ξέπνοα και του χάϊδεψε το κεφάλι.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως ήταν ο πατέρας της και τώρα τον έχανε
ενώ όσο ζούσε τον είχε προδώσει. Είχε καλύψει την μάνα της και δεν τον είχε προστατεύσει.
Πολλές φορές που έβλεπε τους άλλους στο καρνάγιο ή στο καφενείο να τον
περιγελούν δεν τον προστάτευσε.
Ο πατέρας της είχε ήδη αρχίσει να ψυχορραγεί ήρεμα, σιωπηλά όπως είχε ζήσει. Είχε
ανοίξει τα μάτια του ελάχιστα και η αναπνοή του όλο και λιγόστευε. Εκείνη
συγκλονίστηκε.
-Μπαμπά.. του ξαναείπε τρυφερά, τόσο τρυφερά όσο ποτέ δεν
του το είχε πει όσο ζούσε..
-Μπαμπά μου.. συγγνώμη!
Τα δάκρυά της έτρεχαν ασταμάτητα, σωστό ποτάμι. Της φάνηκε
πως πήγε να σηκώσει το χέρι του. Αλλά
δεν ήταν σίγουρη. Μακάρι να ήξερε αν την άκουσε. Δεν ακουγόταν “κιχ”. Μόνο η αργή αναπνοή του
πατέρα της που όλο και λιγόστευε και ένας πνιχτός λυγμός που αγωνιζόταν να μην
ξεσπάσει στο στήθος της.
Ο πατέρας της έφευγε. Ντροπιασμένος, δυστυχής
και μόνος είχε πάρει το μονοπάτι με τα αγκάθια. Δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ.
Κανείς δεν θα τον περιγελούσε πια για τα ρεζιλίκια της μάνας της. Όπως τον είχε αγκαλιά από το
κεφάλι, έβαλε το δάχτυλό της στην φλέβα του λαιμού του.
Παρακολούθησε την αναπνοή του μία-μία κρατώντας τον λυγμό
της σιωπηλό και ο πόνος της βγήκε όλος
όταν το δάχτυλό της σταμάτησε να νοιώθει τον χτύπο της καρδιάς του. H θύελλα που κλωθογύρναγε καιρό
στο στήθος της να ξεπεταχτεί κι εκείνη την πίεζε με θυμό, με αληθινή οργή, με
πόνο αβάσταχτο και σιωπηλό, δυσβάστακτο για ένα μικρό παιδί, βγήκε απότομα, εκκωφαντικά, τόσο δυνατά όσο δεν σήκωνε
πια το μικρό της κορμάκι.
Η τρομερή, απίστευτα δυνατή για το μικρό της στήθος κραυγή
και ο σπαραγμός της, ακούστηκε σε όλο το
χωριό και οι χωριανοί τον θυμόντουσαν για καιρό αφού εκτός του σπαραγμού που
ζωγραφίστηκε στον αέρα του χωριού, η κραυγή του παιδιού, δεν είχε τίποτα
παιδικό.Τίποτα...
Η Πίτσα δεν σταμάτησε ποτέ ξανά να είναι μελαγχολική. Ούτε ξαναγέλασε,
ούτε ξανάκλαψε. Ποτέ...
Συνέχισε όμως να ακολουθεί μετά από λίγο καιρό τις συμβουλές
της μάνας της. Ηταν πολύ αργά για να κάνει πίσω, πολύ αργά για να αλλάξει νοοτροπία
και ζωή.
Καμία από τις άλλες δύο
γυναίκες του σπιτιού του δεν άφησε ένα δάκρυ για το θάνατο του Βαγγέλη. Μάλλον το ξόδι
του τους έφερε ανακούφιση. Στην Καλλιόπη τουλάχιστον, σίγουρα.
Έπεται η συνέχεια..
Copyright : MARIA CHADZIDAKIS VAVOURANAKIS
AUTHOR - JOURNALIST
e-mail:v.ch.maria@gmail.com -mgvavour@gmail.com
H έκδοση υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του έργου, η παράφραση ή η μετάδοσή του με οποιονδήποτε τρόπο χωρίς την άδεια της συγγραφέως.